Το νομοσχέδιο Χατζηδάκη δεν θα το χαρακτήριζα ιδιαίτερα τολμηρό και θεωρώ ότι διατηρεί αρκετούς αναχρονισμούς, πολλοί από τους οποίους θα μπορούσαν να διορθωθούν με την ευκαιρία της κατάθεσής του στην Βουλή.
Έχει, επίσης, κατά τη γνώμη μου πολλές νομοτεχνικές ατέλειες, που δεν θα βοηθήσουν στην εφαρμογή του.
Ωστόσο, το μόνο για το οποίο δεν θα μπορούσε να κατηγορηθεί το κυβερνητικό αυτό εγχείρημα είναι ότι έχει αντεργατικά χαρακτηριστικά.
Αντίθετα, μάλιστα, όχι μόνο δεν αφαιρεί εργασιακά δικαιώματα, αλλά προσθέτει αρκετά νέα, έτσι ώστε να μην βρίσκουν την παραμικρή ουσιαστική βάση οι αντιπολιτευτικές και συνδικαλιστικές κορώνες κατά της κυβέρνησης.
Θα πείτε βέβαια ότι εάν δεν έκαναν τα συνδικάτα απεργία την Πέμπτη, τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους;
Δεν ξέρω, λοιπόν, εάν την Πέμπτη θα βρεθούμε πράγματι μέσα σε έναν «απεργιακό κλοιό», μολονότι κάπως έτσι συνοψίζουν μονότονα κάθε φορά τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων το απεργιακό γεγονός, αδυνατώντας να βρουν κάποιον πιο ευφάνταστο τίτλο.
Όμως, το σίγουρο είναι ότι τα κεντρικά συνδικάτα και η παρα-συνδικαλιστική οργάνωση ΠΑΜΕ, θα αναστατώσουν και πάλι τη ζωή του κέντρου της Αθήνας, ενώ τα κακομαθημένα συνδικάτα των επιχειρήσεων και οργανισμών κοινής ωφέλειας θα κάνουν αυτό για το οποίο θα πρέπει κάποια στιγμή να προταθούν για βραβείο Νόμπελ: Να βασανίζουν όσο περισσότερο μπορούν τους εργαζόμενους των άλλων κλάδων που προσπαθούν να πάνε κανονικά στη δουλειά τους.
Η αντίδραση των συνδικάτων στο κυβερνητικό νομοσχέδιο ήταν η συνήθης· απόλυτος αρνητισμός απέναντι σε οποιαδήποτε αλλαγή, χαρακτηριστικό του ελληνικού συνδικαλισμού, που δεν απέχει και πολύ από τη γενική πολιτική κουλτούρα του τόπου.
Ο συνδικαλιστικός αρνητισμός αποστρέφεται την πραγματικότητα, αρνείται να λάβει υπόψη τα νέα δεδομένα και, προφανώς, λειτουργεί αντίθετα στην πρόοδο και στην εξέλιξη της κοινωνίας.
Έτσι, κωφεύει απέναντι σε κάθε νέα πρόταση, σε κάθε επιχείρημα, αδυνατώντας να προβάλλει ουσιαστικές και δημιουργικές προτάσεις και περιοριζόμενος σε έναν καταγγελτικό μονόλογο που χρησιμοποιεί πάγια το πολύ 50 λέξεις, οι οποίες διαμορφώνονται μονότονα σε διάφορους φραστικούς συνθηματικούς σχηματισμούς: αντεργατική «επίθεση», που μπορεί να φθάνει σε βαθμό «λαίλαπα», επιθέσεις της αντίδρασης και της εργοδοσίας που συνήθως γίνονται «ολομέτωπα» ή «κλιμακούμενα» και συνήθως «κορυφώνονται» με «ξήλωμα», «διάλυση», «χτυπήματα», «ψαλιδίσματα», «ανατροπές», «πλήγματα» κατά κεκτημένων δικαιωμάτων· μετά πάμε στη «σκλαβιά», στην «εργασιακή ζούγκλα» και πάντα επιστρέφει για πολλοστή φορά ο «μεσαίωνας» και ξαναστήνονται «λαιμητόμοι»• τέλος, ακόμα μια φορά, εξαγγέλλεται η ώρα της «μάχης», της «πάλης», του «αγώνα» και στήνονται εκ νέου «μετερίζια» και «οχυρά».
Όλα τα παλιά ηρωικά σλόγκαν του συνδικαλισμού του προηγούμενου αιώνα παραμένουν σε σταθερή χρήση, μολονότι ο αιώνας που διανύουμε κινείται σε όλα τα επίπεδα με πρωτόγνωρες ταχύτητες.
Το ζήτημα είναι ότι οι συνδικαλιστές μας δεν ενδιαφέρονται για την ουσία των πραγμάτων, αδιαφορούν για τα πραγματικά προβλήματα των εργαζομένων και στέκονται φοβικά απέναντι σε οτιδήποτε είναι πιθανό να διαταράξει τη ρουτίνα τους.
Προφανές παράδειγμα το τρέχον νομοσχέδιο, το οποίο τους φοβίζει απλώς και μόνο γιατί διαβάζουν γνωστές τους λέξεις, όπως π.χ. «ωράριο», «μερική απασχόληση», «διευθέτηση χρόνου εργασίας», «κυριακάτικη εργασία» κ.ο.κ., και, από εκεί και πέρα, με την παθολογική εμμονή ότι πρόκειται για δικά τους χωράφια στα οποία δεν επιτρέπεται να μπαίνει οποιοσδήποτε τρίτος, πολύ περισσότερο εάν αυτός είναι μια μη αριστερή κυβέρνηση, διαμορφώνουν τη διαστρεβλωτική των πραγμάτων στάση τους.
Έτσι, στο συζητούμενο εργασιακό νομοσχέδιο είναι για τους συνδικαλιστές παντελώς αόρατες οι προβλέψεις για την προστασία των εργαζομένων από την παρενόχληση και τη βία στην εργασία, δεν αρνούνται να δουν ολόκληρο κεφάλαιο που αναφέρεται στην ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής των εργαζομένων.
Εθελοτυφλούν στην εισαγωγή νέων αδειών και στην ενίσχυση κάποιων άλλων (π.χ. άδεια πατρότητας, γονική άδεια, άδεια φροντιστή τέκνων).
Δεν θέλουν να ξέρουν για την προσθήκη δύο νέων υποχρεωτικών ημερών αργίας, στρουθοκαμηλίζουν για την πρόβλεψη που εξισώνει την αποζημίωση απόλυσης των εργατών με τους υπάλληλους, τους περνούν απαρατήρητες οι υπέρ των τηλεργαζομένων ρυθμίσεις και των εργαζομένων σε ψηφιακές πλατφόρμες.
Βγάζουν μέσα από το μαγικό τους καπέλο την υποτιθέμενη κατάργηση του οκταώρου, την φαντασίωση περί δήθεν θέσπισης απλήρωτων υπερωριών, την κατάλυση της κυριακάτικης αργίας, την ποινικοποίηση τάχα της συνδικαλιστικής δράσης και της απεργίας, τη διάλυση του ΣΕΠΕ και άλλες τέτοιες αναλήθειες και προφανώς στρεβλές αναγνώσεις του νομοσχεδίου.
Αλλά, όπως το έγραψε και ο νομπελίστας συγγραφέας Luigi Pirandello, «έτσι είναι εάν έτσι νομίζετε» κύριοι συνδικαλιστές.
* Ο Ιωάννης Ληξουριώτης είναι Ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου.