Λατρεμένος του κοινού, αγαπούσε τις γυναίκες και τη δουλειά
Κώστας Βουτσάς

Λατρεμένος του κοινού, αγαπούσε τις γυναίκες και τη δουλειά

Η αγάπη του κόσμου τον συνόδευε σε ολόκληρη την καριέρα του, καθώς και στην περιπέτεια της υγείας του στο νοσοκομείο. Περιπέτεια από την οποία, αν και πάλεψε παλικαρίσια όπως σε όλη του τη ζωή, δεν κατάφερε να βρει νικητής. Ήταν αγαπητός καθώς το κοινό τον ακολουθούσε πάντοτε στη λαμπρή 65χρονη πορεία του στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Ο Κώστας Βουτσάς ήταν από τους πιο καταξιωμένους Έλληνες κωμικούς και από τους πιο ευγενικούς και τρυφερούς ανθρώπους.

Γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1931 στο Βύρωνα της Αττικής από πατέρα Θρακιώτη και μητέρα Κεφαλλονίτισσα. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στερημένα, και γαλουχήθηκε μέσα από πολλές δυσκολίες και αντιξοότητες. Οι γονείς του πατέρα του ήταν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και το οικογενειακό επίθετο ήταν Σαββόπουλος. Υιοθέτησε το Βουτσάς όταν βγήκε στο θέατρο και του ζήτησαν να το αλλάξει- αλλιώς σήμερα θα είχαμε τον Κώστα και τον Διονύση Σαββόπουλο. Ο παππούς του ήταν κατασκευαστής βαρελιών, βουτσιών, εξ ου και το Βουτσάς. Αλλά και το «Κώστας» είχε δοθεί σε μεγαλύτερο αδερφό του, που πέθανε σε ηλικία 6 ετών από δάγκειο πυρετό.

Η οικογένεια περνούσε πολύ φτωχικά, ο κομμουνιστής πατέρας προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα μέσα από διώξεις στην Αθήνα. Δεν είχαν καν σπίτι, έμεναν σε ένα μαγαζί στο Βύρωνα με καλυμμένες τις βιτρίνες. Κάποτε μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη, όπου τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα. Ο πατέρας του δούλευε σαν εργάτης οδοποιός και για να συμπληρωθεί το οικογενειακό εισόδημα, ο ίδιος και τα αδέλφια του έκαναν διάφορες μικροδουλειές. Θυμόταν πάντοτε τον εαυτό του να γυρνάει με το κασελάκι στους δρόμους της Θεσσαλονίκης πουλώντας τσιγάρα. Αυτή ήταν η πρώτη του δουλειά.

Τα τσιγάρα τους βοήθησαν και στην περίοδο της κατοχής, οπότε αντάλλασσε τσιγάρα κακής ποιότητας με τα τσιγάρα των Άγγλων αιχμαλώτων. Έδινε 100 και έπαιρνε λιγότερα, γιατί σε αυτή τη λογική στηριζόταν η ανταλλαγή, όμως μπορούσε να τα πουλήσει πιο ακριβά σε όσους είχαν χρήματα και να βγάλει ικανοποιητικό κέρδος. Αργότερα έκανε τον αβανταδόρο στους παπατζήδες. Την κρίσιμη ώρα ειδοποιούσε για την παρουσία της αστυνομίας ακόμη και όταν αυτό δεν αλήθευε, ώστε να πιάσουν κορόιδο κάποιον αφελή. Όσα χρήματα κέρδιζε, τα έδινε πάντα στη μητέρα του.  Στην κατοχή μαζί με άλλα «Αετόπουλα» της εποχής, σκορπούσε προκηρύξεις κατά των Γερμανών μέσα στους κινηματογράφους. Οι νεαροί ανέβαιναν στον εξώστη, πετούσαν ψηλά τις προκηρύξεις και μέχρι αυτές να προσγειωθούν στο πάτωμα, κατέβαιναν στην πλατεία και παρίσταναν τους θεατές. Έτσι ο Βουτσάς γνώρισε έναν χώρο στον οποίο αργότερα θα μεγαλουργούσε. Τον κινηματογράφο.

