Κατασκόπολις

Κατασκόπολις

«Πόλη των Κατασκόπων [Kataskopolis] είναι ο τελευταίος και όχι ο πιο περήφανος τίτλος για την Αθήνα [...]. Όλη η πόλη έχει παραδοθεί στη διαβολική προπαγάνδα· 400 άτομα έχουν, μέσα σε ένα μήνα, συνδεθεί με κάποιο τρόπο με τη μυστική αστυνομία». Έτσι αρχίζει η ανταπόκριση της καναδικής εφημερίδας The Toronto World από την Αθήνα στις 30 Απρίλιου του 1916).

Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης και του Τύπου διαπνέονταν από αντιγερμανικά αισθήματα, η αγγλική και η γαλλική πρεσβεία λειτουργούσαν στο «ρελαντί», ενώ αντίθετα η γερμανική πρεσβεία και το βασιλικό περιβάλλον θα κάνουν τα αδύνατα-δυνατά για να μεταβληθεί η κατάσταση. Η πρεσβεία θα δαπανήσει 18.000 μάρκα για την ενίσχυση της γερμανικής προπαγάνδας το 1914 και ο Γερμανός πρέσβης Κουάντ (Quadt) θα ζητήσει ακόμα μεγαλύτερο κονδύλι για το νέο έτος.

Πράγματι μέχρι τα τέλη του 1914 ο Βρετανός Κρόφορντ Πράις (Crawfurd Price) ανταποκριτής κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων στην Αθήνα, αναφέρει ότι στην αρχή του πολέμου, από τις 14 αθηναϊκές εφημερίδες, οι 12 υποστήριζαν τον Βενιζέλο και τις Δυνάμεις της Αντάντ, ενώ μόνο δύο ήταν φιλικά προσκείμενες προς τη Γερμανία.

Ο άνθρωπος που επιφορτίστηκε με την ανατροπή αυτής της κατάστασης ήταν ο περιβόητος βαρόνος φον Σενκ (von Schenk) που εμφανίστηκε στην Αθήνα στα μέσα του 1914 ως υπάλληλος της Krupp, αλλά στην πραγματικότητα ήταν συντονιστής των μυστικών υπηρεσιών της Γερμανίας. Ως επικεφαλής του τηλεγραφικού πρακτορείου Βολφ (Wolff Telegraphic Agency) και με το αρχηγείο του εγκατεστημένο στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», οργάνωσε ένα τεράστιο δίκτυο κατασκόπων και προσπάθησε να εξαγοράσει μεγάλο μέρος του Τύπου.

Βρετανικές πηγές υπολογίζουν ότι περισσότεροι από 3.000 Γερμανοί πράκτορες ήταν ενεργοί στην Ελλάδα στην αρχή του πολέμου. Το 1916, η φιλοβενιζελική Αγγλο-Ελληνική Ένωση (Anglo-Hellenic League) του Λονδίνου έγραφε σε φυλλάδιό της: «Ο Baron von Schenk… είναι τώρα διάσημος –ή μάλλον διαβόητος... Είναι πρόσωπο αγαπητό στους Υπουργούς και ελέγχει τον μισό Τύπο της Αθήνας με ράβδους σιδήρου, ή μάλλον χρυσού».

Ο φον Σενκ, συνδεόμενος με τον ίδιο τον βασιλιά Κωνσταντίνο και στενός φίλος με μέλη του Γενικού Επιτελείου, θα επικεντρωθεί κατ’ εξοχήν στο έργο της μεταστροφής εφημερίδων των Αθηνών και της επαρχίας. Και όντως, όπως έγραψε ο Κρόφορντ Πράις, μετά το 1915 η κατάσταση είχε κυριολεκτικώς αντιστραφεί και από τις 14 αθηναϊκές εφημερίδες, οι 10 είχαν προσχωρήσει στις Κεντρικές Δυνάμεις και μόνον τέσσερις παρέμειναν με τον Βενιζέλο! Και δεν πρέπει να παραθεωρούμε τον τεράστιο ρόλο που διαδραμάτιζαν οι εφημερίδες σε μια εποχή που αποτελούσαν το μοναδικό μέσο πληροφόρησης και προσανατολισμού της κοινής γνώμης.

Οι πιο κραυγαλέες περιπτώσεις μεταστροφής υπήρξαν εκείνες της πρώην βενιζελικής εφημερίδας Εσπερινή, για την εξαγορά της οποίας η γερμανική πρεσβεία διέθεσε 50.000 φράγκα, καθώς και της σημαντικής βενιζελικής εφημερίδας Νέα Ημέρα. Ενώ, το Μάιο του 1914 υποστήριζε ότι θα αποτελούσε «πραξικόπημα κατά του πολιτεύματος» η διατύπωση από το Στέμμα πολιτικών απόψεων αντίθετων με κείνες της κυβέρνησης (Ν. Ημέρα, 1-5-1914), αργότερα ανακήρυσσε τον βασιλιά σε πολιτικό ηγέτη της «ουδετερόφιλης» παράταξης. Βρισκόταν άλλωστε σε στενή επαφή και δημοσίευε τις απόψεις του Επιτελείου, του Μεταξά και του Γ. Στρέιτ. Μια επίσης σημαντική εφημερίδα η οποία μετεστράφη μετά την παραίτηση του Βενιζέλου τον Φεβρουάριο του 1915 ήταν το υψηλής κυκλοφορίας Εμπρός του Δημητρίου Καλαποθάκη. Φανατικά γαλλόφιλη στις αρχές του πολέμου, στα μέσα Απριλίου 1915 τάχθηκε υπέρ της ουδετερότητας και το καλοκαίρι υπέρ της πολιτικής της Γερμανίας. Μάλιστα η εφημερίδα θα δικαιολογήσει τη μεταστροφή της ως «ἁπλούν ἀποτέλεσμα τῆς προσαρμογής τῆς πολιτικῆς στὰ ἑκάστοτε γεγονότα» (Εμπρός, 1-10-1915).

