Η Ακρόπολη κατά την αρχαιότητα είχε διαφορετική εικόνα από αυτήν που βλέπουμε σήμερα, μια εικόνα που ο Μανόλης Κορρές βοηθά να φανταστούμε. Κατά την κλασική εποχή είχε την αισθητική των προγόνων μας, συνδυασμένη με λιτότητα αλλά ανέδιδε μεγαλοπρέπεια και σεβασμό προς τα ιερά.
«Το έργο της νέας διάστρωσης της κεντρικής οδού στην Ακρόπολη σημειώνει σε άρθρο του για το in.gr, «αν και δεν έχει ολοκληρωθεί (ούτε κατά το ήμισυ), προκάλεσε ήδη πολλές πρόχειρες ή υπερβολικές αντιδράσεις βάσει ελλιπών στοιχείων, με αποτέλεσμα να πλεονάζουν οι γενικεύσεις και να απουσιάζουν οι εποικοδομητικές απόψεις ή προτάσεις (η επιστολή του συναδέλφου Τάσου Τανούλα, με τις ορισμένως χρήσιμες ή ενδιαφέρουσες και ευπρόσδεκτες παρατηρήσεις του, αποτελεί εξαίρεση). Πάντως, χάρις σε όλα αυτά, το υπό εξέλιξη έργο διεκδικεί κεντρική θέση στην τρέχουσα επικαιρότητα, πράγμα που δικαιολογεί μια έστω και περιληπτική περιγραφή του ήδη δημοσιευμένου ευρύτερου πλαισίου αρχαιολογικών δεδομένων ή διαπιστώσεων και προβλεπόμενων εργασιών ως εξής:
H Ακρόπολη ήταν χωρισμένη με τοίχους σε τεμένη, τα οποία δεν επικοινωνούσαν παρά μόνον μέσω της παναθηναϊκής οδού και μιας άλλης στα βόρεια. Παρά το ακανόνιστο σχήμα της, τα τεμένη ήταν σχεδόν τετράγωνα ή τετράπλευρα, εντασσόμενα σε ένα σύστημα ίσων ή σχεδόν ίσων διαιρέσεων. Κάθε τέμενος διέθετε τη δική του ισοπέδωση (και υψομετρική στάθμη) παραγόμενη με επίχωση, αλλά και με οριζόντιο εκβραχισμό.
H τελική γαιώδης επίστρωση κάλυπτε τα επιχωμένα μέρη, αλλά και τα εκβραχισμένα. Κατά την κλασική εποχή οι μαρμάρινες υπαίθριες πλακοστρώσεις αποτελούσαν πολυτέλεια όχι άσχετη προς την ιερότητα: βόρεια αυλή Ερεχθείου, Τέμενος Αθηνάς Νίκης. Κατ’ εξαίρεση, στο τέμενος του Διός Πολιέως δεν έγινε εκβραχισμός – ίσως χάριν συμβολικής διατήρησης του κορυφαίου μέρους του βράχου. Το Άνδηρο του Παρθενώνος, μεγαλύτερο όλων, κατελάμβανε σχεδόν τη μισή Ακρόπολη. Τα απώτερα ανατολικά και νότια τμήματα αυτού του ανδήρου, προσχεδιασμένα όπως και τα βόρεια, ουδέποτε εκτελέσθηκαν.
Αλλά παρόμοιες γεωτεχνικές εκκρεμότητες υπάρχουν και σήμερα: η παρούσα επιφάνεια της Ακρόπολης δεν αντιστοιχεί σε καμιά αρχαία ή μεσαιωνική ιστορική φάση, αλλά είναι μόνον το τυχαίο αποτέλεσμα της Μεγάλης Ανασκαφής (1885-1890), επειδή μετά από αυτήν τα περισσότερα ορύγματα έμειναν ως είχαν, ενώ κατά τις δηλώσεις του Π. Καββαδία έπρεπε να πληρωθούν με εδαφικό υλικό, ώστε να αποκατασταθούν οι ισοπεδώσεις της κλασσικής εποχής.
Κύρια αίτια της εκκρεμότητας είναι οι μεγάλες καθυστερήσεις κατά την ετοιμασία των τελικών δημοσιεύσεων των ανασκαφικών ευρημάτων, η συνεχώς παρατεινόμενη ανάγκη επανεξέτασης των ανασκαφέντων, η κατάληψη μεγάλου μέρους του εδάφους από ογκώδεις σωρούς αρχαίων και άλλων λίθων ή κατά καιρούς από εργοτάξια των αναστηλωτικών προγραμμάτων και, δυστυχώς, η συνήθεια.»
Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό, πρόεδρο της Επιτροπής Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως και μέλος του ΚΑΣ, οι θετικές πλευρές αυτής της κατάστασης είναι:
Η δυνατότητα παρατήρησης της ανατομίας κατασκευών, που κανονικά δεν θα ήταν ορατή.
Η δυνατότητα αισθητικής απόλαυσης της πλούσιας διάπλασης των φυσικών επιφανειών του βράχου.
Αρνητικές πλευρές είναι:
Η συνεχής και ταχεία φθορά των κατά κανόνα ευτελών λίθων των θεμελίων των μνημείων, συμπεριλαμβανoμένoυ του τείχους.
Η αδυναμία επιφανειακής απορροής των ομβρίων. Αντί αυτής τα νερά κατεισδύουν στις επιχώσεις, προκαλούν σοβαρότατες βλάβες στον βράχο, στα θεμέλια και στις επιχώσεις, οι οποίες με τη σειρά τους ασκούν πρόσθετες και μακροχρόνια επικίνδυνες πιέσεις στα τείχη.
Η αδυναμία ικανοποιητικής χρήσης του χώρου για την κίνηση ή τη στάση των επισκεπτών και, τέλος,
Η αποστέρηση των μνημείων από το κατάλληλο ή ακόμη και αναγκαίο για την ορθή θεώρησή τους πεδίον κίνησης ή στάσης.
«Για τους λόγους αυτούς» υπογραμμίζει ο κ. Κορρές, «η αποκατάσταση των εδαφών θεωρείται από την ΕΣΜΑ απολύτως αναγκαία -Άλλωστε, χάρις στην ποιότητα της τεκμηρίωσης τα όρια των εδαφικών διαμορφώσεων προσεγγίζονται με ικανοποιητική ακρίβεια-. Η κεντρική οδός, διαστρωμένη ήδη από το 1976-78 θα επισκευασθεί και ομοίως θα αποκατασταθεί η βόρεια οδός. Οι προσωρινές εργοταξιακές οδοί θα καταργηθούν όταν δεν θα είναι απαραίτητες. Θα αποκατασταθούν όλες οι ισοπεδώσεις. Θα συντηρηθούν τα ενταφιαζόμενα θεμέλια, όπου απαιτείται. Οι απαραίτητες νέες επιχώσεις θα αποτελούνται από οριζόντια στρώματα αδρανών λατομείου και αργίλου, ενισχυμένα στα άκρα έναντι οριζόντιας διαρροής. Η τελική επίστρωση θα ομοιάζει την αρχαία, ικανά κατάλοιπα της οποίας σώζονται ακόμη: μίγμα χονδρομερών και λεπτομερών αδρανών με άργιλο και ασβέστη ως συγκολλητική ύλη (στην παρούσα φάση, δεδομένης της ύπαρξης τσιμέντου με μειωμένη παρουσία διαλυτών αλάτων, το υλικό αυτό κρίνεται προτιμότερο). Στα σημεία εκροής θα χρησιμοποιηθούν κατάλληλες υδρορρόες. Μέρος των ως άνω εργασιών συναρτάται με τη στερέωση των τειχών (η οποία ήδη προοδεύει).
Η αποκατάσταση του εδάφους στα τεμένη της βόρειας πλευράς θα προστατεύσει τα θεμέλια του Αρρηφορίου, του Βορειοδυτικού Κτηρίου και κάποιων άλλων κτισμάτων, θα τα εξουδετερώσει όμως και ως ενδείξεις, δυστυχώς μόνες, της ύπαρξης αυτών των κτηρίων. Σκόπιμη είναι λοιπόν η κατάλληλη υποδήλωση των κατόψεων στο επίπεδο του αποκατεστημένου εδάφους.
Προς τα ανατολικά θα πρέπει να αποκατασταθεί η εδαφική και κτηριακή μορφή του τεμένους του Πανδίωνος.
Στις αποκατεστημένες επιφάνειες τα όρια (και ιδιαιτέρως οι μεσοτοιχίες) των τεμενών θα υποδηλωθούν, και κατά το δυνατόν, θα είναι σεβαστά. Οι προσπελάσεις θα ευρίσκονται στη βεβαιωμένη θέση. Άλλα περάσματα για την αντιμετώπιση προβλημάτων κυκλοφορίας θα υπάρχουν μόνον στον απολύτως αναγκαίο αριθμό, σε καταλλήλως επιλεγμένες θέσεις και θα είναι αναγνωρίσιμα ως στοιχεία ξένα προς την αυθεντική μορφή (π.χ. µε τοπική χρησιμοποίηση ξύλινης επίστρωσης).
