Την άμεση ανάγκη κλεισίματος της δεύτερης αξιολόγησης τονίζει σε ανακοίνωσή του το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος επισημαίνοντας τις αρνητικές συνέπειες που έχουν προκληθεί στην ελληνική οικονομία από την επιμήκυνση των διαπραγματεύσεων.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΕΕ ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα κυμανθεί γύρω από το +0,5% (πρόβλεψη Μαρτίου 2017), αντί για 1,5%, που ήταν η πρόβλεψη μέχρι τώρα, και 2,7%, που ήταν η πρόβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης (Νοέμβριος 2016), της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Φεβρουάριος 2017) και του ΔΝΤ (Οκτώβριος 2016). Η αναθεώρηση αυτή οφείλεται κυρίως στις χαμηλότερες κρατικές δαπάνες, στις χαμηλότερες επενδύσεις, στις χαμηλότερες εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και στις υψηλότερες εισαγωγές σε σχέση με αυτές που αναμένονταν.
Αναλυτικά η ανακοίνωση:
Από τον Ιούλιο του 2015 έχουμε εισέλθει και βρισκόμαστε πλέον στο μέσο εφαρμογής του τρίτου «Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής», μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε συνεργασία με την ΕΚΤ, τον ΕΜΣ και το ΔΝΤ.
Αυτό το Πρόγραμμα λήγει τον Αύγουστο του 2018. Όμως, λόγω του τρόπου, με τον οποίο σχεδιάζονται τα μέτρα της οικονομικής πολιτικής και των στόχων, που τίθενται για τα πρωτογενή πλεονάσματα και το χρέος, όχι μόνο για την ελληνική οικονομία, αλλά για όλη την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, πολλά σημεία αυτών έχουν εφαρμογή και για την περίοδο μετά το 2018. Συνεπώς, οι τωρινοί χειρισμοί καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το μεσοπρόθεσμο μέλλον της Ελλάδος. Γι' αυτό και η ευθύνη της κυβέρνησης, αλλά και όλου του πολιτικού συστήματος εκτείνεται πέρα από τη διάρκεια του πολιτικού τους κύκλου.
Ο λόγος, που η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε στο Γ΄ Μνημόνιο, ήταν η πολύμηνη διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου του 2015 και οι συνακόλουθες επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα, που οδήγησαν στην εφαρμογή των capital controls. Έτσι, για μία ακόμη φορά, η ελληνική οικονομία βρέθηκε εκτός διεθνών αγορών κεφαλαίων και τα ελλείμματά της κλήθηκαν να τα χρηματοδοτήσουν οι εταίροι της.
Αυτό, που έχει σημασία σήμερα, είναι να υλοποιηθεί και να κλείσει η συμφωνία του Γ΄ Μνημονίου και, παράλληλα, να τεθούν οι βάσεις για μία αναπτυξιακή προοπτική εντός του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ολοκληρωθεί η θεραπεία των βασικών αδυναμιών της οικονομίας, που οδήγησαν στην παρούσα μεγάλη ύφεση (από το 2010 μέχρι σήμερα), οι οποίες ήταν:
Η υποβάθμιση της ανταγωνιστικότητας
Η κρίση χρέους και
Η εξαφάνιση της εμπιστοσύνης των ξένων κεφαλαίων προς την ελληνική οικονομία.
Δεδομένου, όμως, ότι η σύναψη ενός τέτοιου μνημονίου, όπως και η εποπτεία, που αυτό φέρνει, προκύπτουν σε συνθήκες, κατά τις οποίες ο οφειλέτης είναι στην πλέον αδύναμη θέση, η υιοθέτηση μιας τέτοιας σύμβασης θα πρέπει να ακολουθείται μόνο ως λύση έσχατης ανάγκης, και αφού έχει καταβληθεί κάθε προσπάθεια να αποφευχθεί.
Μία τριετής φυσιολογική εξέλιξη εφαρμογής του Γ' Μνημονίου κανονικά θα έπρεπε να περιλαμβάνει περίπου πέντε αξιολογήσεις. Όμως, αποδεικνύεται ότι η εφαρμογή των συμφωνηθέντων του Ιουλίου του 2015 πραγματοποιείται με εξαιρετική βραδύτητα, αφού η δεύτερη αξιολόγηση εμφανίζει σοβαρές δυσκολίες συμφωνίας.