Μετά τον πόλεμο ασχολήθηκε με τον αθλητισμό. Ήταν αθλητής ταχύτητας και άλματος εις μήκους σε ένα Βυζαντινό σύλλογο που λεγόταν ΒΑΟ. Όταν ο προπονητής του τον έστειλε για μια προετοιμασία σε μια κατασκήνωση στη Μηχανιώνα, ο Βουτσάς είχε την πρώτη του επαφή με το θέατρο. Καθώς έκανε προπόνηση άκουσε μια πρόβα για ένα θεατρικό της κατασκήνωσης και έκανε ένα αρνητικό σχόλιο για το παιδί που υποδύονταν τον μεθυσμένο. Τότε ο υπεύθυνος του θεατρικού για να τον προκαλέσει, του είπε να το κάνει ο ίδιος καλύτερα αν μπορούσε. Φυσικά, το έκανε. Και ο Βουτσάς το έκανε. Από τότε του μπήκε το «σαράκι».

Αφού τελείωσε το Μακεδονικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και συμμετείχε σε διάφορες παραστάσεις περιπλανώμενων θιάσων, τα γνωστά μπουλούκια, αποφάσισε να φύγει από τη Θεσσαλονίκη και να κατέβει στην Αθήνα να αναζητήσει την τύχη του. Την ημέρα που έφευγε πήγε στον σταθμό του τρένου άρπαξε μια πέτρα που είχε γίνει μαύρη από τα λάδια της ατμομηχανής και την πέταξε μακριά, ρίχνοντας έτσι, συμβολικά, μαύρη πέτρα πίσω του. Ηταν 21 ετών. Έδωσε τρεις φορές εξετάσεις για να πάρει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, που ήταν τότε απαραίτητη για τους ηθοποιούς. Τις δυο πρώτες φορές η επιτροπή τον απέρριψε. Όπως ανέφερε ο ίδιος, ένα από τα μέλη της επιτροπής του είπε πως δεν κάνει για το θέατρο και τον συμβούλεψε να πάει να εργαστεί σε τράπεζα ως υπάλληλος. Ευτυχώς ο Βουτσάς δεν τον άκουσε.

Άρχισε να εμφανίζεται στο θέατρο Ακροπόλ, και παράλληλα να παίρνει μικρούς ρόλους σε ταινίες. Η πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση έγινε το 1953 στην ταινία «Ο Μπαμπάς Εκπαιδεύεται» Το 1961 εμφανίζεται σε δύο ταινίες της Φίνος Φιλμ, «Η Αλίκη στο Ναυτικό» του Αλέκου Σακελλάριου και «Ο Σκληρός Άνδρας», του Γιάννη Δαλιανίδη, ο οποίος του εμπιστεύεται την επόμενη χρονιά σημαντικό και απαιτητικό ρόλο, για τη νεορεαλιστική δραματική ταινία «Ο Κατήφορος», πάλι για λογαριασμό της Φίνος Φιλμ. Η ερμηνεία του Βουτσά, σε ρόλο ξιπασμένου νέου, δικαιώνει τον σκηνοθέτη για την επιλογή του και αποτελεί το έναυσμα για την απογείωση της καριέρας του.

Η δεκαετία του ΄60 ήταν για τον Βουτσά η περίοδος της καθιέρωσης και της αναγνώρισης. Πρωταγωνιστεί σε θρυλικές κωμωδίες, πραγματοποιώντας εκπληκτικές ερμηνείες και στιγματίζοντας όλους τους ρόλους που υποδύεται. Το πληθωρικό, μπριόζικο, και φυσικό παίξιμο του, μαζί με το αμίμητο υφολογικό του στυλ, κάνουν θραύση και αποτελούν εγγύηση γέλιου, ενώ οι ατάκες του αφήνουν εποχή - «Έχω και κότερο πάμε μια βόλτα;», «Κααατίνα σαλααμάκι». Οι καρπαζιές του στον Τζανετάκο και στον Τζεβελέκο δημιουργούν... «σχολή καρπαζιάς», και η σκηνή που τραγουδάει το περίφημο «Φσστ μποινγκ» στο μιούζικαλ «Κάτι να Καίει» προκαλεί πανζουρλισμό στις αίθουσες. Παίζει διάφορους τύπους ρόλων με την ίδια ερμηνευτική ικανότητα και γίνεται ο σταρ του Δαλιανίδη και της Φίνος Φιλμ.