Μεγάλη έκταση προσέλαβε η εξαγορά του Τύπου ιδιαίτερα μετά την απόπειρα του βαρόνου να εξαγοράσει και το «Ἀθηναϊκὸν Πρακτορεῖον Τύπου». Η γαλλική και η αγγλική πρεσβεία θα θορυβηθούν και θα αντιδράσουν κατά τα τέλη του 1915, όταν θα έλθει στην Αθήνα και ο περιβόητος Ροκφέιγ, αλλά πλέον ήταν μάλλον αργά. Ο βαρόνος φον Σενκ είχε θριαμβεύσει:

Τον Ιούλιο του 1915, η πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα της χώρας, η Πατρίς, η ναυαρχίδα του βενιζελικού Τύπου, θα αποδυθεί σε μια εκστρατεία εναντίον του βαρόνου φον Σενκ. Ο βαρόνος εξέδωσε μια θρασύτατη ανακοίνωση: «Τὸ μόνον τὸ ὁποῖον κάμνω εἶναι νὰ δίδω ἐπὶ πληρωμῇ τηλεγραφήματα ἤ ἀνακοινωθέντα είς τὰ διάφορα φύλλα, ἐνίοτε δὲ καὶ ἄρθρα τὰ ὁποῖα ἀποστέλλω ἐγώ». Το Σάββατο 11/24 Ιουλίου η Πατρίς θα δημοσιεύσει κύριο άρθρο με τον τίτλο «Νὰ φύγῃ ἄνευ ἀναβολῆς», ενώ στις 12/25 Ιουλίου θα αναπαραγάγει ιδιόχειρη επιστολή του διευθυντή της εφημερίδας του Ηρακλείου Παλιγγενεσία, που πληροφορεί τον βαρόνο ότι τα άρθρα του δημοσιεύθηκαν και ότι αναμένει τη σχετική ανταμοιβή (ο βαρόνος υποστήριξε ότι αφορούσαν αίτημα «δανείου» 14.000 δραχμών τις οποίες όμως δεν απέστειλε).

Ο ίδιος ο Βενιζέλος, στην τελευταία συνεδρίαση της Βουλής στην οποία ομίλησε ως πρωθυπουργός, στις 21 Σεπτεμβρίου/4 Οκτωβρίου 1915, πριν αποπεμφθεί εκ νέου από τον βασιλιά, θα αναφερθεί σε «…ἐκείνους(οι) οἱ ὁποῖοι εἶνε ἀργυρώνητοι… οἱ ὁποῖοι ἐν γνώσει ὁλου τοῦ κόσμου ἐπώλησον τὴν κάλαμόν τους εἰς ξενικὴν προπαγάνδαν…», για να επαναλάβει εν συνεχεία, μετά τις διαμαρτυρίες του Γούναρη: «Εἶναι γνωστόν εἰς ὅλους τοὺς παροικοῦντας ἐν Ἱερουσαλήμ ὅτι ὡρισμένα ὄργανα τῆς δημοσίας γνώμης κατώρθωσαν εἰς διάστημα ὀλιγότερων τῶν 24 ὡρῶν νὰ μεταβάλωσιν ἐντελῶς πολιτικὴν διότι ἐν τῷ μεταξὺ ὑπῆρξε ἐξώνησις ἀσυνείδητος ἐκ μέρους ξένης προπαγάνδας».

Πάντως, η συντονισμένη επίθεση εναντίον του φον Σενκ και η οργάνωση της αντίπαλης γαλλικής και βρετανικής κατασκοπίας και συμπερίληψή του στον κατάλογο 12 Γερμανών κατασκόπων που ο ναύαρχος Φουρνιέ (Fournier) υπέβαλε στο ΥΠΕΞ, οδήγησε τελικά στην απομάκρυνσή του (Σεπτέμβριος 1916). Καθώς έφευγε από την Αθήνα δήλωνε ειρωνικά: «Όταν έφτασα εδώ, η άποψη στην Ελλάδα ήταν, αν όχι εχθρική, σίγουρα όχι ευνοϊκή προς τη Γερμανία. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν. Εγώ έπρεπε να ξεκινήσω από το μηδέν. Οι Σύμμαχοι (με τη συμπεριφορά τους Γ.Κ) ήταν οι καλύτεροι δεσμοί μου μέχρι τώρα. Εξαρτάται καθαρά από εκείνους αν θα συνεχίσουν τη δουλειά μου ή όχι».

Και έτσι συμβαίνει σχεδόν πάντοτε. Στην προσπάθεια επηρεασμού της πολιτικής πραγματικότητας μιας χώρας, εκείνη η μεγάλη δύναμη που κατέχει υποδεέστερο ρόλο απέναντι σε εκείνες που κυριαρχούν επενδύει προνομιακά στην οργάνωση της διείσδυσης και παρέμβασης στον Τύπο, τα κόμματα και τις ελίτ. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για χώρες μικρές, διχασμένες και ταυτόχρονα υψηλής γεωπολιτικής αξίας όπως η Ελλάδα.

* Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του «1922: διχασμός και καταστροφή»

* Ο Γιώργος Καραμπελιάς είναι συγγραφέας και πολιτικός αναλυτής