Γερμανικός εκδοτικός οίκος, βιβλίων Δεξιάς πολιτικής κατεύθυνσης, ξεκίνησε την πώληση νέου αντίτυπου του βιβλίου «Ο αγών μου», του Αδόλφου Χίτλερ, σε μια κίνηση που εξετάζεται νομικά κατά πόσο συνιστά παραβίαση της νομοθεσίας για διανομή ναζιστικής προπαγάνδας, σύμφωνα με τους New York Times.
Τα πνευματικά δικαιώματα του βιβλίου, που εκδόθηκε αρχικά το 1943 από τον εκδοτικό οίκο του ναζιστικού κόμματος, ανήκαν στην κυβέρνηση της Βαυαρίας, ωστόσο η πάροδος του χρονικού διαστήματος που ορίζει η νομοθεσία κατέστησε ελεύθερη την πρόσβαση στους εκδοτικούς οίκους για ανατύπωση. Για το λόγο αυτό, στις αρχές του έτους η κυβέρνηση ενέκρινε την επανέκδοση μιας επιστημονικά σχολιασμένης έκδοσης.
Εισαγγελείς στην Λειψία, όπου εδρεύει ο οίκος Der Schelm ο οποίος κυκλοφόρησε τη δική του έκδοση, εξετάζουν κατά πόσο είναι εφικτό να προχωρήσουν σε μήνυση. Παράλληλα, την προηγούμενη εβδομάδα, εισαγγελείς στο Μπάμπεργκ άνοιξαν μια ξεχωριστή έρευνα για έναν βιβλιοπώλη ο οποίος διαφήμιζε την έκδοση του Der Schelm.
Παρόλο που η διαβοήτη, ρατσιστικού και βίαιου περιεχομένου, δίτομη πραγματεία του Αδόλφου Χίτλερ είναι ευρέως διαθέσιμη στο διαδίκτυο, η σχολιασμένη έκδοση είναι η μοναδική νόμιμη έκδοση του βιβλίου στη χώρα. Τα 3.500 επιστημονικά σχόλια που συνοδεύουν το κείμενο αναδεικνύουν το πλαίσιο του έργου και στοχεύουν στο να αποτραπεί η διάδοση των ναζιστικών ιδεών.
Στη βάση αυτή, ο Christopher Rosenbusch, εκπρόσωπος των εισαγγελικών αρχών του Μπάμπεργκ, δήλωσε την Τετάρτη ότι «η προώθηση μιας έκδοσης χωρίς σχολιασμό θεωρείται ποινικό αδίκημα».
Η έκδοση του οίκου Den Schelm διαφημίζεται ως «χωρίς αλλαγές και χωρίς σχολιασμό, (κατάλληλη) για κριτική αξιολόγηση». Ο οίκος, που διαθέτει επίσης την επανέκδοση στα γερμανικά του «Διεθνή Εβραίο» του Henry Ford, προτρέπει τους αναγνώστες του να «έχουν το θάρρος της δικής τους κρίσης».
Η κίνηση έρχεται τη στιγμή που το ακροδεξιό κόμμα AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία), αυξάνει τη δημοτικότητά του, εν μέρει εκμεταλλευόμενο τους φόβους από την περυσινή άφιξη περίπου ενός εκατομμυρίου προσφύγων και μεταναστών στη χώρα, καθώς και αμφισβητώντας διάφορες φιλελεύθερες πολιτικές και κεκτημένα που κυριάρχησαν στο δημόσιο λόγο της μεταπολεμικής Γερμανίας.