Όταν εξετάζεται η ποιότητα ζωής, σημασία δεν έχει μόνο η μέση διάρκεια ζωής αλλά και τα χρόνια αυτής που προσδοκά κανείς να ζήσει σε καλή υγεία. Το προσδόκιμο ζωής σε καλή υγεία είναι ένας δείκτης που συνδυάζει τη μακροβιότητα με την ποιότητα ζωής.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η EUROSTAT για το 2020, το προσδόκιμο ζωής για το μέσο Ευρωπαίο άνδρα εκτιμήθηκε στα 77,5 χρόνια από τα οποία τα 63,5 έτη σε καλή υγεία. Οι αντίστοιχοι δείκτες για τις γυναίκες είναι 83,2 η μέση διάρκεια ζωής και 64,5 τα έτη ζωής σε καλή υγεία. Με άλλα λόγια, οι Ευρωπαίες απολαμβάνουν (κατά σχεδόν 6 χρόνια) μεγαλύτερη διάρκεια ζωής σε σχέση με τους Ευρωπαίους οι οποίοι όμως ζουν μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε καλή υγεία, χωρίς δηλαδή κάποιου είδους σωματικούς ή πνευματικούς περιορισμούς.
Πίσω από τα στοιχεία αυτά κρύβονται ενδιαφέρουσες διαχρονικές διακυμάνσεις και αρκετά έντονες γεωγραφικές διαφοροποιήσεις. Οι πληθυσμοί των Ευρωπαϊκών χωρών «κέρδισαν» από 2-8 χρόνια ζωής την τελευταία 20ετία. Όμως η πορεία αυτή επιβραδύνθηκε ή και ανατράπηκε τα τελευταία χρόνια – πριν ακόμα από την εμφάνιση της πανδημίας.
Αντίστοιχα, μία στις 3 χώρες της Ευρώπης είδαν την τελευταία πενταετία να μειώνεται η μέση διάρκεια ζωής σε καλή υγεία, των πληθυσμών τους. Οι λόγοι πίσω από αυτή την αρνητική εξέλιξη δεν έχουν επαρκώς αποτυπωθεί: οικονομική κρίση, περιβαλλοντικοί παράγοντες, αλλαγή στη σύνθεση των πληθυσμών είναι ίσως κάποιες πιθανές αιτίες.
Επικεντρώνοντας στην Ελλάδα, οι επιδόσεις της χώρας επιδέχονται πολλαπλών αναγνώσεων. Μέσα στις δύο πρώτες δεκαετίες του νέου αιώνα, η μέση διάρκεια ζωής των Ελληνίδων αυξήθηκε κατά 2,5 χρόνια ενώ των Ελλήνων κατά 3 χρόνια. Η σχετική, όμως, θέση της χώρας στην ευρωπαϊκή κατάταξη έπεσε από τη 8η (το 2000) στη 14η θέση (το 2020) για τις γυναίκες και από την 7η στη 17η για τους άνδρες το αντίστοιχο διάστημα. Τα χρόνια σε καλή υγεία υπολογίζονται στα 66,8 για τις γυναίκες και τα 65 χρόνια για τους άνδρες, δηλαδή περίπου το 80% της ζωής των γυναικών και το 82% της συνολικής ζωής των ανδρών κυλάνε με καλή υγεία. Αυτά είναι καλά νέα.
Υπάρχει όμως και η απαισιόδοξη προσέγγιση. Με τα σημερινά δεδομένα, ο μέσος άνθρωπος διανύει το ένα πέμπτο περίπου της ζωής με περιορισμένες δυνατότητες και έχοντας ανάγκη φαρμακευτικής και ιατρικής ή νοσηλευτικής περίθαλψης. Τόσο οι δαπάνες όσο και η πίεση στον τομέα της υγείας αναμένεται να εκτιναχθούν καθώς ο αριθμός των ηλικιωμένων θα αυξηθεί δραματικά τις επόμενες δεκαετίες.
Όσο μεγαλύτερος αριθμός ατόμων φτάνει σε υψηλές ηλικίες, τόσο αυξάνεται η συχνότητα εμφάνισης ασθενειών που παλαιότερα θεωρούνταν σπάνιες, επιμηκύνεται η διάρκεια χρόνιων παθήσεων, και αναδεικνύεται η ανάγκη σχεδιασμού για τη διαχείριση της γήρανσης. Σχεδιασμός που δεν αφορά μόνο το Κράτος αλλά το κάθε έναν από εμάς σε ατομικό επίπεδο, που ενώ γνωρίζουμε ότι η πιθανότητα να ξεπεράσουμε τα 80 ή 90 χρόνια ζωής είναι εξαιρετικά υψηλή παραμένουμε ελάχιστα συμφιλιωμένοι με το γήρας και αποφεύγουμε συστηματικά να προετοιμαστούμε ώστε να δημιουργήσουμε συνθήκες υγιούς γήρανσης για τη γενιά μας. Η γήρανση δεν αφορά μόνο τους ηλικιωμένους…
Η πρόκληση για τις γηράσκουσες κοινωνίες της Ευρώπης είναι προφανής. Στα χρόνια που έρχονται η κοινωνική συνοχή θα δοκιμαστεί από τις δημογραφικές μεταβολές. Μακροζωία χωρίς διαγενεακή αλληλεγγύη, όμως, είναι μισό δώρο.
* Η Αλεξάνδρα Τραγάκη είναι Καθηγήτρια Οικονομικής Δημογραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο