Μια επιστολή αγανάκτησης και αξιοπρέπειας που σκιαγραφεί το έλλειμμα αρχών και κανόνων που συχνά παρατηρείται στις ελληνικές αίθουσες είναι ικανή ν’ αλλάξει τα πράγματα; Είναι πρώτη φορά που η ελληνική κοινωνία πληροφορείται αντίστοιχα γεγονότα ή μήπως οι τοπικές κοινωνίες και η κοινή γνώμη γενικότερα ξέρουν περισσότερα από το Υπουργείο; Τα στελέχη εκπαίδευσης ξέρουν και επιλαμβάνονται τέτοιων καταστάσεων στην καθημερινότητά τους σχεδόν ή προχθές έπεσαν από τα σύννεφα; Πόσο συχνά προσπαθούν, εκπαιδευτικοί και προϊστάμενοι, αθόρυβα να αντιμετωπίσουν δύσκολες ή πολύ δύσκολες καταστάσεις συχνά με κόστος προσωπικό και ψυχική φθορά, αφού αισθάνονται αβοήθητοι από τη νομοθεσία ή τις νοοτροπίες της ελληνικής κοινωνίας και των γονέων ή την παιδαγωγική αυθεντία που έχει εφεύρει τρόπους απενοχοποίησης και ατιμωρησίας του παιδιού και του εφήβου;
Πόσο συχνά ο «ξένος», ο αναπληρωτής, θα πρέπει να συγκρουστεί με τοπικές νοοτροπίες και την επιβολή τους εκ μέρους των αρχών του τόπου και των γονέων στο μικρό σχολείο του νησιού και της ηπειρωτικής επαρχίας, όπου συνήθως οι γονείς αισθάνονται ότι μπορούν να το συνδιοικούν με τον «δικό» τους διευθυντή; Πόσο συχνά οι εκπαιδευτικοί θυσιάζουν την προσωπική τους αξιοπρέπεια και σφίγγουν τα δόντια για να ανεχτούν καταφανώς παραβατικούς ή απλά αγενείς και αχαλίνωτους εφήβους ή γονείς που χωρίς αιδώ προσβάλλουν τον εκπαιδευτικό, απειλούν ή εκβιάζουν βαθμούς και απαιτούν κάθε είδους παράλογα αιτήματα; Πότε ακριβώς χάθηκε ο σεβασμός στον δάσκαλο και γιατί; Τι πάει τόσο στραβά στην ελληνική κοινωνία;
Φοβάμαι ότι θα μπορούσα να προσθέσω πολλά ακόμη ερωτήματα για τα όσα μόνο η δική μου περιορισμένη εμπειρία μπορεί να καταμαρτυρήσει. Υποψιάζομαι όμως ότι η δική μου προσωπική εμπειρία τείνει να γίνει -αν δεν έχει ήδη γίνει- κοινή συνισταμένη άποψη της κοινωνίας και των ίδιων των εκπαιδευτικών ότι στην εκπαίδευση η εφαρμογή των κανόνων που συνέχουν τις οργανωμένες κοινωνίες και τους θεσμούς έχει θυσιαστεί χάριν της παιδαγωγικής ανοχής και η μεταλαμπάδευση αξιών στις νέες γενιές βρίσκεται σε έκπτωση. Προφανώς το ζήτημα είναι πολυπαραγοντικό.
Την αρχική ευθύνη την έχει η ίδια η ελληνική οικογένεια. Πέρα και πάνω από κοινωνικά προβλήματα, οικονομικά ή άλλα, που χαρακτηρίζουν κάθε κοινωνία και φυσικά καθρεφτίζονται στη συμπεριφορά των παιδιών, οι σημερινοί Έλληνες γονείς, είναι οι ίδιοι παιδιά των προηγούμενων δεκαετιών της ευμάρειας, του αεριτζίδικου νεοπλουτισμού, των μπουζουκιών, των ριάλιτι και της σταδιακής υποβάθμισης της εκπαίδευσης και των αξιακών αρχών που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες γενιές των πατεράδων μας.
Οι εκπαιδευτικοί περισσότερο ή λιγότερο έχουμε αντιμετωπίσει την επιθετική στάση των γονιών που όχι μόνο αρνούνται να αποδεχτούν το λάθος του παιδιού τους ή την τιμωρία που του έχει επιβληθεί, ίσως γιατί ταυτόχρονα θα έπρεπε να αναλάβουν και την ευθύνη τους, αλλά αρνούνται ακόμη και να δεχτούν ότι το παιδί τους μπορεί να μην αριστεύει πάντα, να μην αξίζει τον βαθμό που αυτοί θα ήθελαν ή ότι οι ικανότητες του και τα ταλέντα και οι κλίσεις του δεν αρκούν για το μέλλον που αυτοί το προορίζουν.
