Στην έννοια της παιδείας και στο ρόλο του εκπαιδευτικού συστήματος στην εξέλιξη του ανθρώπου και της κοινωνίας αναφέρεται σε άρθρο της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η πρώην υπουργός Παιδείας, Μαριέττα Γιαννάκου.
Παράλληλα, θέτει τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός καλού δημόσιου σχολείου για όλους που πρέπει να αποτελεί φιλοδοξία κάθε συστήματος εξουσίας δημοκρατικής χώρας.
Αναλυτικά το άρθρο της κα Γιαννάκου:
Οποιαδήποτε συζήτηση με αντικείμενο πάσης φύσεως αν παρακολουθήσει κανείς, συνήθως καταλήγει με τη φράση «όλα είναι θέμα παιδείας» παραπέμποντας στην ουσία στο σύστημα εκπαίδευσης της χώρας. Η παιδεία βεβαίως δεν είναι μόνο το σύστημα εκπαίδευσης. Είναι ο οικογενειακός και κοινωνικός περίγυρος, τα media, το διαδίκτυο και οτιδήποτε ασκεί επιρροή στη διαμόρφωση χαρακτήρα και προσωπικότητας πέραν του γνωστικού αντικειμένου.
Εξυπακούεται ότι η εκπαίδευση που παρέχεται με την ευθύνη του κράτους αλλά και με τους ιδιώτες υπό την εποπτεία του κράτους έχει μερίδιο ευθύνης σημαντικό στη συγκρότηση του ατόμου και του κοινωνικού περιβάλλοντος. Δε μπορεί όμως μόνη της να απαντήσει στο σύνολο των προβλημάτων που σχετίζονται με τη λειτουργία της δημοκρατίας και την ανάπτυξη της χώρας. Ούτε αρκεί για την αναγκαία στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες αναδιανομή του εισοδήματος. Το πεδίο των γνώσεων είναι τόσο ευρύ ώστε εκ των πραγμάτων απαιτείται επιλογή για το τι είναι αναγκαίο να διδάσκεται στην υποχρεωτική καταρχήν εκπαίδευση.
Το σχολείο πρέπει και μπορεί να δώσει στα παιδιά και τους νέους τα βασικά εργαλεία που θα επιτρέψουν την εν συνεχεία διεύρυνση του πεδίου γνώσεων, της κριτικής σκέψης, της ορθολογικής προσέγγισης, της ανάπτυξης της φαντασίας, της δημιουργικότητας και των νέων ιδεών.
Οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός καλού δημόσιου σχολείου για όλους πρέπει ν'' αποτελεί φιλοδοξία κάθε συστήματος εξουσίας δημοκρατικής χώρας. Πρώτη προϋπόθεση είναι η εκπαίδευση των εκπαιδευτών αφού προηγηθεί η κατάλληλη επιλογή τους, γιατί δεν αρκεί η περιγραφή της διδακτέας ύλης και το μοναδικό σχολικό βιβλίο.
Δεύτερον οι χώροι στους οποίους γίνεται η διδασκαλία να είναι λειτουργικοί, ασφαλείς και να δημιουργούν θετική προδιάθεση. Τρίτον να αναπτυχθούν προγράμματα παράλληλης στήριξης για παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες που μπορούν κάλλιστα να παρακολουθούν μια κανονική τάξη υποβοηθούμενα.
Τέταρτον να μαθαίνουν ξένες γλώσσες στο σχολείο και με δυνατότητα επιλογής.
Πέμπτον να δοθεί έμφαση στην ποιότητα των σχολείων των φτωχών και υποβαθμισμένων περιοχών όπου συχνά επικρατεί στις οικογένειες λειτουργικός αναλφαβητισμός και το σχολείο καλείται να αναπληρώσει ευρύτερα της τυπικής αποστολής του πεδία. Έκτον η πραγματική χρησιμοποίηση των ευκαιριών που δίνει η νέα τεχνολογία στην απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων. Έβδομον η ανάδειξη της αριστείας όχι μόνο ως ατομικής πρόκλησης, αλλά και ουσιαστικής συνεισφοράς στην κοινή προσπάθεια. Τέλος η δυνατότητα μιας καλής τεχνολογικής εκπαίδευσης για το Λύκειο και της δυνατότητας του Γενικού Λυκείου να δημιουργήσει προϋποθέσεις για International Baccalaureat, γεγονός που θα απαλλάξει εν μέρει την ελληνική οικογένεια από το υπέρογκο κόστος των φροντιστηρίων και θα βοηθήσει στην κινητικότητα των υποψηφίων φοιτητών.
Το σύστημα σε όλες τις βαθμίδες περιλαμβανομένης της ανωτάτης βαθμίδας, πρέπει να αξιολογείται συνεχώς ώστε να επιβεβαιώνεται η ποιότητα στην εκπαίδευση, η σταθερότητα του αξιακού περιβάλλοντος και η συνεχής διόρθωση παραμέτρων που επηρεάζουν αρνητικά την αποδοτικότητα του συστήματος. Λαμβάνοντας υπόψιν το τεράστιο αριθμό συμμετεχόντων στην εκπαιδευτική προσπάθεια απαιτείται ατομική ευθύνη και συντονισμένη συλλογική δράση που θα επιτρέπει στη σωρεία των προβλημάτων που εμφανίζονται στις εκπαιδευτικές μονάδες, να επιλύονται ως επί το πλείστον επιτόπου. Η συλλογική προσπάθεια πρέπει να ενισχυθεί με την ύπαρξη πειραματικών σχολικών μονάδων όπου με τη βοήθεια και των αρμοδίων πανεπιστημιακών σχολών θα δοκιμαστούν μέθοδοι και προσεγγίσεις με βάση τα διεθνώς παραδεκτά ώστε τα θετικά αποτελέσματα να χρησιμοποιηθούν ευρύτερα στην εκπαίδευση.
Ως γενική αρχή πρέπει να θεωρηθεί αφενός η σταθερότητα των διαδικασιών επί αρκετό χρόνο ώστε να υπάρξει ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφετέρου η προσαρμοστικότητα στα δεδομένα που αλλάζουν με ταχύτητα στην εποχή της κοινωνίας της γνώσης και της πληροφορίας.
Η επίλυση της άσκησης αυτής είναι σήμερα πιο δύσκολη από ότι στο παρελθόν και προϋποθέτει αυξημένο οικονομικό κόστος, γι''αυτό και η διαχείριση των οικονομικών της εκπαίδευσης πρέπει συνεχώς να διέπεται από κανόνες που θα συνδέουν αυτό το κόστος με την κοινωνική αποτελεσματικότητα.