«Κακούργημα, όχι από αμέλεια αλλά με δόλο», σύμφωνα με τον Αλέξη Τσίπρα η ενίσχυση της ΔΕΗ με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιμένει στο ψευδολογικό ιδεολόγημά του. Προφανώς, κατά την γνώμη μου γιατί δεν θέλει να μπει στην ουσία του θέματος. Προτιμά να αγνοεί τα γεγονότα. Ότι, δηλαδή, αυτό που γίνεται τους τελευταίους μήνες είναι ότι η (πάντοτε) Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ενίσχυσε εντυπωσιακά τη συγκριτική της δύναμη, εντός της εξαιρετικά ανταγωνιστικής αγοράς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τους τελευταίους μήνες.
Ενίσχυση που εξελίσσεται, με κύριο, αλλά όχι μοναδικό, όπλο την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με ταυτόχρονη διατήρηση του προνομίου να ορίζει η κυβέρνηση τη διοίκηση της μεγάλης επιχείρησης. Έγινε τώρα, ευτυχώς, αυτό που είχε δρομολογηθεί πριν τέσσερα χρόνια, όπως είχε συμφωνήσει η κυβέρνηση Τσίπρα να πράξει. Το είχε μάλιστα καταγράψει στις μνημονιακές του δεσμεύσεις. Όπως είχε δεσμευτεί ότι η ΔΕΗ θα πρέπει να «παραχωρήσει» σημαντικό μερίδιο της πελατείας της στους ιδιώτες παρόχους ενέργειας. Σημειώστε βεβαίως, όπως παραδέχτηκε, προς τιμήν του, ο διορισμένος από τον ΣΥΡΙΖΑ πρόεδρος της ΔΕΗ Μανώλης Παναγιωτάκης, που συμφώνησε μάλιστα με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, «αν το 2018, προσπαθούσε να πουλήσει ποσοστό μετοχών της επιχείρησης δεν θα έπιανε ούτε ένα ευρώ».
Η αλά Τσίπρα αντιπολίτευση αγνοεί ένα άλλο «όπλο» της ΔΕΗ. Εργαλείο πιο τεχνικό, το οποίο όμως, στην παρούσα συγκυρία των απότομων και χαοτικών αυξήσεων στις αρχικές τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, δηλαδή προτού φτάσουν στον καταναλωτή, επιτρέπει στην επιχείρηση να επιστρέφει στους πάρα πολλούς πελάτες της, σημαντικά ποσά.
Η διοίκηση Στάσση ξεκίνησε πολύ πριν ξεσπάσει η κρίση τροφοδοσίας Ευρώπης και Ελλάδας με το ρωσικό φυσικό αέριο, να κλείνει συμφωνίες για την τιμή στην οποία θα προμηθεύεται μελλοντικές ποσότητες ενέργειας. Με τον τρόπο αυτό, γνωστό ως hedging, η επιχείρηση, προστατεύεται από τις απότομες μεταβολές τιμών της πρώτης ύλης παραγωγής και, τελικά, είναι σε θέση να διατηρεί σχεδόν σταθερές τις τιμές της. Δεν είναι απλή δουλειά, χρειάζεται ικανά στελέχη, αυτοπεποίθηση και, βεβαίως, σημαντική διαθεσιμότητα κεφαλαίων. Φαντάζομαι ότι στην «αριστερά» αδιαφορούν για παρόμοια «καπιταλιστικά» εργαλεία αποτελεσματικής χρηματοοικονομικής διοίκησης, σίγουρα όμως δεν αδιαφορούν οι ανταγωνιστές της.
Προς απογοήτευση της παλαιολιθικής αντιπολίτευσης αλά Τσίπρα, η «εγκληματική» ενίσχυση της ΔΕΗ θα συνεχιστεί χάρις στα πολλαπλασιαστικά οφέλη που προσέφερε το άνοιγμα της μετοχικής της σύνθεσης σε διεθνείς επενδυτές, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη μεγάλη δοκιμασία, για όλους τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, που συνιστά η μετάβαση στην εποχή χωρίς λιγνίτη. Ο κ. Τσίπρας δεν απαντά στο πραγματικό πρόβλημα: η πράσινη μετάβαση, που αποτελεί ευρωπαϊκή (και διεθνή) δέσμευση για την χώρα μας, δημιουργεί μια διπλή καινούργια και πολύ απαιτητική πραγματικότητα.
Από τη μια, το κόστος ηλεκτρισμού από λιγνίτη ήταν και είναι απαγορευτικό για όποιον παραγωγό θέλει να συγκρατεί τις τιμές καταναλωτή. Από την άλλη, για να διατηρήσει την κυρίαρχη θέση της, δηλαδή υψηλό μερίδιο της στην αγορά των καταναλωτών, πρέπει να πραγματοποιήσει τεράστιες επενδύσεις σε φιλικές με το περιβάλλον μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού. Με τι χρήματα θα μπορούσε να επιτύχει κάτι παρόμοιο αν δεν είχε βρει τα νέα κεφάλαια που της προσέφερε η διάθεση μετοχών; Προφανώς δεν ξεχνά ότι η μονάδα στη Μεγαλόπολη δεν προχωρούσε επί της δικής του διακυβέρνησης, επειδή, εν μέρει, δεν υπήρχαν τα απαραίτητα χρήματα, κυρίως όμως επειδή η επενδυτική ανυπαρξία της ΔΕΗ διευκόλυνε τους ιδιώτες παραγωγούς.
Με δύο λόγια, οι κρωγμοί περί «κακουργήματος» δεν είναι τίποτε περισσότερο από την εκ των υστέρων προσπάθεια του κ. Τσίπρα να αποκρύψει τις σοβαρές ευθύνες του επειδή δεν έκανε όσα όφειλε για να εφοδιάσει την χώρα με πλεονεκτήματα στον αγώνα για την πράσινη μετάβαση και, ταυτόχρονα, να κρατήσει τη ΔΕΗ στην πρωτοπορία των παραγωγών οικονομικότερης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος και βουλευτής (ΝΔ)