Ενώ η συνοχή και η συλλογική βούληση δοκιμάζονται στο ΝΑΤΟ, ενόψει της επιμονής του Κρεμλίνου να διατηρήσει την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης αποφεύγοντας παράλληλα την περαιτέρω διεύρυνση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, η Τουρκία επιλέγει να εστιαστεί σε έναν δυνάμει αντίπαλο, που όμως είναι μέλος του ΝΑΤΟ από την μακρινή δεκαετία του 1950 όπως και η ίδια.
Οι νέες «διερευνητικές επαφές» (διερευνητικές συνομιλίες -exploratory talks- είναι ο διεθνής όρος) θα πρέπει οπωσδήποτε να αναβληθούν τη στιγμή που η Τουρκία ουσιαστικά επιχειρεί να "γκριζάρει" και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Στην Άγκυρα, η επίκληση της «γαλάζιας πατρίδας» σημαίνει την προσπάθεια της Τουρκίας να γίνει θαλάσσια δύναμη αλλά με όρους και προθέσεις κατάκτησης ζωτικού χώρου. Σε αυτή τη βάση, την οποία έχουμε αναλύσει στο παρελθόν, η κυβέρνηση Ερντογάν αλλά και η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση, δηλώνουν τώρα ότι «αν η Ελλάδα δεν αλλάξει στάση» ως προς την «στρατικοποίηση», θα τεθεί υπό αμφισβήτηση η ελληνική κυριαρχία των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
Με άλλα λόγια, η Τουρκία επιχειρεί τώρα να «γκριζάρει» όχι πια περιοχές και βραχονησίδες αλλά μεγάλα ελληνικά νησιά. Με στόχο να αφεθούν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου χωρίς άμυνα ώστε στην κατάλληλη συγκυρία, μετά από κάποια επεισόδια που θα προκληθούν με την κατάλληλη προβοκάτσια η τουρκική αποβατική δύναμη απέναντι να επιχειρήσει την κατάληψη ενός νησιού. Και να ακολουθήσει μια διαπραγμάτευση με την Ελλάδα σε μειονεκτική θέση.
Ως προς την Ελλάδα, η Τουρκία χτίζει συστηματικά και μετά -σε περιόδους μεγάλης κρίσης όπως η σημερινή με το Ουκρανικό- επιχειρεί να πραγματοποιήσει κέρδη. Ούτε μένει στα λόγια: το τουρκολιβυκό μνημόνιο υφίσταται, η κατοχή την Κύπρο υφίσταται, το γκριζάρισμα με τα Ίμια υφίσταται.
Γι' αυτό και η γενικότερη ενίσχυση της πολυεπίπεδης αποτροπής αλλά και η συμφωνία με τη Γαλλία, την οποία κάποιοι (λίγοι) εισηγούμαστε επί χρόνια, είναι κρίσιμοι παράγοντες, ανεξαρτήτως του περισσότερο «πολυτελούς» ερωτήματος για την κάλυψη της ΑΟΖ. Έχουμε εισέλθει σε μια κρίσιμη περίοδο, ίσως την δυσκολότερη μετά τα Ίμια. Αν δεν προσέξουμε ιδιαίτερα, κινητοποιώντας κάθε δυνατότητα παγκοσμίως, το 2020 θα φαίνεται σχεδόν άσκηση επί χάρτου.
Για τις ΗΠΑ, το θεμελιώδες πρόβλημα των ΗΠΑ με την Τουρκία αναφέρεται στην παράμετρο των σχέσεών της με την Ρωσία (S-400 κλπ). Στο πλαίσιο της ουκρανικής κρίσης είναι προφανές ότι η Τουρκία θα επιχειρήσει να διαδραματίσει πάλι τον επιτήδειο ουδέτερο, ακόμη και τον πρόθυμο διαμεσολαβητή. Όσο η κρίση δεν οδηγείται σε πλήρη ρήξη και πόλεμο, η Άγκυρα θα εμφανίζεται ενισχυμένη.
Μια πλήρης ρήξη ΗΠΑ – Ρωσίας θα αποτελέσει κρίσιμο, ακόμη και υπαρξιακό τεστ για την Άγκυρα. Αλλά όπως είχα εξηγήσει αναλυτικά από το τέλος Ιανουαρίου εδώ στο Liberal, δεν επίκειται πόλεμος αλλά μια δυστυχώς δύσκολη, μακρότατη και εξαιρετικά επώδυνη διαπραγμάτευση σε πολλά επίπεδα, διανθισμένη με ελεγχόμενες τοπικές συγκρούσεις και με κεντρικά διακυβεύματα την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης και τα όρια της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ. Η Τουρκία θα το εκμεταλλευτεί επενδύοντας στην ανάγκη του ΝΑΤΟ για κοινό μέτωπο. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, δεν μπορεί παρά να στηρίζει πάντοτε την εδαφική και κυριαρχική ακεραιότητα των υπαρχόντων κρατών βάσει των συνθηκών.
Παράλληλα, εάν οι ΗΠΑ προχωρήσουν σε συμφωνία με την Τουρκία για την προμήθεια 40 νέας τεχνολογίας F-16 (Viper) και τον εκσυγχρονισμό 80 παλαιάς από αυτά που έχει ήδη η Τουρκία, η τουρκική πολεμική αεροπορία θα παραμείνει επικίνδυνη αλλά η Άγκυρα δεν θα έχει άμεσα λόγο να προκαλέσει κρίση με την Ελλάδα. Εάν το Κογκρέσο μπλοκάρει τη συμφωνία, η Τουρκία θα βοηθήσει ακόμη περισσότερο την Ρωσία, την οποία θα ενδιέφερε κυρίως μια εσωτερική σύγκρουση στο ΝΑΤΟ, π.χ. με ένα «θερμό επεισόδιο» μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας.
Με δυο λόγια, όπως εξηγώ επί χρόνια, ενώ ο Ερντογάν αποτελεί ειδικότερα πονοκέφαλο για τη Δύση, η αναθεωρητική Τουρκία γενικώς αποτελεί πονοκέφαλο για την περιοχή μας.
Για την Ελλάδα, οι εξελίξεις σημαίνουν πρωτίστως ότι η εύθραυστη ισορροπία μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας θα διαμορφώνεται στο εξής σε ένα επίσης εύθραυστο και απρόβλεπτο περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον. Στο οποίο ένας μεγάλος πόλεμος δεν είναι ιδιαίτερα πιθανός, αλλά πολλοί μικροί πόλεμοι είναι.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.