Τις σοβαρές δυσκολίες του εγχειρήματος να καταδειχθεί στην Ουάσιγκτον, αλλά και σε ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ο αμφίσημος και κάθε άλλο παρά συμμαχικός ρόλος της Τουρκίας στην κρίση της Ουκρανίας αλλά και στη Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, αναδεικνύει η επιμονή της κυβέρνησης Μπάιντεν να ξεπαγώσει τις σχέσεις με την Άγκυρα και σαν πρώτο βήμα να αποδεσμεύσει το πρόγραμμα αναβάθμισης των τουρκικών F16.
Δημοσίευμα της WSJ τάραξε τα νερά καθώς αποκάλυπτε ότι με επιστολή στους ηγέτες του Κογκρέσου η κυβέρνηση Μπάιντεν ζητά να εγκρίνουν την πώληση αμυντικού υλικού για την αναβάθμιση των τουρκικών F-16, μια κίνηση που εμφανίζεται ουσιαστικά ως «ανταμοιβή» για τον ρόλο της Τουρκίας στην ουκρανική κρίση αλλά και ως το δέλεαρ για να σταματήσει η περαιτέρω προσέγγιση της Τουρκίας με τη Μόσχα.
Το δημοσίευμα λίγες ημέρες πριν από την επίσκεψη του Κυρ. Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον και ενώ στην ελληνική Βουλή σήμερα αναμένεται να ψηφισθεί η επέκταση της ελληνοαμερικανικής αμυντικής συμφωνίας MDCA, προκαλεί προβληματισμό για τις πραγματικές προθέσεις της αμερικανικής κυβέρνησης που δείχνει να μην θέλει να αντιληφθεί τον πραγματικό ρόλο της Τουρκίας και του κ. Ερντογάν.
Η αρχική πιθανή Συμφωνία θα περιλαμβάνει σύμφωνα με το δημοσίευμα πυραύλους, ραντάρ και ηλεκτρονικά συστήματα για τα τουρκικά F-16, και θα αποτελεί το πρόκριμα για μια επόμενη έγκριση του αιτήματος της Τουρκίας για αγορά 40 F-16.
Βεβαίως ανάχωμα σε κάθε τέτοια πρωτοβουλία είναι η ισχυρή πλειοψηφία στα νομοθετικά Σώματα των ΗΠΑ που αντιτίθεται στην άνευ όρων εξομάλυνση των σχέσεων με την Τουρκία και την πλήρη αποκατάσταση της αμυντικής συνεργασίας με την άρση των εμπάργκο τόσο στα F-16 όσο και στα F-35. Ορισμένοι αναλυτές μάλιστα θεωρούν ότι είναι πιθανό να παίζεται ένα συμφωνημένο παιγνίδι μεταξύ Λευκού Οίκου και Γερουσίας /Κογκρέσου, ώστε η κυβέρνηση να δηλώνει στην Άγκυρα ότι είναι πρόθυμη να ξεπαγώσει τα συγκεκριμένα εξοπλιστικά προγράμματα εφόσον προχωρήσει σε κινήσεις εποικοδομητικές στο αντιρωσικό μέτωπο και στην Αν. Μεσόγειο, αλλά είναι το Κογκρέσο και η Γερουσία που εμποδίζουν τελικά την υλοποίηση τους.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης στην επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον θέλει να προβάλει τον νέο ρόλο που διεκδικεί η Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, του Αιγαίου και της «πύλης» της Βαλκανικής, μιας οδού που με τα νέα δεδομένα αποκτά εξαιρετική γεωστρατηγική σημασία.
Η Αλεξανδρούπολη, ως κόμβος νέων πηγών ενέργειας για την κάλυψη των αναγκών της Βουλγαρίας και των Βαλκανικών χωρών, ως αντιστάθμισμα των απωλειών από τη διακοπή ροής ρωσικού φυσικού αερίου και ως βάση διακίνησης και μεταφοράς δυνάμεων και εξοπλισμών προς την Κεντρική - Ανατολική Ευρώπη, παρακάμπτοντας τη Μαύρη Θάλασσα, και η Σούδα που έχει πλέον επιτελικό /στρατηγικό ρόλο στο νέο πεδίο αντιπαράθεσης με τη Ρωσία που καλύπτει την ευρύτερη περιοχή από Κασπία μέχρι τη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική, είναι αφηγήματα που μπορούν να βρουν ευήκοα ώτα στα Νομοθετικά Σώματα των ΗΠΑ αλλά και στον ίδιο τον Λευκό Οίκο.