Κάποιοι από τους ρόλους του, που μένουν αξέχαστοι είναι ο μικροαστός στο «Ανθρωπάκι», ο Κωνσταντινοπολίτης μαμάκιας στη «Νύχτα Γάμου», ο τεμπέλης γιος στη «Χαρτοπαίχτρα» ο λαϊκός ποδοσφαιριστής στο «Μια Κυρία στα Μπουζούκια», ο μικροαπατεώνας στον «Γόη», ο Άραβας γιαλαντζί στο «Ξυπόλητος Πρίγκηψ», ο Ράμογλου με το κότερο, στο «Κορίτσια για Φίλημα», αλλά και τόσοι άλλοι. Παράλληλα, διακρίνεται σε όλα τα είδη του θεάτρου – πρόζα, επιθεώρηση, μιούζικαλ – και καθιερώνεται στη συνείδηση του κοινού ως κορυφαίος νέος Έλληνας κωμικός. Τα έργα «Αγάπη μου Παλιόγρια» του Τσιφόρου (γυρίστηκε και επιτυχημένη ταινία με τον ίδιο και την Ξ. Καλογεροπούλου), «Οι Απάνω και οι Κάτω» των Τσιφόρου-Βασιλειάδη, «Ο Αρχοντοχωριάτης» του Μολιέρου, ήταν κάποιες από τις πιο σημαντικές θεατρικές του επιτυχίες. Το 1986 ανέβασε στο θέατρο Γκλόρια την παγκόσμια θεατρική επιτυχία «Πούπσι», διασκευασμένη και μεταφρασμένη στα ελληνικά, σπάζοντας τα ταμεία, παθαίνοντας, ωστόσο, οικονομική ζημιά από τα υπέρογκα έξοδα. Την επόμενη χρονιά επανέκαμψε οικονομικά, ανεβάζοντας το έργο «Η γλυκιά Ούτσι» της Μαρίας και Ελένης Παξινού, γνωρίζοντας εκ νέου εισπρακτική επιτυχία.

Ο Κώστας Βουτσάς έβαλε τη σφραγίδα του σε κωμωδίες, οι οποίες απέκτησαν διαχρονική αξία και προβάλλονται αδιάλειπτα από την μικρή οθόνη. Συνολικά, έχει γυρίσει περίπου 70 ταινίες. Η Φίνος Φιλμ αποτελεί γι αυτόν το πολυτιμότερο κεφάλαιο της καριέρας του, αφού γύρισε μαζί της 30 ταινίες - τις περισσότερες που γύρισε ηθοποιός σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ταυτοχρόνως έπαιξε και στο θέατρο και συμμετείχε σε κάποιες τηλεοπτικές σειρές.

Υπήρξε σύζυγος της ηθοποιού και χορεύτριας Έρρικας Μπρόγερ με την οποία απέκτησε μια κόρη, τη Σάντρα. Έχει άλλες δύο κόρες από τον δεύτερο γάμο με τη Θεανώ Παπασπύρου, τη Νικολέτα και τη Θεοδώρα, με την τελευταία να ακολουθεί τα δικά του βήματα στο χώρο της ηθοποιίας. Ο θετός γιος του (από προηγούμενο γάμο της τρίτης γυναίκας του Εύης Καραγιάννη, πρώην μοντέλου και ηθοποιού), Άνθιμος Ανανιάδης, είναι επίσης ηθοποιός.

Το 2015 ο Κώστας Βουτσάς έκανε σχέση με τη 47 χρόνια μικρότερή του ηθοποιό Αλίκη Κατσαβού, με την οποία παντρεύτηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2016 και στις 23 Ιουλίου του ίδιου έτους απέκτησαν ένα γιο, τον Φοίβο.

Φιλμογραφία

1953
Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται

1958
Η κυρά μας η μαμή

1959
Για την αγάπη της βοσκοπούλας

1960
Το αγόρι που αγαπώ

1961
Ο σκληρός άνδρας
Ο Κατήφορος
Η Αλίκη στο ναυτικό

1962
Οι γυναίκες θέλουν ξύλο
Ο Θόδωρος και το δίκαννο
Νόμος 4000
Μερικοί το προτιμούν κρύο
Η Αθήνα τη νύχτα
Αστροναύτες

1963
Ο φίλος μου ο Λευτεράκης
Η ψεύτρα
Ζητείται τίμιος
Ένα κορίτσι για δύο
Εμείς τα μπατιράκια

