Οι ανησυχίες που πολλοί εκφράζουν για τα μη-mRNA εμβόλια των AstraZeneca, Novavax και Johnson & Johnson, σε σχέση με τα εμβόλια mRNA των Pfizer/BioNTech και Moderna, δεν δικαιολογούνται από τα δεδομένα, ιδιαίτερα όσον αφορά την πιθανότητα εκδήλωσης βαριάς και επικίνδυνης Covid-19. Τα παραπάνω προκύπτουν από την ανάρτηση στο Facebook του καθηγητή Πολιτικής της Υγείας Ηλία Μόσιαλου της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE) και καθηγητή της Δημόσιας Υγείας στην Ιατρική Σχολή του Imperial College London.
Ο καθηγητής επισημαίνει ότι ήμασταν ιδιαίτερα τυχεροί, καθώς τα πρώτα δύο εμβόλια που ολοκλήρωσαν τις κλινικές δοκιμές (Pfizer/BioNTech και Moderna) ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικά, με αποτελεσματικότητα της τάξης του 95%, ενώ η αναμενόμενη από πολλούς ειδικούς ήταν 50-70%.
Ακολούθησαν οι ανακοινώσεις των AstraZeneca, Novavax και Johnson & Johnson και αρκετοί άρχισαν να θεωρούν ότι αυτά είναι «κατώτερα» εμβόλια. Είναι όμως όντως υποδεέστερα αυτά τα εμβόλια ή είναι χρήσιμα στη μάχη απέναντι στον ιό, διερωτάται ο κ. Μόσιαλος και από την ανάλυση του προκύπτει το δεύτερο.
Ειδικότερα, τα εμβόλια των Pfizer and Moderna είναι κατά 95% ή 94% αποτελεσματικά αντίστοιχα στην προστασία από τη νόσο Covid-19 σε όλα τα επίπεδα, δηλαδή ήπιας, μέτριας και βαριάς έντασης, καθώς μόνο 5% και 6% από αυτούς που θα κάνουν το εμβόλιο, θα νοσήσουν, προσθέτει ο καθηγητής. Τα τρία εμβόλια των AstraZeneca, Johnson & Johnson και το ρωσικό Sputnik-V είναι παρόμοια στην τεχνολογία ανάπτυξης (ιικού φορέα), ενώ της Novavax είναι πρωτεϊνικού τύπου. Τα αποτελέσματα όμως από τις κλινικές μελέτες τους αναφέρονται σε διαφορετικές περιόδους ανάλυσης μετά τον εμβολιασμό, οπότε δεν μπορούν να συγκριθούν ένα προς ένα ούτε αυτά τα τέσσερα εμβόλια μεταξύ τους, ούτε με τα αρχικά δύο.