Οι συμπεριφορές αυτές που σπάνια χαρακτήριζαν τους δικούς μας γονείς που σέβονταν τον δάσκαλο, είναι σήμερα από τα πιο λυπηρά φαινόμενα στην εκπαίδευση. Το αξιοπρόσεχτο είναι ότι συχνά ο θυμός και η απογοήτευση των γονιών για την τιμωρία που επιβάλλεται να υποστεί ο μαθητής, όταν κάνει κάποιο λάθος ή ακόμη κι όταν υπερβαίνει τα εσκαμμένα με τρόπο βίαιο, όπως και για τις χαμηλές επιδόσεις του, στρέφονται προς τους εκπαιδευτικούς, ώστε τα παιδιά μαθαίνουν ότι είναι ανεύθυνα και ότι ο μπαμπάς ή ο δήμαρχος θα καλύπτει πάντα την ανομία ή την αδιαφορία τους προσβάλλοντας ακόμη κι αυτόν που καλείται να τους διδάξει αξίες, τον δάσκαλό του δηλαδή.
Οι πολιτικές ηγεσίες και ο πολιτικός κόσμος γενικότερα έχουν την μεγαλύτερη ευθύνη όχι μόνο για την αέναη συνέχεια των αποτυχημένων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, αλλά και γιατί, χάριν του λαϊκισμού και του πελατισμού, που μεταφράζεται στα σχολεία σε εκπαιδευτικό λαϊκισμό και πολιτική της απροϋπόθετης προαγωγής όλων από τάξη σε τάξη και από τη μια εκπαιδευτική βαθμίδα στην επόμενη, έχουν μετατρέψει την εκπαίδευση σε κατεξοχήν χώρο κομματικής αντιπαλότητας και τον έλεγχο της Παιδείας σε σκοπό για την πολιτική τους επιβίωση. Στο βωμό των πολιτικών σκοπιμοτήτων η βία απενοχοποιείται ή ιδεολογικοποιείται από κάποιους, ως ταξική.
Το πρόβλημα της σχολικής βίας ίσως να μην αφορούσε κανέναν, αν οι συνέπειές του έμεναν μέσα στο σχολείο. Δυστυχώς όμως η αντίληψη ότι μπορώ να μην τιμωρούμαι για τίποτα, γιατί θα παρέμβει ο γονιός ή ο τοπικός άρχοντας, ακόμη και πολιτικοί παράγοντες ενίοτε, ότι μπορώ να απειλώ και να διεκδικώ και αυτό που δεν μου αξίζει, ότι μπορώ να καταλαμβάνω το σχολείο και συχνά να το επιστρέφω βανδαλισμένο στην εκπαιδευτική κοινότητα και στο κράτος ατιμώρητος έχει συνέχεια.
Η αντίληψη ότι μπορώ να γράφω τοίχους, να σπάω, να κάνω bullying στον συμμαθητή μου ή ακόμη και ότι γίνεται μέσα στο σχολείο να κυκλοφορούν ναρκωτικά και εξωσχολικοί που τα πουλάνε ή σπάνε σχολεία σε καταλήψεις και κανείς να μην έχει καταλάβει τίποτα ή να ευθύνεται για κάτι, είναι μια αντίληψη που μεταφέρεται από τους εφήβους στον δημόσιο χώρο και μετά στο Πανεπιστήμιο, όπου οι καθηγητές με τη βία σύρονται έξω από τα αμφιθέατρα, γιατί κάποιος θέλει εκείνη τη στιγμή να κάνει πολιτική κατήχηση ή καθηγητές χτίζονται στα γραφεία τους, αν τους επιτραπεί να μπουν στο κτίριο και δεν συνεδριάζουν δίπλα στην καφετέρια της γειτονιάς.
Η αντίληψη ότι όλοι οι τοίχοι πρέπει να είναι μουτζουρωμένοι, τα πάντα σπασμένα, οι τουαλέτες βρώμικες και βανδαλισμένες, ότι χώροι του Πανεπιστημίου έχουν αυτονομηθεί με το έτσι θέλω κι έχουν γίνει χώροι αντίστασης και αγώνα ή οπλοστάσια και αυτό λογίζεται ως ακαδημαϊκή ελευθερία ή πρόοδος, ξεκινάει από το σχολείο κι όλους αυτούς που κρύβονται πίσω από το λεγόμενο «μαθητικό κίνημα», τo οποίο στη συνέχεια ενηλικιώνεται μεταφραζόμενο σε «φοιτητικό κίνημα», με κοινό παρονομαστή τη βρώμα, τη βία και την επιβολή των μειοψηφιών στις πλειοψηφίες πάντα κάτω από την απουσία κράτους και την επιβολή τιμωριών και λογοδοσίας, γιατί βρε παιδί μου «παιδιά» είναι.
Η βία των «παιδιών» λοιπόν που δεν οριοθετείται και δεν τιμωρείται υπό το πρίσμα μιας παιδαγωγικής αντίληψης ακραίας ανοχής και χαλαρότητας, αλλά και επειδή ο γονιός παρεμβαίνει για να δικαιολογήσει το παιδί του μετακινώντας την ευθύνη στον δάσκαλο καταλήγει ένα κοινωνικό φαινόμενο που σήμερα μας απασχολεί σε κάθε του εκδοχή και μορφή.