Το πολιτικό κόστος και η ανάγκη εμπέδωσης των νέων μέτρων από το πολιτικό προσωπικό οδηγούν προς την κατεύθυνση της επιμήκυνσης του χρόνου των διαπραγματεύσεων, ενώ δεν έχει εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των συγκεκριμένων παρεμβάσεων.
Δυστυχώς, όμως, αυτή τη φορά, η επιμήκυνση των διαπραγματεύσεων συμπίπτει με ένα εξαιρετικά περίπλοκο διεθνές περιβάλλον και με μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για την ελληνική οικονομία, αφού τουλάχιστον θεωρητικά ετοιμαζόταν να προχωρήσει προς την ανάκαμψη για το 2017 και το 2018, η οποία αρχικά προβλεπόταν ότι θα κινηθεί σε ένα εύρος από 1,5% έως 2,7% για τη φετινή χρονιά. Όμως, από την αρχή του έτους, διαπιστώνεται μια σειρά από αρνητικά γεγονότα:
α) οι καταθέσεις σημειώνουν μια αναπάντεχη σημαντική πτώση (περίπου 2,3 δισ. ευρώ), που τους εξάλειψε το θετικό πρόσημο, που είχαν κερδίσει το 2016, κυρίως από τα νεοεισερχόμενα κεφάλαια, που μπορούσαν να επανεξαχθούν. Οι καταθέσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών μειώθηκαν κατά 3,1% τον Ιανουάριο του 2017 και κατά 2,9% το Φεβρουάριο. Πρόκειται για μείωση, που τις φέρνει στο χαμηλότερο επίπεδο από το Νοέμβριο του 2001. Έτσι, αυξήθηκε η εξάρτηση των συστηματικών τραπεζών από τον κοστοβόρο ELA.
β) Το ποσοστό ανεργίας έχει σταθεροποιηθεί πολύ υψηλά στο 23,1% από το Σεπτέμβριο του 2016.
γ) Σε δύσκολη θέση βρίσκονται 18.700 επιχειρήσεις, οι οποίες ενδέχεται να αναγκαστούν να βάλουν λουκέτο το πρώτο εξάμηνο του έτους, όπως προκύπτει από την τελευταία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ – Φεβρουάριος 2017. Σύμφωνα, πάντα, με τις εκτιμήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, τα πιθανά λουκέτα επιχειρήσεων, που βρίσκονται στο "κόκκινο", συνεπάγονται υψηλό κίνδυνο απώλειας 33.000 θέσεων συνολικής απασχόλησης (εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι, μισθωτοί). Ήδη, σύμφωνα με στοιχεία του ΓΕΜΗ, που επικαλείται η έρευνα, το χρονικό διάστημα Αύγουστος 2016 – Ιανουάριος 2017 διέκοψαν τη λειτουργία τους 18.410 επιχειρήσεις. (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ).
Αξίζει να σημειωθεί η διαφορετική στάθμιση και χρονική επίπτωση στην ανεργία και στην απασχόληση από το άνοιγμα και το κλείσιμο μιας επιχείρησης. Όταν κλείνει, δημιουργεί άμεση ανεργία, ενώ, όταν ανοίγει, ενδεχομένως θα κάνει στο μέλλον προσλήψεις.
δ) Με ταχύτατους ρυθμούς αυξάνονται τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο τα οποία τον Ιανουάριο 2017 σημείωσαν άλμα 1,630 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό των οφειλετών με «ανοίγματα» σε 4.173.206. Πρακτικά, ένας στους δύο φορολογούμενους χρωστούν στο Δημόσιο, ενώ δύο στους δέκα (στο σύνολο των 8,5 εκατομμυρίων) είναι εκτεθειμένοι σε κατασχέσεις (ΑΑΔΕ).
Στο δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2017, αποπληρώθηκαν μόλις 78 εκατ. ευρώ, ως αποτέλεσμα της μη λήψης της δόσης των 6,1 δισ. ευρώ, που συνοδεύει τη δεύτερη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος. Να σημειωθεί πως από τα 6,1 δισ. ευρώ της εκκρεμούσας δόσης τα 1,7 δισ. ευρώ θα αφορούσαν στην αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου. Όσο η αξιολόγηση παρατείνεται τόσο και τα χρέη του Δημοσίου προς τους ιδιώτες αυξάνονται (ΤτΕ).
