Το νέο στέλεχος Ο που διασπείρεται ταχύτατα από τη Νότιο Αφρική στις Ευρωπαϊκές χώρες, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, φθάνοντας μέχρι την Αυστραλία, σύμφωνα με τα μαθηματικά μοντέλα του ECDC θα επικρατήσει στην Ευρώπη τους προσεχείς μήνες, προκαλώντας 3πλάσιο ή και 4πλάσιο αριθμό μολύνσεων κατά τις εκτιμήσεις του Εθνικού Ινστιτούτου του Γιοχάνεσμπουργκ, λόγω του υπερμεταδοτικού του χαρακτήρα.
Μετά τον πρώτο παγκόσμιο συναγερμό που οδήγησε πολλές χώρες να επιβάλουν «εν θερμώ» αυστηρούς ταξιδιωτικούς περιορισμούς και να κλείσουν ακόμα και τα σύνορά τους, οι επιστήμονες παραμένουν σε κατάσταση ύψιστης επιφυλακής, συλλέγοντας τα νέα δεδομένα και αναμένοντας για εκείνα τα ευρήματα που θα τους δώσουν πιο ξεκάθαρη εικόνα της νέας μετάλλαξης, αλλά οι πρώτες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ένα στέλεχος λιγότερο επικίνδυνο από την Δέλτα.
Είναι βέβαια νωρίς να βγάλουμε οριστικά συμπεράσματα όμως ακόμα και ο κορυφαίος επιδημιολόγος των ΗΠΑ και Σύμβουλος Δημόσιας Υγείας του Αμερικανού Προέδρου, Άντονι Φάουτσι θεωρεί ότι υπάρχουν ενδείξεις βάσει των οποίων το νέο στέλεχος είναι λιγότερο σοβαρό από τη Δέλτα, δηλαδή προκαλεί λιγότερο σοβαρή νόσηση.
Τα στοιχεία από τη Νότιο Αφρική, σε πληθυσμό νεαρής ηλικίας -αντίθετα με τον δικό μας γηρασμένο πληθυσμό- δείχνουν ότι η συντρηπτική πλειονότητα των περιστατικών νοσούν ήπια, δεν χρειάζονται νοσηλεία και κυρίως δεν χρειάζονται αναπνευστική υποστήριξη με οξυγόνο, ενώ πληθαίνουν τα κρούσματα που διαγιγνώστηκαν τυχαία στο νοσοκομείο, όπου προσήλθαν για άλλο λόγο και η μόλυνση με τη μετάλλαξη «Ο» αποτέλεσε αυτό που οι γιατροί αποκαλούν «τυχαίο εύρημα» κατά την εξέταση.
Η υπερμεταδοτικότητα του νέου στελέχους-που αποδίδεται στον υψηλό αριθμό των μεταλλάξεων στην πρωτεϊνη ακίδα είναι ήδη διαπιστωμένη και επιβάλλει να σηκωθεί υψηλότερα ο πήχης στο τείχος ανοσίας-γι αυτό άλλωστε το ένα κράτος μετά το άλλο απαντούν με υποχρεωτικούς εμβολιασμούς σε ηλικιακές ή επαγγελματικές ομάδες.
Όμως η υπερμεταδοτικότητα της «Ο» δεν συνεπάγεται αυξημένη λοιμοτοξικότητα και σε αυτό το πεδίο, που καθορίζει τον βαθμό πίεσης τον οποίο θα δεχτούν τα συστήματα υγείας τα πρώτα νέα είναι μάλλον ενθαρρυντικά. Και μάλιστα ενθαρρυντικά σε δύο άξονες όπως προκύπτει από τις δηλώσεις των Νοτιοαφρικανών γιατρών που βρέθηκαν πρώτοι αντιμέτωποι με την «Ο», του Άντονι Φάουτσι και των ειδικών της εγχώριας επιστημονικής κοινότητας. Το πρώτο ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ότι μέχρι τώρα όσοι προσβάλλονται με τη μετάλλαξη «Ο» έχουν ήπια συμπτωματολογία και παρουσιάζουν κυρίως κόπωση, πονοκέφαλο, απώλεια όρεξης και εξανθήματα, ενώ απουσιάζει ο πυρετός και η απώλεια της γεύσης και της όσφρησης.
