Τα πρόσφατα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης αποτελούν την κορυφή ενός μεγάλου παγόβουνου. Αναρωτιούνται όλοι αν άλλαξε κάτι, αν αποκτήσαμε ξανά πολλούς παιδοβιαστές, αν τρελαθήκαμε συλλογικά – η απάντηση είναι όχι. Βλέπουμε μπροστά μας τις επιπτώσεις της εύκολης διασποράς μέσω του ίντερνετ, ή της πανδημίας και των lockdowns; Η εμπειρική απάντηση των ειδικών είναι: εν μέρει. Λέω εμπειρική γιατί δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα καταγραφής των καταγγελιών, των εγκλημάτων - μάλιστα πολλές καταγγελίες παραμένουν στις διάφορες υπηρεσίες και εισαγγελίες γραμμένες στο χέρι, σε χαρτιά και σε φαξ.
Κατά κύριο λόγο, όμως, δεν έχουν αυξηθεί τα εγκλήματα, αλλά οι καταγγελίες και αποκαλύψεις τους. Οι καταγγελίες βίας επιδεικνύουν διαχρονικά αυτό που λέμε domino effect: η μία προκαλεί, ανοίγει το δρόμο για την επόμενη. Για αυτό και είναι καίριας σημασίας τα κινήματα αποκαλύψεων όπως το me too, αλλά και οι συνθήκες προστασίας των θυμάτων που, παρά τις απίστευτες αντιξοότητες, αποφασίζουν με θάρρος να βγουν μπροστά. Το κάνουν για όλα τα θύματα, και για όλους μας.
Στα φαινόμενα κακοποίησης η είδηση δεν είναι η κακοποίηση και οι (πραγματικά) σοκαριστικές της λεπτομέρειες. Η είδηση είναι οι φορές που το κράτος ήρθε κοντά στο περιστατικό, όφειλε να το πιάσει νωρίς, να προστατεύσει τα παιδιά, και αντ’ αυτού έστελνε τα παιδιά πίσω στους κακοποιητές τους, ξανά και ξανά, για χρόνια. Σε όλα τα περιστατικά, αυτό οφείλουμε να διαβάζουμε ανάμεσα στις γραμμές - πόσες φορές; τί θα είχαμε αποτρέψει; πόσα χρόνια; Δεν υπάρχει θύμα κακοποίησης που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, δεν χτύπησε την πόρτα του κράτους – στο σχολείο, στην κοινωνική υπηρεσία, στο νοσοκομείο ή στην αστυνομία – και που το κράτος να μην του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα.
Σε μια πρώτη ανάγνωση, το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Κακοποίηση και Εκμετάλλευση, που δόθηκε σε διαβούλευση μόλις χθες, είναι στη σωστή κατεύθυνση με πολλά θετικά στοιχεία. Ξεχωρίζω καταρχάς την οριζόντια πολιτική εφαρμογής πρωτοκόλλων (το Νέο Εθνικό Πρωτόκολλο), καταγραφής (Εθνικό Αρχείο Αναφοράς και Καταγραφής) και παρακολούθησης. Η ενιαία, οριζόντια πολιτική, με ενιαία πρωτόκολλα και προσέγγιση για κάθε υπηρεσία που αγγίζει το παιδί, είναι σαφώς το πιο σημαντικό στοιχείο του Σχεδίου και αποτελεί μια ουσιαστικά συστημική αλλαγή στην προσέγγιση και τη νοοτροπία παρέμβασης. Ξεχωρίζω επίσης θετικά στοιχεία όπως τη δια βίου συστηματική εκπαίδευση επαγγελματιών, τη συστηματοποίηση της εκπαίδευσης των παιδιών στα σχολεία για το ασφαλές άγγιγμα και την σεξουαλική παιδεία, τη συνεργασία του Κράτους με εξειδικευμένες οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών.
Τρία σημεία όμως χρίζουν σημαντικής προσοχής και ουσιαστικής βελτίωσης.
Πρώτο και σημαντικότερο, απουσιάζει η λογική της πρόληψης και ένα ουσιαστικό σύστημα υποστήριξης ευάλωτων οικογενειών και έγκαιρης παρέμβασης. Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο πως οι περιπτώσεις κακοποίησης εμφανίζουν σημάδια κίνδυνου πολύ νωρίς – μάλιστα το σχετικό πρωτόκολλο του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού προβλέπει δεκάδες «προσδιοριστές επικινδυνότητας», δηλαδή χαρακτηριστικά του παιδιού ή/ και της οικογένειας που οφείλουν να οδηγήσουν έγκαιρα σε μια υποστήριξη και στενή παρακολούθησή της, λόγω υψηλού κινδύνου κακοποίησης και παραμέλησης.
Πέραν ενιαίων πρωτοκόλλων και εκπαίδευσης, μια ουσιαστική πολιτική πρόληψης απαιτεί την ενίσχυση των πρωτοβάθμιων κοινωνικών δομών με καταρτισμένο διεπιστημονικό προσωπικό. Ενδεικτικά, σύμφωνα με το Συνήγορο του Πολίτη στη σχετική του έκθεση το 2021, σε σύνολο 260 κοινωνικών λειτουργών και 45 ψυχολόγων που απασχολούνται στους 14 Δήμους που συμμετείχαν στην έρευνα, μόνο το 14% (42 κοινωνικοί λειτουργοί) ασχολούνται με την διερεύνηση καταγγελιών κακοποίησης/παραμέλησης, δεδομένου ότι το προσωπικό είναι επιφορτισμένο με πολλές και διαφορετικές αρμοδιότητες και διαμοιρασμένο και σε άλλες υπηρεσίες των Δήμων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απάντηση του Δήμου Αθηναίων, σύμφωνα με την οποία τα περιστατικά που χρήζουν παρακολούθησης ανέρχονται σε 70-100, πλην όμως η αρμόδια κοινωνική υπηρεσία δύναται να παρακολουθήσει μέχρι 20. Σημειώνουμε δε πως η συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων χρίζει παρακολούθησης και υποστήριξης σε μεγάλο βάθος χρόνου. Καλώς ή κακώς, όμως, χωρίς πρόληψη δεν υπάρχει παιδική προστασία.
Το δεύτερο σημείο προσοχής αφορά τη δικανική εξέταση των θυμάτων και τα Σπίτια του Παιδιού, δηλαδή οι κατάλληλοι χώροι δικανικής εξέτασης και επαγγελματικής υποστήριξης των παιδιών- θυμάτων, σύμφωνα με τη διεθνή βέλτιστη - αλλά και κοινή - πρακτική. Παρότι δημιουργήθηκαν, μετά τη νομοθεσία του 2017 και με καθυστέρηση 5 ετών, δύο Σπίτια του Παιδιού σε Αθήνα και Πειραιά, πολλά παιδιά θύματα, συμπεριλαμβανομένου και του θύματος στον Κολωνό, συνεχίζουν να ανακρίνονται, με πολλαπλές και τραυματικές καταθέσεις, στην Αστυνομία – από όπου και διέρρευσαν οι καταθέσεις. Οι λόγοι είναι πραγματικά δυσνόητοι και εντείνουν σοβαρά την καχυποψία που δημιουργείται για τη δυσκολία εφαρμογής του – κατά τα άλλα φιλόδοξου– Εθνικού Σχεδίου.
Το τρίτο σημείο έλλειψης είναι η έμφαση στην Αποϊδρυματοποίηση. Παρακολουθούμε με ανησυχία την αύξηση των κρουσμάτων να μετατρέπεται (συχνά, πανηγυρικά) σε ραγδαία αύξηση εισαγωγών στα ιδρύματα παιδικής προστασίας. Χωρίς ουσιαστικές παρεμβάσεις, ισχυρή πολιτική βούληση και ενίσχυση του διεπιστημονικού προσωπικού σε επίπεδο πρωτοβάθμιας κοινοτικής παρέμβασης (σε δήμους και περιφέρειες), ο στόχος της τοποθέτησης σε επείγουσα αναδοχή, αμέσως μετά την απομάκρυνση του παιδιού από την οικογένεια, παραμένει μακρινός. Τα ιδρύματα αποτελούν το πλέον ακατάλληλο πλαίσιο στήριξης και φροντίδας των παιδιών που έχουν υποστεί κακοποίηση.
Σημειώνουμε, τέλος, πως από το 2001 ως σήμερα έχουν εκπονηθεί τουλάχιστον τρία Εθνικά Σχέδια για την Παιδική Προστασία, για να βρεθούμε στη σημερινή δραματική κατάσταση. Οφείλουμε να θυμόμαστε πως, όσο σωστά κι αν καταγράφονται στο χαρτί οι σχεδιασμοί πολιτικής, το μόνο που μετράει είναι η εφαρμογή τους.
Η Μυρτώ Ξανθοπούλου είναι Σύμβουλος για την Κοινωνία των Πολιτών και Σύμβουλος Συνηγορίας για τα Παιδικά Χωριά SOS.