Ορθά η κυβέρνηση έχει επιλέξει να προβάλει και στις ΗΠΑ τη διάθεση της Ελλάδας να είναι συνεπής και αξιόπιστη σύμμαχος, αυτό που στο δημόσιο διάλογο χαρακτηρίσθηκε ως «δεδομένος» σύμμαχος. Το ζήτημα δεν είναι απλώς να δηλώνεις αλλά και να μπορείς να είσαι δεδομένος και αξιόπιστος σύμμαχος την ώρα της κρίσης και να μπορείς να εξηγείς ότι αυτή η στάση δεν είναι «δωρεάν» και πάντως δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με επιβράβευση του... αντιπάλου ο οποίος μάλιστα κάθε άλλο παρά ακολουθεί συμμαχική στάση.
Είναι λάθος αυτό που προβάλλεται από την αντιπολίτευση ότι εάν η κυβέρνηση παζάρευε ένα η δυο χρόνια διάρκειας της Συμφωνίας, οι ΗΠΑ θα έσπευδαν να υποκύψουν και θα θυσίαζαν τα πάντα για να κερδίσουν ένα εξάμηνο παράταση της MDCA. Αυτή η θέση αποκαλύπτει έναν αφελή βολονταρισμό και παντελή άγνοια του τρόπου λειτουργίας των διεθνών σχέσεων.
Στην Ουάσιγκτον ο κ. Μητσοτάκης θα έχει πολύ δύσκολη αποστολή. Μια γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που εμφανίζεται πρόθυμη να δώσει γη και ύδωρ για να κρατήσει την Τουρκία του κ. Ερντογάν στο Δυτικό Στρατόπεδο, μια αμερικανική κυβέρνηση που θέλει να υλοποιηθούν εξοπλιστικά προγράμματα μερικών δισ. δολαρίων προς την Τουρκία, ένας πρόεδρος που δεν συμπαθεί τον Ερντογάν, σε μια Διοίκηση που έχει παραδοσιακούς δεσμούς με την Τουρκία.
Σε αυτό το περιβάλλον θα πρέπει να πείσει ο Έλληνας πρωθυπουργός για τον αποσταθεροποιητικό ρόλο της Τουρκίας που τελικά λειτουργεί υπέρ του στρατηγικού αντιπάλου της Δύσης, για τη σύμπλευσή της με τη Ρωσία του Β. Πούτιν, για τον εκρηκτικό αναθεωρητισμό της που ακολουθεί τα πρότυπα της Ρωσίας του κ. Πούτιν, για την προσπάθεια της να επιβληθεί στην περιοχή ως περιφερειακή παγκόσμια δύναμη ενός «πολυπολικού» κόσμου που οραματίζεται ο κ. Ερντογάν όπου η Τουρκία θα είναι ισότιμος «πόλος» με τις ΗΠΑ, την Ε.Ε., τη Ρωσία, την Κίνα, την Ινδία...».
Θα πρέπει επίσης να εξηγηθεί στην αμερικανική πλευρά ότι οι απειλές και οι εκβιασμοί της Τουρκίας απλώς μεταθέτουν για το μέλλον έρευνες υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο που θα μπορούσαν βραχυπρόθεσμα να προσφέρουν εναλλακτικές πηγές ενέργειας στην Ευρώπη.
Ακόμη κι αν οι ελληνικές θέσεις ακουστούν με συμπάθεια στην Ουάσιγκτον αυτό δεν είναι εύκολο να μεταφρασθεί αυτομάτως σε απόσυρση της στήριξης στην Τουρκία ή ακόμη περισσότερο σε εχθρική στάση προς την Τουρκία. Όμως η Ελλάδα έχει ισχυρά επιχειρήματα, ισχυρά χαρτιά και ισχυρούς φίλους τουλάχιστον στο Κογκρέσο και στη Γερουσία και πιθανόν στον Λευκό Οίκο.
Είναι ένας δύσκολος μαραθώνιος, ο οποίος δεν θα κριθεί τελικά ούτε από το δημοσίευμα της WSJ, ούτε από μια δήλωση του Τ. Μπάιντεν στην υποδοχή του Κυρ. Μητσοτάκη στο Oval Office...