Μπορεί οι εικόνες με Τούρκους πολίτες να καίνε τους λογαριασμούς ρεύματος που δεν μπορούν να πληρώσουν, να αποτυπώνουν τη σημερινή οικονομική κατάσταση στη γείτονα, ωστόσο τα θεμελιώδη στοιχεία της τουρκικής οικονομίας δείχνουν ότι μπορεί να ανακάμψει.
Η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε σοβαρή ύφεση με ετήσιο πληθωρισμό τον Ιανουάριο της τάξεως του 48,7%, δηλαδή η μεγαλύτερη πληθωριστική τάση από τον Απρίλιο του 2002, τη χρονιά που το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης υπό την ηγεσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήρθε στην εξουσία για πρώτη φορά στις 3 Νοεμβρίου.
Σήμερα η χώρα αντιμετωπίζει μια κρίση εμπιστοσύνης, μια κρίση με σοβαρές τάσεις ανεξέλεγκτου πληθωρισμού και τις επακόλουθες κοινωνικές συνέπειες, με εθνικό νόμισμα σε διολίσθηση, και άμεση επιρροή στις επικείμενες προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές που θα πρέπει να διεξαχθούν το αργότερο στις 18 Ιουνίου το 2023. Σε μια άσχημη συγκυρία, η οικονομική και νομισματική κρίση τυχαίνει να συμπίπτει με την παγκόσμια ενεργειακή κρίση και τις πληθωριστικές τάσεις που δημιουργεί, όπως και με τον οικονομικό απόηχο της πανδημίας όπου σε σύγκριση με τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης το πλαίσιο στήριξης με επιδοτήσεις και άλλα μέσα των εργαζομένων και των επιχειρήσεων είναι ελάχιστο.
Ως αποτέλεσμα, η υψηλότερη ετήσια άνοδος τιμών σημειώθηκε στις μεταφορές με ποσοστό 68,89%, τα τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά (55,61%) και τα έπιπλα και τον οικιακό εξοπλισμό (54,53%). Τις χαμηλότερες ετήσιες αυξήσεις κατέγραψαν οι επικοινωνίες με 10,76%, η εκπαίδευση με 18,67%, η ένδυση και η υπόδηση με 25,32%. Επίσης, ο υποτίμηση της τουρκικής λίρας ήταν της τάξεως των 44% έναντι του δολαρίου το 2021, οδηγώντας στην ανατίμηση του κόστους των εισαγωγών.
Τα αίτια της κρίσης είναι πολλά και προέρχονται από ένα μείγμα δομικών και πολιτικών προκλήσεων που προσπαθεί να αντιμετωπίσει η τουρκική κυβέρνηση, επηρεασμένα από μια ανορθόδοξη νομισματική πολιτική χαμηλών επιτοκίων και άλλων κακών πολιτικών επιλογών. Το 2011 ο Τ. Ερντογάν είχε ανακοινώσει πανηγυρικά ότι το 2023 η Τουρκία θα βρίσκεται στη λίστα των δέκα μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, με ΑΕΠ της τάξεως των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και κατά κεφαλήν ΑΕΠ 25.000 δολάρια. Σήμερα η Τουρκία παλεύει να μείνει εντός των G20 με κατά κεφαλήν ΑΕΠ 8.500 δολάρια, όταν το 2013 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν 12.600.
Η κρίση δεν είναι πρόσφατη. Στην πραγματικότητα, το οικονομικό θαύμα της Τουρκίας άρχισε να εξασθενεί από το 2015 με την οικονομία να βρίσκεται σε ήπια ύφεση από το 2018. Πέραν όμως από τον εκτροχιασμό της οικονομίας και τους δύσκολους μήνες που θα ακολουθήσουν και θα βρίσκουν τα νοικοκυριά σε απόγνωση και το πολιτικό κλίμα πιο πολωμένο από ποτέ, η Τουρκία ήδη σχεδιάζει την ανάκαμψη της στο μέσο και μακροπρόθεσμο διάστημα βασιζόμενη σε ένα σχετικά χαμηλό δημόσιο χρέος (40%). Επίσης, βλέπουμε ότι παρά την καταστροφική υποτίμηση του νομίσματος και τον υψηλό ετήσιο πληθωρισμό, η τουρκική μεταποίηση ανθίζει και οι εξαγωγές έχουν αυξηθεί περισσότερο από το μισό από τα προ πανδημίας επίπεδα. Η εξήγηση οφείλεται εν μέρει στον ρεαλισμό της τουρκικής κυβέρνησης που συμμετέχει στην εμπορική και βιομηχανοποιημένη αλυσίδα της παγκόσμιας οικονομίας, αγοράζοντας ημικατεργασμένα προϊόντα από την Κίνα και πουλώντας τα τελικά προϊόντα στην Ευρώπη.
