Ο πρωθυπουργός μιλώντας προχθές στην Ολομέλεια της Βουλής ανέφερε πως τα προβλήματα με τις ΜΕΘ, δεν αφορούν τον τεχνικό εξοπλισμό αλλά την έλλειψη στελέχωσης από προσωπικό.
Το ερώτημα, λοιπόν, που πρέπει να απαντηθεί άμεσα είναι γιατί υπάρχει αυτή η έλλειψη υγειονομικού προσωπικού στο δημόσιο σύστημα υγείας.
Ο χαμηλός μισθός, ειδικά σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης και τις ΗΠΑ, δεν ανταποκρίνεται σε καμία περίπτωση ούτε στον κόπο, ούτε στην ευθύνη αυτών των ανθρώπων. Ως παράδειγμα, λοιπόν, μπορούμε να πούμε πως ένας ειδικευόμενος στη Γερμανία παίρνει 5 φορές τον αντίστοιχο μισθό της Ελλάδας. Άρα, λοιπόν, δεν είναι να απορούμε που πολλοί νέοι γιατροί επιλέγουν τελικά να φύγουν στο εξωτερικό με το που θα πάρουν το πτυχίο τους και να ενταχθούν σε κάποιο άλλο σύστημα υγείας που θα τους προσφέρει οικονομική επάρκεια αλλά και επαγγελματική αποκατάσταση.
Ένας άλλος σημαντικός λόγος είναι η έλλειψη εργασιακής ασφάλειας για το μέλλον. Το καθεστώς του επικουρικού γιατρού με τις ετήσιες συμβάσεις που ανανεώνονται, μπορεί να καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες του ΕΣΥ αλλά, φυσικά, δεν καλύπτει καθόλου τους ίδιους τους επικουρικούς, οι οποίοι είναι μονίμως υπό παράταση, δεν εξελίσσονται και είναι μόνιμα δέσμιοι, ενώ οι θέσεις προκηρύσσονται σπάνια, με διαδικασίες που κρατούν μήνες.
Το ίδιο συμβαίνει και στις πανεπιστημιακές κλινικές, όπου δεν υπάρχει προκήρυξη νέων θέσεων μελών ΔΕΠ με αποτέλεσμα και αυτές οι κλινικές, οι οποίες συμβάλλουν σημαντικά και ποιοτικά στη λειτουργία του δημόσιου συστήματος υγείας, σιγά - σιγά να αποδυναμώνονται.
Αυτά έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Τι μπορούμε να κάνουμε:
Πρέπει να δοθούν μισθολογικά κίνητρα σε 2 φάσεις: το ένα μέρος θα αφορά όλους, για να προσεγγίσει ο μισθός τα επίπεδα άλλων χωρών, και το άλλο μέρος θα δίνεται στη βάση της παραγωγικότητας και της αξιολόγησης ως επιπρόσθετο κίνητρο. Δεν κάνουν όλοι το ίδιο έργο και, επομένως, δεν μπορεί να πληρώνονται το ίδιο. Η ισοπέδωση προς τα κάτω τελικά δεν ωφελεί κανέναν.
Επιπλέον, αντί να καλύπτουμε απλά «τρύπες» με μεσοβέζικες λύσεις, όπως οι παρατάσεις, χρειαζόμαστε να προσληφθεί άμεσα νέο, μόνιμο προσωπικό, καθ’ ο χρόνο υπάρχουν ακόμα και παλαιότεροι γιατροί στο σύστημα ώστε να υπάρχει η απαραίτητη εκπαίδευση και μετάδοση εμπειρίας. Το μέτρο των απανωτών εξάμηνων παρατάσεων για τους γιατρούς που είναι σε ηλικία συνταξιοδότησης, για να καλύπτουν τα κενά του ΕΣΥ, στην πραγματικότητα τους απαξιώνει στο τέλος της καριέρας τους, κρατώντας τους δέσμιους.
Είναι καλύτερο να υπάρχει μία θεσμική παράταση συγκεκριμένου χρόνου που θα ισχύει για όλους. Το ίδιο απαξιώνονται και οι επικουρικοί που εργάζονται συνεχώς με παρατάσεις και στο τέλος μένουν «στον αέρα» χωρίς καμία εξασφάλιση.
Αντίστοιχα ισχύουν και για το νοσηλευτικό προσωπικό, το οποίο με πολύ χαμηλούς μισθούς, ζητείται να ξεπερνά τον εαυτό του και να προσφέρει υπηρεσίες με κίνδυνο ακόμα και της ζωής του. Ας μιλήσουμε ρεαλιστικά. Κάποιος που πληρώνεται από το ταμείο ανεργίας και παράλληλα απασχολείται και 3-4 βράδια την εβδομάδα «μαύρα» βγάζει περισσότερα από όσα πληρώνει το κράτος έναν νοσηλευτή, αυτή είναι η σκληρή αλήθεια.
Είναι λογικό να εκπαιδεύουμε και να προετοιμάζουμε τους γιατρούς του μέλλοντος για να τους καρπώνεται ένα άλλο σύστημα υγείας; Προφανώς όχι. Αυτά, λοιπόν, είναι τα θέματα που πρέπει να δούμε και να διορθώσουμε άμεσα.
* Ο Σπύρος Πνευματικός είναι Βουλευτής Ευβοίας ΝΔ και Καθηγητής Ορθοπεδικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.