Βάθρα μνημείων θα αναστυλωθούν όταν υπάρχει βεβαιότητα για τη θέση τους.
Έξω από τα Προπύλαια, η παρούσα εδαφική μορφή, συμπεριλαμβανομένης και της ελισσόμενης ανόδου, είναι τελείως άσχετη προς οιανδήποτε ιστορική φάση και ταυτοχρόνως είναι δυσμενής για την κίνηση των επισκεπτών και την εκ μέρους των κατανόηση του χώρου. Η αποκατάσταση αυτής της τόσο σπουδαίας περιοχής απαιτεί γενναίες αποφάσεις αναφορικώς προς την αρχαία ράμπα, τις ρωμαϊκές βαθμίδες, τη ρωμαϊκή πύλη κτλ. Όμως τούτο δεν αποτελεί αντικείμενο του παρόντος.»
Ο κ. Κορρές είχε καταθέσει στην 5η Διεθνή Συνάντηση για την Αποκατάσταση των Μνημείων της Ακροπόλεως (Αθήνα, φθινόπωρο 2002) δημόσια πρόταση για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος στην κορυφή του Ιερού Βράχου. Πρόταση με την οποία θα αλλάξει ριζικά η εικόνα της Ακρόπολης όπως την ξέρουμε σήμερα.
Το τελευταίο μείζον οικοδομικό πρόγραμμα ήταν του Περικλή και εξελίχθηκε κατά τον 5ο αι. π.Χ. Εκτοτε, έγιναν μικρές και μεγάλες αλλαγές μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε, με τις μεγάλες κατεδαφίσεις και τις επίσης μεγάλες ανασκαφές να αλλάζουν εντελώς το τοπίο. Ολο το χώμα που υπήρχε στην κορυφή του βράχου, πετάχτηκε μαζί με τα μπάζα των ανασκαφών. Σχεδόν 130 χρόνια μετά, τα θεμέλια κάποιων μνημείων εξακολουθούν να αποσαθρώνονται καθώς είναι γυμνά και εκτεθειμένα. Θα πρέπει να σκεφτεί κανείς πως απομακρύνθηκαν περί τους 200 χιλιάδες τόνους με μπάζα. Τα μισά ήταν χώμα που αφαιρέθηκε.
Μόνο με εκτεταμένη αποχωμάτωση θα αποκατασταθούν όλα. Αυτό βεβαίως σημαίνει πως οι επιστήμονες που ασχολούνται με την Ακρόπολη θα αποφασίσουν πως δεν θα κάνουν άλλες ανασκαφές. Διότι υπάρχουν ακόμα περιοχές που δεν έχουν ερευνηθεί. Θα πρέπει, λοιπόν, όποια ανάλογη διερεύνηση να παραπεμφθεί συνειδητά στο μέλλον. Πάντως, ο υπεύθυνος της πρώτης μεγάλης ανασκαφής, 1885- 90) Παναγιώτης Καββαδίας υποστήριξε ότι αφού αποκαλυφθεί ο βράχος και γίνουν σχέδια, ληφθούν φωτογραφίες κλπ. πρέπει να ακολουθήσει «επίχωσις του ανασκαφέντος μέρους»...
Ο Μ. Κορρές είχε πει σε εκείνη τη συνάντηση πως οι διαστάσεις των (συνήθως) ορθογώνιων αυλών που περέκλειαν τα εξαφανισμένα κτίρια και τα ιερά τεμένη, όπως το Βραυρώνειο, η Χαλκοθήκη, το Αρρηφόριο, την έξω αυλή των Προπυλαίων, το Τέμενος του Πανδίονος, είχαν μήκος 43 μέτρα έκαστο. Τα ιερά ακουμπούσαν στο τείχος και έβλεπαν δυο κεντρικούς δρόμους της Ακρόπολης: την οδό των Παναθηναίων και μια άλλη που οδηγούσε προς την ιερή ελιά στα βόρεια του Ερεχθείου. «Το δάπεδο κάθε τεμένους ήταν ισοπεδωμένο – σε διαφορετικές μεταξύ τους στάθμες. Η τελική επιφάνεια ήταν άλλοτε πλακοστρωμένη και άλλοτε γαιώδης και ο βράχος δεν ήταν ορατός πουθενά στην Ακρόπολη», είχε σημειώσει.