Αυτό που συμβαίνει τις νύχτες στο παραλιακό μέτωπο είναι πέραν πάσης φαντασίας, πέραν πάσης ανθρώπινης αντοχής και υπομονής. Και μην ακούτε τι λένε στις τηλεοράσεις τα δεκαεπτάχρονα που κατεβαίνουν από τα βόρεια και τα δυτικά προάστια για να ξεσαλώσουν στην Αθηναϊκή Ριβιέρα (τρομάρα της). Τα βλέπω αυτά τα παιδάκια κάθε Σάββατο και Κυριακή πρωί στις 6 που πάω για τον σταθμό. Μιλιούνια από πιτσιρίκια, που βγαίνουν από τα παραλιακά κλαμπ με τα σχισμένα τζιν τους, τις μίνι φούστες τους, τα δικτυωτά καλσόν τους και το τρέκλισμα του πιωμένου μεταέφηβου που μόλις έχει ξεράσει στο πεζοδρόμιο.
Τους άλλους να ρωτήσετε που μένουν σε βάθος δέκα ή και δεκαπέντε τετραγώνων πάνω από την παραλιακή. Που τρίζουν τζάμια τους ολονυχτίς, που τα μπάσα χτυπάνε κατ’ ευθείαν στον εγκέφαλο τους, που τα ντεσιμπέλ αφήνουν ξάγρυπνα τα παιδιά, τα σκυλιά και τις πεθερές τους. Ξέρετε τι σημαίνει να πέφτουν βεγγαλικά στη βεράντα σου στις τρεις το πρωί και να έρχονται να τρακάρουν στις τζαμαρίες σου αποτρελαμένα από τις εκρήξεις πουλιά, που έχουν τις φωλιές τους στο λόφο Πανί; Έχετε επίγνωση της απόστασης ανάμεσα στο Πανί και τη θάλασσα; Απορώ πως δεν βρέθηκε ως τώρα κανένας ανθρωπάκος να πάρει το δίκαννο στις τέσσερις το πρωί, να περάσει την παραλιακή σαν άλλος σχιζοφρενιασμένος Αμερικάνος, να ‘χουμε άλλα.
Το πράγμα είναι απλό. Οι μαγαζάτορες της παραλίας έχουν φτιάξει ένα κράτος εν κράτει. Κάνουν ό,τι γουστάρουν, δίχως να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν, δίχως να υπολογίζουν κράτος και νόμους. Έχουν διασυνδέσεις στα υψηλότατα κλιμάκια του πολιτικού συστήματος, έχουν κολλητιλίκια με υπουργούς, με γραμματείς και φαρισαίους απ’ όλα τα κόμματα κι απ’ όλες τις υπηρεσίες, έχουν και τους εργαζόμενους τους ως βολική ασπίδα προστασίας στις παρανομίες τους, την κάνανε Λας Βέγκας την κάτω μεριά της παραλιακής. Με κρουνούς χρήματος που ρέει (μαύρο κατά βάση) και δικούς τους νόμους.
Ο δήμαρχος Αλίμου Κονδύλης, είναι ο μόνος άνθρωπος με κότσια μέσα σ’ αυτό το κρεσέντο ασυδοσίας και παρανομίας. Θέτε γιατί καταφεύγουν σ’ αυτόν οι σαλταρισμένοι δημότες (που καλούν το 100 και τρώνε πόρτα), θέτε διότι δεν τα πιάνει από τους επιχειρηματίες της νύχτας, ο δήμαρχος υψώνεται σαν (αλαφροΐσκιωτη και μοναχική) φιγούρα μπας και σταματήσει αυτό το χάος. Τα βάζει με υπέρτερες δυνάμεις κι ας κραδαίνει τη δυνατότητα που δίνει ο νόμος στους δήμους να σταματούν την λειτουργία των μαγαζιών και να κόβουν πρόστιμα. Οι κάθε λογιών μαφίες, διαχρονικά δεν απλώνονται ελλείψει νόμων, αλλά κόντρα και παρά τους νόμους.
Καλά θα κάνει η κυβέρνηση και η αστυνομία να βοηθήσουν τον Κονδύλη μπας και καθαρίσει (ή έστω φέρει στα ίσα της) αυτή την κόπρο. Όχι, να νίπτουν τας χείρας τους, ούτε να τον πιέζουν εμμέσως να βάλει νερό στο κρασί του. Και η αστυνομία να του βάλει, τώρα κιόλας, προσωπική προστασία του ανθρώπου. Δεν είμαι σίγουρος πως έχει επίγνωση με ποιους τα χει βάλει…