Στην εποχή του ανησυχητικού «brain drain» και των αλλεπάλληλων κρίσεων -οικονομική, υγειονομική, τώρα ενεργειακή- η Ελλάδα μπορεί να είναι περήφανη για τη σπουδαία «πρώτη ύλη» του επιστημονικού της δυναμικού. Οι απόφοιτοι των ελληνικών Πανεπιστημίων καταγράφουν υψηλές επιστημονικές επιδόσεις, είτε επιλέγουν να μείνουν στην Ελλάδα είτε να φύγουν στο εξωτερικό. Όταν όμως η κουβέντα πηγαίνει στην επαγγελματική σταδιοδρομία, τα ελληνικά δεδομένα είναι αποκαρδιωτικά: Τι πορεία ακολουθούν οι καταρτισμένοι νέοι επιστήμονες μετά τις σπουδές τους; Με τι οικονομικά δεδομένα εκκινούν;
Σε ό,τι αφορά τον κλάδο μας, με μία πρόχειρη έρευνα μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς ότι οι ασκούμενοι δικηγόροι είναι οι πιο χαμηλά αμειβόμενοι στην αγορά εργασίας. Και άλλοι νέοι επιστήμονες, όπως μηχανικοί, ιατροί, οικονομολόγοι κ.λπ., συναντούν συνθήκες που αδικούν τον κόπο τους, όμως στη δικηγορία η κατάσταση ξεφεύγει κάθε ορίου. Ελλείψει θεσμοθετημένης κατώτατης αμοιβής, το ζήτημα των απολαβών τους έγκειται αποκλειστικά στην απόλυτη ευχέρεια του εργοδότη. Ο ασκούμενος δικηγόρος δεν έχει τρόπο να πιέσει για κάτι αξιοπρεπές. Η επιλογή είναι ένα ασφυκτικό δίλημμα: πενιχρός μισθός ή ανεργία.
Δεν είναι λίγες οι φορές που μεγάλα δικηγορικά γραφεία και εταιρίες προσφέρουν μισθούς χαμηλότερους από τον κατώτατο ενός ανειδίκευτου εργαζόμενου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αγγελιών εργασίας δεν αναφέρεται στον μισθό, θαρρείς και είναι κάποιο δευτερεύον ζήτημα. Δεν λείπουν μάλιστα περιπτώσεις ακραίας εκμετάλλευσης, με αμοιβές που δεν ξεπερνούν τα 400 ευρώ για πλήρες οκτάωρο, ή ακόμη και παροχή ευέλικτης «εργασίας» χωρίς μισθό.
Όταν δε, σε κάποιες λίγες περιπτώσεις δίδεται ως μισθός περί τα 600 ευρώ, τότε ο ασκούμενος θεωρείται εξαιρετικά «καλοπληρωμένος», αναγκαζόμενος πολλές φορές να «ξεπληρώνει» τον μισθό του με ακραία εργασιακά ωράρια. Μία εργασιακή κατάσταση, που παρά τη μικρή της βελτίωση τα τελευταία έτη, παραμένει ζοφερή.
Η απλή περιγραφή, όμως, των γεγονότων δεν προσφέρει λύσεις. Είναι ζήτημα ευθύνης να πάρουμε θέση δημοσίως, ειδικά όσοι εκπροσωπούμε τους νέους συναδέλφους μας στα αρμόδια συλλογικά όργανα. Ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που το εν λόγω ζήτημα τίθεται στο δημόσιο διάλογο. Είναι όμως η στιγμή που πρέπει να κλείσει η μαύρη τρύπα στον επαγγελματικό πλούτο της χώρας. Η στιγμή που οι εμπλεκόμενοι οφείλουν να αναλάβουν δράση. Τα συλλογικά όργανα εκπροσώπησης οφείλουν άμεσα, χωρίς καμία περαιτέρω καθυστέρηση, να αιτηθούν επίσημα τη θεσμοθέτηση της κατώτατης αμοιβής των ασκουμένων δικηγόρων, ακριβώς όπως προβλέπει ο Κώδικας περί Δικηγόρων.
Σύσσωμος ο δικηγορικός κλάδος οφείλει να παλέψει για την ανατροπή του αδιεξόδου που καταδυναστεύει τη γενιά μας, και την οδηγεί στη φυγή στο εξωτερικό ή σε μία γενικευμένη απελπισία. Έτσι, θα διαψευστεί και η αντίληψη που επικρατεί, ότι εκείνοι που «σαμποτάρουν» τη θεσμοθέτηση κατώτατης αμοιβής των ασκουμένων, είναι πρωτίστως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δικηγόροι - εργοδότες.
Έχοντας λάβει την εντολή από τους νεότερους συναδέλφους μας να αναδεικνύουμε και να λύνουμε τα προβλήματα της καθημερινότητάς τους, οφείλουμε να συγκρουστούμε χωρίς δεύτερη σκέψη με εκείνη τη μερίδα του κλάδου μας που εκπροσωπεί μία ξεπερασμένη αντίληψη. Με όσους αδιαφορούν για τη σταδιοδρομία των νέων επιστημόνων. Με όσους προωθούν ή ωφελούνται από την εκμετάλλευση.
Πρέπει εμείς οι νεότεροι για λογαριασμό άλλων, να παραδεχθούμε λάθη του παρελθόντος, και να τα διορθώσουμε, αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε το κύρος μας και την εικόνα που υπάρχει για τους δικηγόρους στην κοινωνία. Μόνο τότε θα μας αντιμετωπίσει ως ισότιμο συνομιλητή η εκάστοτε πολιτική ηγεσία.
Οι νέοι επιστήμονες δεν πρέπει να γίνουν μία γενιά χαμηλών προσδοκιών, που θα ζει με τη στήριξη των γονέων της. Η εξασφάλιση της ελάχιστης εργασιακής αξιοπρέπειας δεν αποτελεί απλώς όρο επιβίωσης· αποτελεί δικαίωση όσων επιλέγουν να (επι)μένουν στην Ελλάδα. Στη μάχη για το αυτονόητο, θα είμαστε πρωτοστάτες.
* Ο Στέλιος Λεριός είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών