Με τον κορονοϊό να έχει προκαλέσει συναγερμό σε παγκόσμιο επίπεδο, έρχεται άλλο ένα καμπανάκι από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) που αφορά τη γρίπη των πτηνών. Σύμφωνα με την τελευταία του έκθεση ο συγκεκριμένος ιός έχει κάνει από τις αρχές Ιανουαρίου την εμφάνισή του σε 8 χώρες της κεντροανατολικής Ευρώπης.
Παρά το γεγονός πως η μετάδοσή του δεν είναι ιδιαίτερα συχνή στους ανθρώπους, ο Οργανισμός εφιστά την προσοχή να μην εκτίθενται σε μολυσμένα πτηνά χωρίς προστασία για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου μόλυνσης. Οι χώρες που αναφέρθηκαν κρούσματα της γρίπης των πτηνών είναι η Τσεχία, η Δανία, η Γερμανία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Ουκρανία.
Στην έκθεση αναφέρεται πως εντοπίστηκαν δύο τύποι του ιού και συγκεκριμένα ο Α (Η5Ν8), που θεωρείται υψηλών παθογόνων στελεχών και ο χαμηλής παθογονικότητας Α (Η5Ν1). Ο ιός έχει επηρεάσει στις 8 ευρωπαϊκές χώρες μονάδες πουλερικών, αλλά και πτηνά που υπάρχουν σε διάφορες κατοικίες, μεταξύ των οποίων γαλοπούλες, κοτόπουλα, πάπιες και χήνες. Παράλληλα, καταγράφηκαν και άγρια πτηνά -όπως γεράκια και κάποια υδρόβια- να έχουν μολυνθεί.
Σύμφωνα με την κοινοτική Οδηγία, τέθηκε σε εφαρμογή πρόγραμμα σφαγής στις πληγείσες εγκαταστάσεις. Εκτιμάται, όμως, ότι σε χώρες με σημαντική παραγωγή πουλερικών που βρίσκονται κοντά στις σημερινές εστίες και σε χαμηλότερα γεωγραφικά πλάτη ενδέχεται να εκδηλωθεί ο ιός, ανάλογα και με τις μετακινήσεις άγριων μολυσμένων πτηνών.
Προβληματισμό στους επιστήμονες προκαλεί επίσης το γεγονός πως τα στελέχη του ιού που εντοπίστηκαν φέτος στην Ευρώπη είναι διαφορετικά από εκείνα του 2019. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση του ECDC υπάρχει κάποια ομοιότητα με στελέχη που είχαν καταγραφεί στην Αφρική τον προηγούμενο χρόνο, ωστόσο δεν υπήρξε απόλυτη ταύτιση ενώ άλλα στελέχη έδειξαν σχέση με ιούς που είχαν εμφανιστεί στη Ρωσία το 2018.
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός διευκρινίζει πως η μετάδοση του ιού της γρίπης των πτηνών στον άνθρωπο δεν είναι σύνηθες φαινόμενο και ο κίνδυνος θεωρείται χαμηλός. Ωστόσο, δεν παραλείπει να εκφράσει την ανησυχία του εξαιτίας της μετάλλαξης των στελεχών του ιού. Για το λόγο αυτό συνιστά, άτομα που εκτίθενται σε πιθανώς μολυσμένα πτηνά, να αποφεύγουν την άμεση επαφή με αυτά ή τα περιττώματά τους (σάλιο, κόπρανα, ρινικές εκκρίσεις) και να παίρνουν τα κατάλληλα μέτρα ατομικής προστασίας.
Παράλληλα, σημειώνεται στην έκθεση ότι άτομα με αναπνευστικά προβλήματα, κάποιου άλλου είδους αλλεργίες (π.χ. επιπεφυκίτιδα) ή όσοι εμπλέκονται σε χειρουργικές επεμβάσεις και έχουν έρθει σε επαφή με κάποιο μολυσμένο πτηνό να το αναφέρουν στον γιατρό τους για να γίνουν οι απαιτούμενες εξετάσεις.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις οδηγίες επίσημων φορέων, οι ομάδες υψηλού κινδύνου είναι οι εργαζόμενοι σε κτηνοτροφικές μονάδες, πτηνοτροφεία ή ορνιθοτροφεία, οι εργαζόμενοι σε σφαγεία, οι κτηνοτρόφοι, οι κτηνίατροι και άλλα άτομα τα οποία έρχονται σε συχνή επαφή με μολυσμένα πτηνά και είναι δυνατό να εκτεθούν σε παθογόνα στελέχη του ιού.
Τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων που είναι δυνατό να εκτεθούν στον ιό της γρίπης των πτηνών αφορούν κυρίως την καλή ατομική υγιεινή μετά από κάθε εργασιακή δραστηριότητα και τον προληπτικό εμβολιασμό των εργαζομένων που ανήκουν σε ευαίσθητες ομάδες κινδύνου με το εμβόλιο της εποχικής γρίπης.
Οι εργαζόμενοι οι οποίοι προβαίνουν σε σύλληψη, εξέταση, θανάτωση και απομάκρυνση ασθενών πτηνών που επιβεβαιωμένα νοσούν από τη γρίπη ή υπάρχει ισχυρή υποψία ότι νοσούν από αυτό, θα πρέπει να λαμβάνουν επιπρόσθετα μέτρα, δηλαδή να φέρουν κατάλληλο προστατευτικό εξοπλισμό.