Διακόσια χρόνια πριν, για την ακρίβεια 199, η Επανάσταση είχε ξεκινήσει και οι Οθωμανοί είχαν κλειστεί στην πολιορκούμενη Ακρόπολη. O Παρθενώνας διατηρούσε κάποια μέρη των πλευρικών τοίχων του, και μάλιστα σε ύψος 11 μέτρων. Μεγάλη καταστροφή επήλθε, όμως, στον ναό (τοίχοι σηκού και κίονες) κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αυτής. Καταστροφή που θα μπορούσε να ήταν απείρως μεγαλύτερη, αν δεν είχε επέμβει ο αγωνιστής του 1821 και αρχαιολάτρης Κυριακός Πιττάκης. Αργότερα, ο Πιττάκης, αν και δεν είχε σπουδάσει αρχαιολογία, επρόκειτο να αναλάβει από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος την ευθύνη για την αρχαιότητες.
Καθώς οι τοίχοι των μνημείων δεν έχουν επιβιώσει ως τις μέρες μας, ο μη υποψιασμένος επισκέπτης μπορεί και να φαντάζεται πως τα αρχαία δημόσια κτίρια είχαν μόνο κολόνες. Δεν είναι καθόλου έτσι. Όλα τα μνημεία είχαν τοίχους και ανάμεσά τους ο Παρθενώνας, στον οποίο οι μαρμάρινοι τοίχοι του σηκού (του εσωτερικού χώρου, δηλαδή, όπου φυλασσόταν το λατρευτικό άγαλμα) ήταν εξίσου εντυπωσιακοί.
Στους αρχαίους ελληνικούς ναούς, σηκός ονομαζόταν ο κύριος εσωτερικός χώρος όπου φυλασσόταν το άγαλμα του θεού (ή της θεάς) στον οποίο ήταν αφιερωμένος. Στην περίπτωση του Παρθενώνα, στο μέρος αυτό φυλασσόταν το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, που φιλοτέχνησε ο Φειδίας και είχε κολοσσιαίες διαστάσεις.
Ο τοίχος του σηκού ανατινάχθηκε εν μέρει από την έκρηξη που υπήρξε συνέπεια του βομβαρδισμού του Μοροζίνι (1687) αλλά μεγαλύτερη ακόμη καταστροφή υπέστη κατά την πολιορκία της Ακρόπολης το 1822, όταν οι Τούρκοι έσπαγαν τις αρχαίες πέτρες για να αφαιρέσουν το μολύβι. «Το τμήμα που διατηρήθηκε ως το 1822 ακέραιο, διαλύθηκε μέσα σε έναν μήνα για να ληφθεί ο μόλυβδος και οι πέτρες έμειναν εκεί. Κανείς δεν ήθελε τις πέτρες, τον μόλυβδο ήθελαν», έχει πει σε συνεδρίαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού συμβουλίου ο ακαδημαϊκός Μανόλης Κορρές, και πρόεδρος της Επιτροπής Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως.
Ο Πιττάκης έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στο να αποφευχθεί περαιτέρω καταστροφή τους, όπως ανέφερε σε πανηγυρική ομιλία του στην Ακαδημία Αθηνών. Σύμφωνα με τον Μανόλη Κορρέ, ο τότε ερασιτέχνης αρχαιολόγος και μετέπειτα έφορος Αρχαιοτήτων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, εξέφρασε στον Οδυσσέα Ανδρούτσο τον ευσεβή πόθο να τους δοθούν βόλια για να σταματήσει η καταστροφή του μνημείου. Κάτι που έγινε. Το περιστατικό, το οποίο γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία, ενισχύεται από τις μελέτες και έρευνες στον Παρθενώνα, όπου ανευρέθηκαν οι διαλυμένοι λίθοι και το συνδετικό υλικό έλειπε.
«Οι Τούρκοι με βαριά κατέστρεψαν 500 λίθους. Πεντακόσιους ''τραυματίες'' άφησαν πίσω τους, επειδή ήταν βιαστικοί. Θα μπορούσαν να είχαν καταστρέψει 50 και οι 450 να ήταν ''υγιείς''» είπε ακόμη ο ακαδημαϊκός. Από τους 500, οι 200 τεμαχίστηκαν για διάφορες χρήσεις και οικοδομικές εργασίες.
