του Γιώργου Παυλόπουλου
Τα γραφεία στοιχημάτων δεν μοιάζουν να ασχολούνται καν με το ποιος θα κερδίσει τις ρωσικές προεδρικές εκλογές. Ούτε τα επιτελεία και οι υπηρεσίες των άλλων χωρών ή των επιχειρήσεων που κάνουν μπίζνες στη Ρωσία έχουν κάποια αμφιβολία για την έκβασή τους. Το μοναδικό διακύβευμα, πρακτικά, είναι κατά πόσο ο Vladimir Putin θα πετύχει να πιάσει τον στόχο του «70-70»: Να προσέλθουν στις κάλπες όχι λιγότεροι από το 70% των εγγεγραμμένων στους καταλόγους και ο ίδιος να λάβει τουλάχιστον 70% των ψήφων τους – έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να ισχυριστεί ότι οι Ρώσοι επέλεξαν να τον αποδκιμάσουν με την αποχή τους, επειδή δεν είχαν άλλο τρόπο.
Ακόμη κι αυτό να μην συμβεί, βεβαίως, το σκηνικό δεν πρόκειται να αλλάξει, αν μη τι άλλο στο ορατό μέλλον. Ο Putin, ο άνθρωπος που ξεκίνησε ως πράκτορας ειδικών αποστολών της KGB και κατέληξε να γίνει όχι απλώς πρόεδρος αλλά σύγχρονος τσάρος, θα παραμείνει απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού στη Ρωσία μέχρι το 2024 (και βλέπουμε...). Η αντιπολίτευση θα συνεχίζει να τρέμει να βγει από το καβούκι της, γνωρίζοντας ότι θα διωχθεί αμείλικτα. Όσο για τους εταίρους και αντιπάλους του εκτός συνόρων, θα ξέρουν ότι έχουν απέναντί τους ένα γνώριμο πρόσωπο – το οποίο, όμως, μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποδειχθεί απρόβλεπτο στις αποφάσεις και τις ενέργειές του.
Γι'' αυτό, η Δύση φρόντισε αυτή την εβδομάδα να στείλει ένα σαφές μήνυμα τόσο προς το Κρεμλίνο όσο και προς τον ρωσικό λαό. Οι απελάσεις Ρώσων διπλωματών από το Λονδίνο, η κοινή δήλωση ΗΠΑ-Βρετανίας-Γερμανίας-Γαλλίας με την οποία ζητούνται εξηγήσεις από τη Μόσχα για την επίθεση κατά του πρώην πράκτορα Sergei Skripal, οι νέες κυρώσεις από την Ουάσινγκτον με την κατηγορία των κυβερνοεπιθέσεων, καθώς και οι σκληρές δηλώσεις από τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, προμηνύουν μια... θυελλώδη περίοδο που θα διαρκέσει για τους πολλούς επόμενους μήνες ή ακόμη και χρόνια.
Πρακτικά, Ρωσία και Δύση ετοιμάζονται για ένα «σκληρό ροκ» αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων, με άδηλη κατάληξη. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσεται, άλλωστε, και η αλλαγή φρουράς στο State Department, το οποίο ανέλαβε ο μέχρι σήμερα επικεφαλής της CIA και γνωστό «γεράκι» Mike Pompeo, ενώ τη θέση του πήρε η μέχρι σήμερα υποδιευθύντρια της υπηρεσίας και πρωτεργάτης των πάσης φύσης απαγωγών και βασανιστηρίων υπόπτων, Gina Haspel.
Την ίδια στιγμή, στη Συρία, όπου ο πόλεμος συνεχίζει να μαίνεται σε διάφορα μέτωπα, υπάρχουν εξελίξεις που δείχνουν ότι η περίοδος της «συνεννόησης» ανάμεσα σε Αμερικανούς και Ρώσους ενδέχεται να φτάνει στο τέλος της, καθώς οι μεν απειλούν να χτυπήσουν τον στρατό του Assad και οι δε ξεκαθαρίζουν ότι θα απαντήσουν δεόντως. Παράλληλα δε, ένα έντονο παζάρι διεξάγεται στο «τρίγωνο» Ουάσινγκτον-Άγκυρας-Μόσχας, καθώς ο Erdogan μπορεί σήμερα να τα έχει καλά με τον Putin και να τα έχει σπάσει με τον Trump, όμως δεν θα διστάσει να αλλάξει στρατόπεδο εάν πάρει τα κατάλληλα ανταλλάγματα. Όπως εύκολα καταλαβαίνει οποιοσδήποτε, λοιπόν, οι παραπάνω εξελίξεις και διεργασίες είναι πολύ πιθανό να σημάνουν μια γενική ανάφλεξη στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, όπου έχουν μαζευτεί και επιχειρούν οι πιο ισχυροί και τρομακτικοί στρατοί ολόκληρου του πλανήτη.
