ΔΝΤ: Αναποτελεσματική η πολιτική επιδοτήσεων του κόστους ενέργειας

ΔΝΤ: Αναποτελεσματική η πολιτική επιδοτήσεων του κόστους ενέργειας

Οι διαρκώς αυξανόμενες τιμές της ενέργειας, έχουν αυξήσει απότομα το κόστος ζωής των ευρωπαίων πολιτών. Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού ταμείου, ήδη, από τις αρχές του περασμένου έτους, οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου διπλασιάστηκαν, οι τιμές του άνθρακα σχεδόν τετραπλασιάστηκαν και οι τιμές του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου σχεδόν επταπλασιάσθηκαν.

Καθώς οι τιμές της ενέργειας είναι πιθανό να παραμείνουν αρκετά πιό  πάνω από τα προ ενεργειακής κρίσης επίπεδα για κάποιο χρονικό διάστημα, η Ευρώπη θα πρέπει να προσαρμοστεί σε υψηλότερες εισαγωγές ορυκτών καυσίμων.

Από την άλλη πλευρά, οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να αποτρέψουν την απώλεια πραγματικού εθνικού εισοδήματος που προκύπτει από το σοκ των όρων της αγοράς.  Θα πρέπει, δηλαδή, να αφήσουν την πλήρη αύξηση του κόστους των καυσίμων να μεταβιβαστεί στους τελικούς χρήστες με σκοπό να ενθαρρύνουν την εξοικονόμηση ενέργειας και την απαγόρευση από τα ορυκτά καύσιμα.

Η πολιτική των κυβερνήσεων θα πρέπει να μετατοπιστεί από την υποστήριξη της ευρείας βάσης, όπως π.χ. οι έλεγχοι των τιμών, στη στοχευμένη ελάφρυνση, νοικοκυριών με χαμηλότερο εισόδημα που υποφέρουν περισσότερο από τους υψηλότερους λογαριασμούς ενέργειας.

Σε μια πρόσφατη μελέτη, στελέχη του ΔΝΤ υπολογίζουν ότι μέσο ευρωπαϊκό νοικοκυριό θα δει αύξηση περίπου 7% στο κόστος ζωής του, φέτος, σε σχέση με αυτό που ανέμενε στις αρχές του 2021. Αυτό αντανακλά αφ΄ενός την άμεση επίδραση των υψηλότερων τιμών της ενέργειας καθώς και την ακρίβεια σε άλλα αγαθά και υπηρεσίες.

Οι μεγάλες διαφορές στις αρνητικές επιπτώσεις, μεταξύ των χωρών, είναι αποτέλεσμα διαφορετικών νομοθετικών πρακτικών, δομών, πολιτικών αντιδράσεων καθώς και πρακτικών σύναψης συμβάσεων.

Η άνοδος του κόστους ζωής θα μπορούσε να επιδεινωθεί σε περίπτωση διακοπής της προμήθειας φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι υψηλότερες τιμές ενέργειας επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, επειδή ξοδεύουν μεγαλύτερο μερίδιο του προϋπολογισμού τους σε ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο.

Στην Εσθονία και στη Βρετανία,  για παράδειγμα, το κόστος διαβίωσης για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου διπλάσιο από αυτό των πλουσιότερων. Η εφαρμογή, λοιπόν,  μέτρων ανακούφισης για τη στήριξη των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα αποτελεί, επομένως, προτεραιότητα.

Μέχρι στιγμής, σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι κυβερνήσεις της Ευρώπης έχουν ανταποκριθεί στην άνοδο του ενεργειακού κόστους κυρίως με μέτρα ευρείας βάσης, μείωσης των τιμών, συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων, των φορολογικών περικοπών και των ελέγχων των τιμών. Αλλά η υστέρηση της μετακύλισης στις τιμές λιανικής απλώς καθυστερεί την απαραίτητη προσαρμογή στο ενεργειακό σοκ μειώνοντας τα κίνητρα για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για εξοικονόμηση ενέργειας και ενίσχυση της απόδοσης. Διατηρεί την παγκόσμια ζήτηση αλλά και τις τιμές ενέργειας υψηλότερα από ό,τι θα ήταν διαφορετικά.

Επιπλέον, το αυξανόμενο κόστος αυτών των μέτρων συμπιέζει τον περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο των οικονομιών, καθώς επιμένουν οι υψηλές τιμές. Σε πολλές χώρες το κόστος θα υπερβεί το 1,5 τοις εκατό της οικονομικής παραγωγής φέτος, κυρίως λόγω των ευρέων μέτρων μείωσης των τιμών.

Αναποτελεσματικά τα μέτρα επιδότησης

Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να απομακρυνθούν από μέτρα ευρείας βάσης σε στοχευμένες πολιτικές επιδότησης, συμπεριλαμβανομένης της εισοδηματικής στήριξης για τους πιο ευάλωτους. Για παράδειγμα, η πλήρης αντιστάθμιση της αύξησης του κόστους ζωής για το κατώτερο 20% των νοικοκυριών θα κόστιζε στις κυβερνήσεις 0,4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο για ολόκληρο το 2022. Ακόμη, θα κόστιζε 0,9% του ΑΕΠ για να αντισταθμιστεί πλήρως το χαμηλότερο εισοδηματικό επίπεδο που εκτιμάται σε 40%.

Το μερίδιο του πληθυσμού που λαμβάνει αποζημίωση θα ποικίλλει από χώρα σε χώρα, ανάλογα με τις κοινωνικές προτιμήσεις και τον δημοσιονομικό χώρο. Αλλά θα έπρεπε ιδανικά να σχεδιάζεται με τρόπο που να αποφεύγει το «φαινόμενο της κατακρήμνισης», με τα οφέλη να μειώνονται σταδιακά σε υψηλότερα επίπεδα εισοδήματος.

Ορισμένες κυβερνήσεις υποστηρίζουν επίσης τις επιχειρήσεις. Αυτό ενδείκνυται μόνο εάν μια βραχύβια άνοδος των τιμών θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα σε κατά τα άλλα βιώσιμες επιχειρήσεις. Θα υπήρχε, για παράδειγμα, ισχυρή υποστήριξη εάν η Ευρώπη αντιμετώπιζε πλήρη διακοπή των ροών φυσικού αερίου και οι χώρες έπρεπε να μεριμνήσουν προσωρινά για προμήθεια φυσικού αερίου προς τη βιομηχανία.

Οι εταιρείες που διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην εισαγωγή και διανομή ενέργειας μπορεί επίσης να χρειαστούν υποστήριξη όταν οι τιμές ανεβαίνουν.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, είναι δύσκολο να εφαρμοστεί ένα καλά στοχευμένο πλαίσιο στήριξης για τις επιχειρήσεις χωρίς να εισάγονται στρεβλώσεις και να αμβλύνονται τα κίνητρα για εξοικονόμηση ενέργειας.

Δεδομένου ότι οι τιμές αναμένεται να παραμείνουν υψηλές για αρκετά χρόνια, η προσπάθεια υποστήριξης των επιχειρήσεων κρίνεται, γενικά , ως αδύναμη.