Σαν σε πάνδημη λαϊκή γιορτή, ο Γαλατάς, τα Χανιά, η Κρήτη, η Ελλάδα, αποχαιρέτισαν τον Μίκη Θεοδωράκη. Χιλιάδες κόσμου παραστάθηκαν στον τελευταίο δρόμο του Αρχάγγελου από τη Σούδα στα Χανιά, από εκεί στη Μητρόπολη της πόλης, κατόπιν στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Γαλατά και τέλος προς το μικρό κοιμητήριο του χωριού. Με τα δάκρυα να έχουν σχεδόν στερέψει, να έχουν αντικατασταθεί από τρυφερές χειρονομίες ανάμεσα σε χάδι και κίνηση αιώνιου αποχωρισμού.
Ενενήντα έξι βρακοφόροι, όσα ήταν τα χρόνια του, με μαύρους κεφαλόδεσμους, ακολουθούσαν τη σορό του σε αυτό το τόσο μικρό αλλά τόσο μεγάλο ταξίδι. Μαζί τους, οι άνθρωποι που αγάπησαν τον Μίκη, τα μέλη της οικογένειας και συνεργάτες του, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, ο Αλ. Τσίπρας, η Σοφία Σακοράφα, ο Δ. Κουτσούμπας, η Αλέκα Παπαρήγα, η Λίνα Μενδώνη, η Ντόρα Μπακογιάννη αλλά και χιλιάδες λαού. Ολοι εμφανώς συγκινημένοι. Ολοι με τεράστιο σεβασμό και αγάπη.
Η πομπή από τα Χανιά στον Γαλατά και από τον Αγιο Νικόλαο στο Κοιμητήριο, θα μπορούσε να περιγραφεί μονάχα με τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου από τον Επιτάφιο: «Βροντάνε στράτες κι αγορές, μπαλκόνια και σοκάκια». Ολη η Κρήτη αλλά και η Ελλάδα είχε εκπροσώπους στο πλήθος που κατέκλυσε τους χώρους από όπου πέρασε η σορός. Δεν τον άφησαν λεπτό μόνο.
Μουσικοί από τη Φιλαρμονική του Δήμου Χανίων έπαιζαν έργα του, με το πλήθος να τραγουδάει με πάθος λέγοντας έτσι το πιο όμορφο «αντίο» στον Μίκη Θεοδωράκη. Η εκκλησία ήταν γεμάτη λευκά άνθη, γεμάτα ομορφιά, ενώ το πλήθος άφηνε πάνω στη νεκροφόρα και στο φέρετρο λουλούδια από τους χανιώτικους κήπους και δάφνες. Πλάι στο δάφνινο στεφάνι της Προέδρου της Δημοκρατίας. Στο φέρετρο όπου ακουμπούσε η Ελλάδα.
Επικήδειους λόγους εκφώνησαν ο εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Επίσκοπος Δαμασκηνός που μετέφερε μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και ο Δήμαρχος Χανίων Παναγιώτης Σημανδηράκης. Ο Επίσκοπος χοροστάτησε και στην εξόδιο ακολουθία.
Η κόρη του Μαργαρίτα Θεοδωράκη τραγούδησε σε αποχαιρετισμό «Το παλικάρι», ένα από τα πιο συγκινητικά κομμάτια του:
Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε
τα σήμαντρα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι στη δουλειά
στο σπίτι παλικάρι
μίλαγες κι η γειτονιά μας
γέμιζε πουλιά.
Άπλωνες το χέρι σου
κι έκοβες το φεγγάρι
πως σ’ έκοψε σα λούλουδο
ο Χάρος μια νυχτιά.
«Θα είσαι για πάντα ζωντανός μέσα στις καρδιές όλων των ανθρώπων» του είπε. «Μα περισσότερο στη δική μου καρδιά». Μάλιστα, άλλαξε τον στίχο που λέει «παλικάρι η μάνα σου τυλίχτηκε στα μαύρα» λέγοντας «παλικάρι η μάνα μου τυλίχτηκε στα μαύρα» αναφερόμενη με αυτό τον τρόπο στην μητέρα της, Μυρτώ Θεοδωράκη, η οποία δεν ήταν παρούσα λόγω μεγάλων προβλημάτων υγείας.
Καθώς ο φέρετρο έβγαινε από την εκκλησία, ακούστηκε μυριόστομο ένα ριζίτικο τραγούδι από τα πιο συγκλονιστικά που υπάρχουν.
«Τον αντρειωμένο μην τον κλαις
όσο κι αν αστοχήσει
μα αν αστοχήσει μια και δυο
πάλι αντρειωμένος θα ‘ναι»
Με ένα ριζίτικο είχε αποχαιρετίσει και ο Μίκης τον Μάνο Κατράκη, με τον οποίο έτυχε να πεθάνουν την ίδια μέρα, με διαφορά ετών. Μαθαίνοντας για τον θάνατο του καλού του φίλου και συνεργάτη, στη διάρκεια συναυλίας, ο Μίκης Θεοδωράκης τραγούδησε με συγκλονιστικό τρόπο και αφιέρωσε στον Μάνο Κατράκη ένα ριζίτικο τραγούδι: «Σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό χαράκι, κάθεται ν’ αετός. Βρεγμένος χιονισμένος …παρακαλεί τον ήλιο ν’ ανατείλει».
Ακολούθησε το πλήθος με ένα κομμάτι από τη «Ρωμιοσύνη» και η τελευταία βόλτα του ξεκίνησε μέσα σε μια ατμόσφαιρα εθνικού πένθους. Όλα έγιναν όπως εκείνος επιθυμούσε, και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο παράσημο για την Ελλάδα και για όσους ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας την εκπλήρωση των τελευταίων του επιθυμιών.
Με τους υπέροχους στίχους του «ο ήλιος ήσουν κι η βροχή/ της νύχτας μου φεγγάρι» από το τραγούδι «Μάνα μου και Παναγιά» η Λαϊκή Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης ξεκίνησε τον αποχαιρετισμό όσο το σώμα του, αγκαλιασμένο από τη κρητική γη, δεχόταν «βροχή» λουλούδια από τα χέρια των παρευρισκομένων. Το τραγούδι επιλέχθηκε λόγω του ελεγειακού του χαρακτήρα:
Εφυγες και κλαίει ο άνεμος το κύμα
κλαίνε τ' άστρα κι η νυχτια
κλαίει η μάννα μου στο μνήμα,
κλαίει κι η Παναγιά
Σύμφωνα με το τελετουργικό της Εκκλησίας για τις κηδείες, οι ιερείς έριξαν κρασί και λάδι, ενώ ο κόσμος έριχνε χώμα.
Στη συνέχεια η Ορχήστρα ερμήνευσε την πολυαγαπημένη «Αρνηση» σε στίχους Γιώργου Σεφέρη με τον Δημήτρη Μπάση, αλλά και το ορχηστρικό συρτάκι από τον «Ζορμπά». Ο κόσμος συνέχισε να κατευοδώνει τον Μίκη του, τον Μίκη όλων μας, ραίνοντας το φέρετρο με άνθη. Πριν η μαρμάρινη πλάκα καλύψει για πάντα το νεκρό κορμί του, ένα στρώμα με λουλούδια είχε καλύψει τα πάντα.
Ολοι τον συνόδευσαν στην τελευταία «στάση». Από την πολιτική και την πολιτειακή ηγεσία έως την οικογένειά του, αλλά και τους εκτελεστές της επιθυμίας του να ταφεί πλάι στους γονείς και τον αδερφό του, Γιώργο Αγοραστάκη και Ρένα Παρμενίδου.
Αθάνατος!