Εάν, μάλιστα, στην εξίσωση προσθέσουμε και την παράμετρο του εμπορικού-οικονομικού πολέμου που προμηνύεται με τους δασμούς του Trump και την αναμενόμενη απάντηση των πληττόμενων, η μέθοδος επίλυσής της και το αποτέλεσμα προκαλούν τρόμο.
AP Photo/Pavel Golovkin
Ο κατάσκοπος που έγινε πρόεδρος
Γεννημένος το 1952, έχοντας μεγαλώσει σε ένα κοινόβιο διαμέρισμα στο οποίο συμβιούσαν τρεις οικογένειες και με αγαπημένα του χόμπι το τζούντο, το ψάρεμα και το κυνήγι, ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει δύο στοιχεία τα οποία σφραγίζουν ανεξίτηλα τη μέχρι σήμερα σταδιοδρομία του: του έμπιστου πράκτορα για τις ειδικές αποστολές και του ηγέτη ο οποίος είναι αμείλικτος με τους αντιπάλους του και γαλαντόμος με τους φίλους του. Μαζί με τη μεθοδικότητα και την αποφασιστικότητά του, καθώς και την ικανότητά του να «διαβάζει» τόσο τις διαθέσεις των Ρώσων όσο και τις κινήσεις στη γεωπολιτική σκακιέρα, του έχουν επιτρέψει να επιβληθεί απολύτως στη Ρωσία, αλλά και να προωθήσει με επιτυχία τα συμφέροντά της εκτός συνόρων, συχνά ξαφνιάζοντας και πιάνοντας απροετοίμαστους τους αντιπάλους της.
1975: Ο νεαρός Πούτιν εντάσσεται στις τάξεις της KGB (Επιτροπή Κρατικής Ασφάλειας), στη διεύθυνση Εξωτερικών Πληροφοριών. Σύντομα αναλαμβάνει την παρακολούθηση ξένων που επισκέπτονται το Λένινγκραντ (σήμερα Αγία Πετρούπολη). Μαθαίνει να μιλά αγγλικά και γερμανικά.
1985: Μεταφέρεται στη Δρέσδη, της τότε Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, όπου αναλαμβάνει καθήκοντα αντικατασκοπίας, ενώ στέλνει αναφορές στη Μόσχα για τη στάση και τη συμπεριφορά των Σοβιετικών διπλωματών.
1991: Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και τη διάλυση της ΕΣΣΔ, στρέφεται στην πολιτική. Παραιτείται από την KGB και προσκολλάται αρχικά στον Ανατόλι Σόμπτσακ, που εκλέγεται δήμαρχος της Αγίας Πετρούπολης - ο Σόμπτσακ θεωρείται πολιτικός μέντορας του Πούτιν και η κόρη του είναι αντίπαλός του στις εκλογές της Κυριακής.
1997: Διορίζεται αναπληρωτής προσωπάρχης του Κρεμλίνου, επί προεδρίας του Μπόρις Γιέλτσιν. Λίγο αργότερα, γίνεται επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (FSB), που έχει διαδεχθεί την KGB, ενώ στη συνέχεια αναλαμβάνει σύμβουλος εθνικής ασφαλείας.
1999: Στις 9 Αυγούστου ορίζεται πρωθυπουργός και στις 31 Δεκεμβρίου αναλαμβάνει τη θέση του υπηρεσιακού προέδρου, μετά την παραίτηση του Γιέλτσιν. Το 2000 εκλέγεται πρόεδρος με 52% και το 2004 επανεκλέγεται συγκεντρώνοντας το 71%.
2008: Καθώς το σύνταγμα απαγορεύει τρίτη συνεχόμενη προεδρική θητεία, ο Πούτιν παραδίδει για μια τετραετία τη σκυτάλη στον έμπιστό του Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ενώ ο ίδιος συνεχίζει να κάνει κουμάντο από τη θέση του πρωθυπουργού. Το 2012 μεταπηδά εκ νέου στην προεδρία (με τη θητεία να έχει γίνει στο μεταξύ 6ετής), μετά το 63,6% που συγκεντρώνει στις εκλογές, ενώ αλλάζει πόστο με τον Μεντβέντεφ, που είναι πλέον πρωθυπουργός.
2014: Εισβάλλει στην Κριμαία, την οποία στη συνέχεια προσαρτά στη Ρωσική Ομοσπονδία, κάνοντας λόγο για αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Εναν χρόνο αργότερα στέλνει στρατεύματα στη Συρία, ενώ το 2016 κατηγορείται ότι επιχείρησε να επηρεάσει τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, υπέρ του Τραμπ.
Grigory Dukor/Pool Photo via AP, File