ε) Ο ευρύτερος δείκτης οικονομικού κλίματος του ΙΟΒΕ σημείωσε τον Φεβρουάριο την υψηλότερη μηνιαία πτώση, που έχει καταγραφεί τους τελευταίους 12 μήνες. Ο επιμέρους δείκτης εμπιστοσύνης καταναλωτή βρέθηκε το Φεβρουάριο σε χαμηλό 10 μηνών και κατέγραψε μάλιστα τη δεύτερη χαμηλότερη επίδοσή του κατά τα τελευταία 3,5 έτη.
στ) Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) το ταμειακό πρωτογενές πλεόνασμα υποχώρησε το πρώτο δίμηνο του 2017 στα 1,1 δισ. ευρώ από 2 δισ. ευρώ το αντίστοιχο δίμηνο του 2016.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι αυτά τα αρνητικά πρόδρομα δε θα σταθούν ικανά να οδηγήσουν ξανά σε ύφεση την Ελληνική οικονομία το 2017. Στο σημείο, όμως, που βρισκόμαστε, μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι θα πρέπει να αναμένουμε μια υποβάθμιση των δεικτών της οικονομίας για το 2017 τουλάχιστον όσον αφορά στις διακηρυγμένες προβλέψεις του ΔΝΤ, της κυβέρνησης.
Έτσι, ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ εκτιμούμε ότι θα κυμανθεί γύρω από το +0,5% (πρόβλεψη Μαρτίου 2017), αντί για 1,5%, που ήταν η πρόβλεψη μέχρι τώρα, και 2,7%, που ήταν η πρόβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης (Νοέμβριος 2016), της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Φεβρουάριος 2017) και του ΔΝΤ (Οκτώβριος 2016). Η αναθεώρηση αυτή οφείλεται κυρίως στις χαμηλότερες κρατικές δαπάνες, στις χαμηλότερες επενδύσεις, στις χαμηλότερες εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και στις υψηλότερες εισαγωγές σε σχέση με αυτές που αναμένονταν.
Η βασική αιτία διαφοροποίησης των προβλέψεων θα πρέπει να αποδοθεί κατ' αποκλειστικότητα στην παράταση της αβεβαιότητας στην ελληνική οικονομία. Αυτή η αναμενόμενη επιδείνωση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη θετική εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας η οποία σημειώνει πραγματικά σημάδια ανάκαμψης. Το παρατηρούμε στις ΗΠΑ, στην Ευρωζώνη, την Κίνα, την Ιαπωνία κ.α. καθώς βλέπουμε όλους τους πρόσδρομους δείκτες να δείχνουν προς την κατεύθυνση αυτή και για αυτό οι ρυθμοί μεγέθυνσης σε παγκόσμια βάση αναπροσαρμόζονται αυξητικά.
Με βάση όλα τα παραπάνω, καταλήγουμε ότι η αβεβαιότητα, που έχει προκληθεί στη χώρα από την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, έχει υψηλό κοινωνικό και οικονομικό κόστος, το οποίο αποτυπώνεται στην πραγματική οικονομία.
Η οικονομική πολιτική θα πρέπει να επιστρέψει το συντομότερο δυνατόν στους βασικούς στόχους της, έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε και ενισχύσουμε την προσδοκώμενη ανάκαμψη.
Οι στόχοι αυτοί είναι οι εξής:
1)Φυσιολογική κατάληξη του Γ' Μνημονίου και ένταξη στη συνέχεια στις γνωστές διαδικασίες παρακολούθησης των οικονομικών της Ευρωζώνης.
2)Ένταξη στο QE της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και δοκιμαστική έξοδος στις αγορές κεφαλαίων, εντός της μνημονιακής περιόδου (μέχρι το 2018), με στόχο την προετοιμασία της οριστικής επανόδου της ελληνικής οικονομίας σ' αυτές.
3)Διατήρηση των συνθηκών επανισορρόπησης της οικονομίας στο δημοσιονομικό και το εξωτερικό ισοζύγιο και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς το εγχώριο τραπεζικό σύστημα με στόχο την επανισορρόπηση καταθέσεων και επενδύσεων.
4)Αποκατάσταση της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος έτσι ώστε να επιτευχθεί μία χρηματοδοτούμενη ανάκαμψη συμπεριλαμβανομένων των ευχερειών της ΕΚΤ που θα βελτιώσει τη ρευστότητα του συστήματος και να επιταχυνθεί η απομόχλευση της οικονομίας.
5)Διαφύλαξη και ενίσχυση της διαφαινόμενης ανάκαμψης της οικονομίας.