Πέραν της αυξανόμενης εξάρτησης από την Κίνα, η Τουρκία επίσης προσπαθεί να εξασφαλίσει την επικαιροποίηση της Τελωνειακής Ένωσης με την ΕΕ για να επαναφέρει την επιστροφή ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ) στη χώρα. Μετά την εγκαθίδρυση της Τελωνειακής Ένωσης με την ΕΕ το 1996, ο όγκος των συναλλαγών μεταξύ των δυο πλευρών αυξήθηκε αισθητά. Επίσης, οι ΞΑΕ αυξήθηκαν από τα 982 εκατ. δολάρια στα 19,2 δισ. δολάρια μεταξύ το 2000 και το 2015. Η Τελωνειακή Ένωση έδωσε τη δυνατότητα στην Τουρκία να επεκταθεί σε άλλες περιοχές του κόσμου αυξάνοντας της εμπορικές συναλλαγές με χώρες της Μέσης Ανατολής και Αφρικής. Με αποτέλεσμα, για παράδειγμα, οι εξαγωγές της χώρας να τετραπλασιαστούν μεταξύ το 2001 και το 2008, υπερβαίνοντας τα 130 δισ. δολάρια το 2008.
Η Τουρκία συμμετέχει ενεργά στη συμμετοχή συνεργειών και συνεργασιών με σημαντικούς εταίρους στην προώθηση του μεταφορικού διαδρόμου που συνδέει τη Σμύρνη με το λιμάνι του Ταράντα στην Ιταλία, τη Μάλτα, την Τυνησία και την υπόλοιπη Αφρική, ως πύλη εμπορίου στη Δυτική Αφρική, ανταγωνίζοντας άλλους παρόμοιους μεταφορικούς διαδρόμους που συνδέουν τις αφρικανικές οικονομίες και αγορές με αυτές της Ευρώπης αλλά και της Ασίας. Ταυτόχρονα, ο σχεδιασμός να είναι η χώρα ένα σημαντικός ενεργειακός κόμβος συνεχίζεται αυξάνοντας το κύρος της ως απαραίτητος πυλώνας της παγκόσμιας οικονομίας.
Με αλλά λόγια, τα προαναφερόμενα μικρά παραδείγματα αποδεικνύουν ότι παρά την παροδική οικονομική και νομισματική κρίση που βιώνει, η Τουρκία διαθέτει και στρατηγική και όραμα ώστε να ανακάμψει η οικονομία της και να βαδίσει σταθερά στην υλοποίηση του στόχου της για να καταστεί από τις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Δηλαδή, η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε ταυτόχρονη αποδόμηση και αναδόμηση.
Τα ποιοτικά στοιχεία και μια σειρά από παράγοντες όπως η γεωγραφική της θέση, τα δημογραφικά της χαρακτηριστικά, ο σχεδιασμός για την εξάπλωση της οικονομικής της, και όχι μόνο επιρροής, εκτός συνόρων, και η προσαρμοστικότητα στις διάφορες προκλήσεις και ευκαιρίες που προκύπτουν, δείχνουν ότι η χώρα θα καταφέρει να ξεπεράσει την άσχημη σημερινή συγκυρία και να αναδειχθεί σε απαραίτητο κρίκο και πόλο στο μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον.
*Δημήτρης Τριαναφύλλου, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης και εξωτερικός επιστημονικός συνεργάτης του ΙΔΙΣ
Με μια σειρά άρθρων το Liberal «ανοίγει» το κεφάλαιο Τουρκία επιχειρώντας να σκιαγραφήσει τις εξελίξεις στο εσωτερικό αλλά και τη θέση της γειτονικής χώρας στο διεθνές περιβάλλον. Ακαδημαϊκοί και αναλυτές φωτίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά της τουρκικής οικονομίας, εξωτερικής πολιτικής αλλά και την εσωτερική κατάσταση στη γείτονα.