Σε αυτήν την κατεύθυνση υπάρχει βέβαια ένας αστερίσκος, ότι τα παιδιά φαίνεται να είναι εξίσου «ευάλωτα» στην «Ο», όπως συνέβη και με το στέλεχος Δέλτα και συνεπώς είναι επιβεβλημένο να προχωρήσει ο εμβολιασμός τους, καθώς σε εκείνες τις περιοχές του πλανήτη όπου η «Ο» γνωρίζει μεγάλη διασπορά, τα περιστατικά covid στα παιδιά ηλικίας 5-14 ετών έχουν αυξηθεί κατά πολλές φορές. Γι αυτό άλλωστε τα περισσότερα κράτη -μετά το Ισραήλ, τις ΗΠΑ, τον Καναδά και τη Σλοβακία-ξεκινούν τον εμβολιασμό των παιδιών ηλικίας 5-11 ετών, με την Ελλάδα να ξεκινά την χορήγηση των εμβολίων σε 7 ημέρες, καθώς ήδη με την υψηλή διασπορά της μετάλλαξης Δέλτα εκτιμάται ότι έχουν νοσήσει πάνω από 10.000 παιδιά εντός των συνόρων, το τελευταίο διάστημα.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ), που διεξήχθη με επικεφαλής τον καθηγητή προληπτικής Ιατρικής Γιάννη Τούντα, το 36% των Ελλήνων γονιών έχουν εμβολιάσει τα παιδιά τους κατά της Covid-19 κι ένα έτερο ποσοστό 33% σκοπεύει να τα εμβολιάσει, δηλαδή 7 στους δέκα γονείς είναι δεκτικοί στον εμβολιασμό των παιδιών. Να σημειωθεί ότι η έρευνα ολοκληρώθηκε προτού εξαγγελθεί ο εμβολιασμός των μικρότερης ηλικίας παιδιών-άρα ή τάση αντιπροσωπεύει τον εμβολιασμό των παιδιών ηλικίας 12-17 ετών.
Ο δεύτερος άξονας στον οποίο στηρίζεται η παγκόσμια αισιοδοξία (για τα χαρακτηριστικά και την συμπεριφορά της «Ο») αφορά το πώς δουλεύουν τα υπάρχοντα εμβόλια. Μετά τον πρώτο κόκκινο συναγερμό και την κινητοποίηση όλων των φαρμακοβιομηχανιών που ανέπτυξαν τα υπάρχοντα covid εμβόλια, και οι οποίες δήλωσαν δια των εκπροσώπων τους ότι είναι «ετοιμοπόλεμες» και ότι θα χρειαστούν περίπου 3 μήνες για να αναπτύξουν τα τροποποιημένα εμβόλια, ξεκίνησαν ευθύς αμέσως εργαστηριακά πειράματα για να διαπιστώσουν ότι η «Ο» έχει χαρακτηριστικά ανοσιακής διαφυγής και ότι μπορεί να επαναμολύνει νοσήσαντες ή εμβολιασμένους, με τα εξουδετερωτικά αντισώματα που παράγονται κατά τον εμβολιασμό να μην μπορούν να αδρανοποιήσουν τον ιό στο μεταλλαγμένο στέλεχος όπως επεσήμανε η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών Μαρία Θεοδωρίδου.
Ωστόσο, παρότι η «Ο» μπορεί και διαφεύγει της ανοσιακής απάντησης δεν είναι «άτρωτη» στην κυτταρική ανοσία, δηλαδή στα Β και τα Τ λεμφοκύτταρα που επίσης επάγονται κατά τον εμβολιασμό. Έτσι ειδικά με τη χορήγηση της αναμνηστικής δόσης που αυξάνεται κατά 20 (ή και περισσότερες) φορές η παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων και λειτουργεί πολύ πιο αποτελεσματικά και η κυτταρική ανοσία, είναι μάλλον απίθανο -κατά τον Άντονι Φάουτσι, τη Μαρία Θεοδωρίδου και πολλούς άλλους επιστήμονες- να αποδειχθούν αναποτελεσματικά τα εμβόλια.
Κι αυτό είναι το πιο καθησυχαστικό εύρημα μέχρι τώρα, με τους εμβολιασμούς της 3ης δόσης να ανεβάζουν καθημερινά ταχύτητα, ξεπερνώντας ακόμα και τα στατιστικά του περασμένου Ιουνίου και την έρευνα του ΙΚΠΙ να φανερώνει ότι το 88% από τους πολίτες στην πατρίδα μας που έχουν ήδη εμβολιαστεί κατά της Covid-19 είναι διατεθειμένοι να κάνουν και την τρίτη δόση.