Ο αείμνηστος Μανόλης Ανδρόνικος έχει γράψει για το περιστατικό στο «Ιστορία και ποίηση»:
«Στην πολιορκία της Ακρόπολης της Αθήνας από τους Έλληνες, τους πρώτους κιόλας μήνες της Επανάστασης του 1821, ο κίνδυνος για τα μνημεία της Ακρόπολης ήταν μεγάλος. Γι’ αυτό η Προσωρινή Διοίκηση ζήτησε από το συνταγματάρχη Voutier, τον αρχηγό του πυροβολικού των Ελλήνων, να σεβαστεί τα αρχαία μνημεία, κατά την επίθεσή του εναντίον των Τούρκων, που ήταν κλεισμένοι μέσα στην Ακρόπολη. Κι αυτή όμως η ενέργεια, τόσο χαρακτηριστική για το ήθος των επαναστατημένων Ελλήνων, ξεπερνιέται από ένα απίστευτο κι όμως αληθινό περιστατικό που συμπτωματικά μνημονεύεται στον επικήδειο του Κυριάκου Πιττάκη. Κι αυτό σχετίζεται με την πολιορκία της Ακρόπολης. Όταν οι πολιορκητές πληροφορήθηκαν πως οι Τούρκοι πελεκούσαν τα αρχαία κτίρια για να βγάλουν το μολύβι που υπάρχει στους συνδέσμους των λίθων, ύστερα από υπόδειξη του Πιττάκη, τους έστειλαν βόλια για να σταματήσουν την καταστροφή!
Το περιστατικό δε μνημονεύτηκε μόνο από τον Α. Ρ. Ραγκαβή το 1863 στην κηδεία του Πιττάκη, αλλά και από τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, ο οποίος σε μια επιστολή του στα 1859 προς τον Ανδρέα Λασκαράτο γράφει μεταξύ άλλων:
«Εξύπνησαν κάποια παλληκάρια του Οδυσσέως πρωί πρωί και ρίχνοντας κατά τύχη το μάτι επάνω εις την Ακρόπολι, ροδοκόκκινη από το πρώτο γλυκοχάραμα έμειναν εκστατικά, βλέποντας τους Τούρκους επάνω εις τον Παρθενών και εργαζομένους με μεγάλη βία να χαλούν τα ωραία εκείνα μνημεία. Τόσο παράξενη και ακατανόητη τους εφάνη τέτοια ανωφελής βαρβαρότης, όπου έτρεξαν αμέσως να ειδοποιήσουν τον Οδυσσέα. Αφού ο στρατηγός εβεβαιώθηκε με τα μάτια του απόλυσε τρία τέσσαρα από τα παλληκάρια του να πλησιάσουν εις την Ακρόπολι και να ερωτήσουν τους Τούρκους διατί έδειχναν τέτοια αγριότητα με μάρμαρα, τα οποία δεν τους επροξενούσαν καμμιά βλάβη. Επέταξαν με μιας εκείνοι οι γενναίοι και ύστερα από λίγη ώρα έφεραν εις το στρατηγό την απόκρισι ότι οι Τούρκοι μη έχοντας άλλο μολύβι διά να χύσουν βόλια και ξανοίξαντες ότι μέσα εις εκείνα τα μάρμαρα ευρίσκετο τούτο το μέταλλο, χυμένο επίτηδες διά να δίδη δύναμι και σταθερότητα, είχαν αποφασίσει να προστρέξουνε εις εκείνο το χαλασμό διά να δυνηθούνε να εξακολουθήσουνε τον πόλεμο.
Τέτοια απόκρισι επροξένησε μεγάλη απελπισία εις τους Έλληνας και αφού εστοχάστηκαν τι να πράξουν διά να σώσουν από τον όλεθρον τα μνημεία του μεγαλείου των, όλοι με μια φωνή αποφάσισαν να μηνύσουν εις τους αποκλεισμένους να παύσουν την καταστροφή και ήσαν έτοιμοι να τους προμηθεύσουν όσο μολύβι τους εχρειάζετο διά την υπεράσπισί τους. Ούτω και εγένετο. Έστερξαν οι Τούρκοι και οι Έλληνες εξαγόρασαν με το αίμα τους, δίδοντες εις τους εχθρούς βόλια διά να τους σκοτώσουν, τα πολύτιμα εκείνα μάρμαρα, τα οποία ήσαν προωρισμένα να ζήσουν διά να ιδούν και πάλιν αναστημένο ολόγυρά τους εκείνο το έθνος, το οποίο από τόσους αιώνας εφαίνετο βυθισμένο εις λήθαργο.»
Παρόλα ταύτα, το περιστατικό, όπως και άλλα, αμφισβητείται. Αυτό που σίγουρα γνωρίζουμε είναι πως όντως οι πολιορκημένοι Οθωμανοί έσπασαν μαρμάρινους λίθους για να βγάλουν το μολύβι. Γνωρίζοντας κανείς τον βίο και την πολιτεία του Πιττάκη, δεν πρέπει να θεωρείται απίθανη η παρέμβασή του.