1964
Ό,τι θέλει ο Λαός
Κάτι να καίει
Οι κληρονόμοι
Η χαρτοπαίχτρα

1965
Το πρόσωπο της ημέρας
Τέντυ μπόι αγάπη μου
Ραντεβού στον αέρα
Όχι, κύριε Τζόνσον
Κορίτσια για φίλημα
Ένα έξυπνο, έξυπνο μούτρο

1966
Ξυπόλητος πρίγκηψ

1967
Οι θαλασσιές οι χάντρες
Νύχτα γάμου
Γαμπρός απ’ το Λονδίνο

1968
Το πιο λαμπρό μπουζούκι
Ο ψεύτης
Μια κυρία στα μπουζούκια
Για ποιον χτυπά η κουδούνα
Ο γόης

1969
Το θύμα
Η παριζιάνα
Ένας άφραγκος Ωνάσης
Ο άνθρωπος της καρπαζιάς
Το ανθρωπάκι

1970
Εγώ ρεζίλεψα τον Χίτλερ
Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά

1971
Αγάπησα μια πολυθρόνα
Πίσω μου σ’ έχω σατανά
Εθελοντής στον έρωτα

1972
Ο αντιφασίστας
Επτά χρόνια γάμου
Αγάπη μου παλιόγρια

1973
Ο αισιόδοξος
Είκοσι γυναίκες κι εγώ
Τον αράπη κι αν τον πλένεις
Ένας τρελός, τρελός αεροπειρατής

1975
Ο τρομοκράτης
Ένα τανκ στο κρεββάτι μου

1979
Τζακ ο καβαλάρης

1980
Ο Κώτσος στην ΕΟΚ
Ο Κώτσος και οι εξωγήινοι

1981
Ο τελευταίος άντρας
Ο Κώτσος έξω από το ΝΑΤΟ

1982
Αλλαγή και το λουρί της μάνας

1983
Σερίφης ο μηχανοφάγος
Η δημοκρατία του νέφους

1984
Ο έρωτας του Οδυσσέα

1985
Τα τούβλα

1986
Οι Πόντιοι
Είναι γάτα ο Γιατρός
Αγάπησα έναν Πόντιο
Ο Ιππότης της λακκούβας

1987
Ο δίγαμος
120 ντεσιμπέλ
Πολυεθνικός γαμπρός

1988
Ανύπαντρος πατέρας

1989
Ο υπαλληλάκος πάει στον Παράδεισο
Γρίπη Αγάπη μου

1990
Γαμπρός με το ζόρι
Η κόκκινη Μαργαρίτα

1996
Προς την ελευθερία

1999
Κάθε Σάββατο

2002
Γύρω-γύρω όλοι

2007
Γυναικείες συνωμοσίες

2008
Bank bang

2009
Η νήσος
Ο διαχειριστής

2010
Ρόδα, τσάντα και κοπάνα 5

2011
Νησος 2
Πόντιοι νέαν γενεάν

2012
Λάρισα εμπιστευτικό

2013
Ακάλυπτος

2014
Πέμπτη & 12

Ήταν αφοσιωμένος στις γυναίκες και στη δουλειά. Σε μια από τις δηλώσεις του έχει πει χαρακτηριστικά: «Η δουλειά, να ξέρεις, είναι υγεία. Όταν κάθεσαι στο σπίτι, σου “μιλάει” η πίεση, η αφραγκία και πολλές ακόμα λέξεις που ξεκινούν από άλφα. Όταν, όμως, βγαίνεις έξω και δουλεύεις, αυτό είναι κάτι που σε γεμίζει ζωή και σου φορτίζει τις μπαταρίες. Δεν κάπνισα ποτέ, δεν βάζω αλάτι στο φαγητό μου και είμαι συνέχεια σε μια δράση. Πολλοί μου λένε πως έχω πάθος με τις γυναίκες. Τους απαντώ πως οι γυναίκες δεν είναι πάθος, αλλά αποστολή! Για να κρατήσω το μυαλό μου σε διαύγεια, λύνω σταυρόλεξα με το αριστερό μου χέρι, κρατώντας το περιοδικό ανάποδα. Επίσης, μου αρέσει να αθροίζω τα νούμερα των πινακίδων στα αυτοκίνητα. Και το κάνω σε χρόνο dt. Κάνω οτιδήποτε θεωρώ πως εκπαιδεύει το μυαλό μου».