Η γενικότερη αξιακή κρίση της κοινωνίας μας που έχει αναγάγει το χρήμα και το βόλεμα σε υπέρτατες αξίες θυσιάζοντας κάθε πνευματική και διανοητική αξία αποτελεί νοοτροπία που υποβιβάζει το ρόλο της εκπαίδευσης σε μέσο απλά απόκτησης απολυτηρίου ή πτυχίου και τον δάσκαλο σε φτωχό μισθωτό δασκαλάκο.
Δεν μπορεί βέβαια να μην έχουν ευθύνη και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί που συχνά κατεβάζουν τα «όπλα» τους απογοητευμένοι ή βολεμένοι και οι διευθυντές και τα στελέχη διοίκησης που ξέρουν και δεν μιλούν, που δεν εφαρμόζουν τους νόμους ή τις ποινές ή που δεν έχουν πολλές φορές καν τις διοικητικές ικανότητες για τις θέσεις που τους ανέθεσε το πελατειακό κράτος που εσχάτως μετατράπηκε σε κράτος αρίστων που υπολογίζει τυπικά προσόντα μεν, ως στοιχείο αξιοκρατίας, δεν μετρά καθόλου όμως το αποτέλεσμα στην τάξη ή στη διοίκηση, όπου καθημερινά ο εκπαιδευτικός αποδεικνύει, αν μπορεί ή όχι να ανταπεξέλθει επαρκώς στα καθήκοντά του.
Πότε ζητήθηκαν ευθύνες σ’ αυτή τη χώρα από τους διευθυντές ή τους προϊσταμένους για τις καταλήψεις; Γιατί ένας διευθυντής χθες μήνυσε γονείς στο Ηράκλειο και η κατάληψη έληξε και οι υπόλοιπες μακροημερεύουν τόσα χρόνια; Ποιος θα καλέσει αυτόν τον άνθρωπο που ήδη κατηγορείται από γονείς, που θα έπρεπε οι ίδιοι να έχουν μαζέψει τα δεκατριάχρονα παιδιά τους από την κατάληψη και να τα έχουν τιμωρήσει, για να τον συγχαρεί που επιτέλεσε το καθήκον του με προσωπικό κόστος; Ποιος επιβραβεύει εκείνα τα σχολεία που αποτελούν πρότυπα λειτουργίας, πειθαρχίας και παιδαγωγικής ευθύνης και αρχών;
Καταληκτικά, η αντίληψη του ανεύθυνου «παιδιού», ειδικά στο λύκειο που δεν είναι υποχρεωτική βαθμίδα εκπαίδευσης και η ιδεολογία της κρατικής ευθύνης για όλα που προωθείται από συνδικαλιστικούς διαύλους κυρίως, έχει και ιδεολογικό περιτύλιγμα και πολιτικούς προστάτες που αναφέρονται στους αντιεξουσιαστές και στους καταληψίες φοιτητές και μαθητές αδιακρίτως με τον όρο «παιδιά», που υπερθεματίζουν για τα δικαιώματά τους μόνο, όπως και για το δίκαιο όλων ανεξαιρέτως των αιτημάτων τους, που καλύπτουν την ανομία τους ακόμη.
Δεν είναι λοιπόν γενεσιουργός αιτία της βίας στη χώρα μας μόνο τα ελλείμματα της Παιδείας -που κι αυτά πολιτικό πρόσημο έχουν- ή η ψυχολογική ανάγκη των γονιών να καλύψουν τα λάθη τους, είναι κι ο λαϊκισμός κι η ανευθυνότητα κι η ιδεοληψία και η ατιμωρησία και το χάϊδεμα της βίας, της ανομίας και της ασυδοσίας από συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους δεκαετίες τώρα και με ιδιαίτερη οξύτητα την εποχή της οικονομικής κρίσης που βιώσαμε την προηγούμενη δεκαετία.
Η συγκάλυψη δε της βίας που γίνεται στα Πανεπιστήμια από αυτούς τους ίδιους τους δασκάλους ή μερίδα τους, οι οποίοι την ταυτίζουν με την ακαδημαϊκή ελευθερία, δίνει στην βία πτυχίο και νομιμοποίηση και την αναβαθμίζει σε κοινωνική και πολιτική πρακτική του πολίτη.
Να εξαφανίσουμε το φαινόμενο δεν μπορούμε, μπορούμε όμως να ξαναστήσουμε το εκπαιδευτικό σύστημα από τα θεμέλια, από το δημοτικό και από το νηπιαγωγείο μέχρι το Πανεπιστήμιο πάνω σε μερικά αδιαπραγμάτευτα ζητούμενα και προϋποθέσεις.
*Χολέβα Ευαγγελία
Δρ. Ιστορίας - Εκπαιδευτικός