H πόλη της Οδησσού, από την οποία ξεκίνησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τώρα βρίσκεται υπό κατοχή, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Ελληνες. Εκτός από το ότι κατοικούν σε αυτήν πολλοί ομοεθνείς μας ή ομογενείς, έχει και το Μουσείο Φιλικής Εταιρείας. Ένα από τα σημαντικότερα μουσεία για την Ελλάδα, καθώς, όπως όλοι γνωρίζουμε, η Φιλική Εταιρεία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821.
Το Μουσείο Φιλικής Εταιρείας βρίσκεται στην οδό Κρέσνι Περεούλοκ (Krasnij Pereulok) αριθ. 18. Στεγάζεται στο σπίτι του Έλληνα επιχειρηματία και εθνικού ευεργέτη Γρηγορίου Γρ. Μαρασλή (1831 – 1907), δημάρχου της πόλης της Οδησσού για δεκαέξι χρόνια, από το 1878 ως το 1895. Εκεί είχαν βρει το πρώτο τους καταφύγιο και συνεδρίαζαν οι Φιλικοί της Οδησσού.
Το σπίτι αυτό, που ανήκε στον πατέρα του, ανακαινίστηκε με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού – Παράρτημα Οδησσού και μετατράπηκε από το 1994, μαζί με τα γειτονικά του οικήματα, σε Μουσείο της Φιλικής Εταιρείας. Το Μουσείο είχε ιδρυθεί το 1979 από το Ιστορικό-Λαογραφικό Μουσείο της Οδησσού, αλλά αναζητούσε στέγη.
Στο Μουσείο στεγάζεται επιστημονική βιβλιοθήκη με 6.000 τίτλους. Πρόσφατα εγκαινιάστηκε νέο λαογραφικό τμήμα, με αυθεντικά αντικείμενα που αποδίδουν την εικόνα της οικίας του Γρηγορίου Ιωάννη Μαρασλή. Ανάμεσα στα εκθέματα περιλαμβάνονται πρωτότυπα έργα σχετικά με τη δράση των Φιλικών, χάρτες, γκραβούρες και φωτογραφίες, έγγραφα στον κρυπτογραφικό κώδικα των Φιλικών, χειρόγραφα σχετικά με την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, και κατάλογοι των μελών της. Επίσης, επιστολές και χειρόγραφες προκηρύξεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη, αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας, προσωπογραφίες και σφραγίδες του Αλέξανδρου Υψηλάντη, του Εμμανουήλ Παππά, του Εμμανουήλ Ξάνθου και άλλων.
Στο Μουσείο εκτίθεται αντίγραφο της περίφημης ελαιογραφίας του Δ. Τσόκου «Ο Όρκος των Φιλικών» (1849), φιλοτεχνημένο το 1994 από τον Γ. Σιδηρόπουλο, ενώ γλυπτική σύνθεση με τον «Όρκο των Φιλικών» κοσμεί την εξωτερική όψη του Παραρτήματος του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού στην Οδησσό. Σε μια ξεχωριστή αίθουσα αναπαριστάνεται, με καθισμένους γύρω από ένα τραπέζι τους τρεις εμπόρους – ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, η σκηνή της ίδρυσης της πατριωτικής μυστικής οργάνωσής τους. Εννοούμε τον Νικόλαο Σκουφά, τον Αθανάσιο Τσακάλωφ και τον Εμμανουήλ Ξάνθο.
Όπως αναφέρει και η ιστοσελίδα του Μουσείου, σκοπός σύστασης της Φιλικής Εταιρείας ήταν η απελευθέρωση της πατρίδας από τον τουρκικό ζυγό. Κατά τη συνήθεια της εποχής, η Φιλική Εταιρεία είχε οργανωθεί με βάση τα τεκτονικά πρότυπα. Ωστόσο τα μέλη της - που γρήγορα άρχισαν να πληθαίνουν - δεν ανήκαν όλα σε τεκτονικές στοές, ούτε προέρχονταν από κοινωνικά και ιδεολογικά ομοιογενείς ομάδες της Διασποράς και των τουρκοκρατούμενων χωρών.
Στους κόλπους της συνέρρευσαν "αριστοκράτες" Φαναριώτες και συντηρητικοί κοτζαμπάσηδες, "ολιγαρχικοί" στρατιωτικοί που υπηρετούσαν σε δυτικά κράτη και στην τσαρική Ρωσία, ανώτεροι και κατώτεροι κληρικοί και μοναχοί, ριζοσπάστες διανοούμενοι, έμποροι και ναυτικοί κ.ά. Η οργάνωση συμπεριέλαβε επίσης και αρκετούς Βαλκάνιους πατριώτες ποικίλης προέλευσης, οι οποίοι θεωρούσαν τον αγώνα εναντίον των Οθωμανών κοινή υπόθεση όλων των χριστιανικών λαών της νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Ήταν φυσικό η ποικιλία της κοινωνικής και γεωγραφικής προέλευσης και των συμφερόντων των Φιλικών να οδηγεί σε αποκλίσεις ως προς τη μέθοδο και τη στρατηγική της οργάνωσης. Άλλοι προτιμούσαν τη μακρόχρονη αναβολή της Επανάστασης (για να επιτευχθεί η κατάλληλη προετοιμασία, να διαμορφωθούν ευνοϊκές διπλωματικές συνθήκες, να εξασφαλιστεί η ξένη υποστήριξη κτλ.), ενώ άλλοι ζητούσαν άμεση δράση. Τελικά, η πρώτη ομάδα κατάφερε να κερδίσει την ηγεσία της οργάνωσης στα ανώτατα κλιμάκια, αλλά η δεύτερη εξασφάλισε σε οπαδούς της καίριες θέσεις, έστω και χαμηλών βαθμίδων. Τον Μάρτιο του 1820 οι τολμηρότεροι έσπευσαν να εκμεταλλευθούν τους περισπασμούς των Οθωμανών από τη σοβαρή ανταρσία του Αλή πασά, αλλά και το γενικό επαναστατικό πνεύμα που διέτρεχε τότε την Ευρώπη μετά τις εξεγέρσεις στη Νεάπολη και την Ισπανία, και με ποικίλες πρωτοβουλίες κατάφεραν να συμπαρασύρουν τελικά και την οργάνωση και ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο στην Επανάσταση.
Η ολοκλήρωση των οικοδομικών εργασιών και η μεταφορά του Μουσείου στην ιστορική του θέση έγινε δυνατή χάρη στη συμβολή ελληνικών φορέων και ιδιωτών (Ένωση Ποντίων Αξιωματικών, Γ. Ενισλείδης κ.ά.) και στη σημαντική αρωγή του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιώς και του τότε Προέδρου του Ιωάννη Πολυχρονόπουλου. Το ΕΙΠ φρόντισε για την εκ νέου δημιουργία, οργάνωση και θεματική δομή του με τη συνεργασία της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδας. Συγχρόνως εκδόθηκε από το ΕΙΠ ο κατάλογος του Μουσείου στα ελληνικά και στα ουκρανικά.
Η Οδησσός είναι η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Ουκρανίας και σημαντικό λιμάνι στον Εύξεινο Πόντο. Είναι άρρηκτα δεμένη με την ιστορία του Ελληνισμού. Κατοικήθηκε από τους Ρώσους κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1787- 1792. Με τη συνθήκη του Ιασίου (1792) η περιοχή πέρασε επίσημα στην κυριαρχία της Ρωσίας και αποτέλεσε τμήμα της λεγόμενης Novorossiya (Νέα Ρωσία). Η Μεγάλη Αικατερίνη, θεώρησε ότι η περιοχή έχει σημαντικά στρατηγικά πλεονεκτήματα και έδωσε εντολή να θεμελιωθεί μια πόλη στο σημείο όπου είχε οχυρωθεί ο Ρωσικός στρατός, αποβλέποντας στη δημιουργία ενός σημαντικού στρατιωτικού λιμανιού στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Έτσι το 1794 ιδρύεται η πόλη της Οδησσού.
Η τσαρίνα υπήρξε γενναιόδωρη προς τους Έλληνες, αφού φρόντισε για την εγκατάσταση στην Οδησσό εκατοντάδων προσφύγων από την Πελοπόννησο και τον Μοριά μετά την αποτυχία των Ορλωφικών και του Λάμπρου Κατσώνη, παραχωρώντας τους σειρά προνομίων. Τουλάχιστον 15.000 Έλληνες εγκαταστάθηκαν μέσα στην επόμενη δεκαπενταετία. Σύντομα η πόλη εξελίχθηκε στο σπουδαιότερο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο του Ελληνισμού της περιοχής. Οι Θεόδωρος Ροδοκανάκης, Στέφανος Ράλλης, Αλέξανδος Ζαρίφης, Γρηγόριος Μαρασλής, Νικόλαος Μαυροκορδάτος, Δημήτριος Βικέλας και Γιάννης Ψυχάρης υπήρξαν ορισμένοι μόνο από τους Έλληνες που δραστηριοποιήθηκαν στην Οδησσό.
Το 1819 το λιμάνι γίνεται ελεύθερο και η λειτουργία του με αυτή τη μορφή συνεχίστηκε έως το 1859. Τότε έλαβε χώρα και η μεγάλη εισροή εποίκων και εμπόρων, των οποίων ο αριθμός ανέρχεται περίπου στους 15.500, υπολογίζοντας μόνο τους μη ρωσικής καταγωγής. Η πόλη απέκτησε κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και λόγω των διαφορετικών εθνοτήτων που κατοικούσαν σ' αυτήν, ανάμεσα στις οποίες και οι Έλληνες.
Το 1991 ύστερα από τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, η πόλη πέρασε υπό τον έλεγχο της Ουκρανίας.