Έχοντας διανύσει την πρώτη εβδομάδα του νέου έτους ήδη καταγράφονται αλληλοεπιδρώμενα γεγονότα που θα επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές εξελίξεις το προσεχές διάστημα. Στο γεωπολιτικό σκηνικό κυριαρχούν η πολιτική αναστάτωση στο Καζακστάν και η ένταση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας που διαταράσσουν τις σχέσεις ισορροπίας μεταξύ των ισχυρών δυνάμεων του πλανήτη ενώ παράλληλα επιδρούν στις ενεργειακές τιμές.
Την ίδια στιγμή οι ανατιμήσεις στις πρώτες ύλες και η συνεπακόλουθη ενίσχυση των πληθωριστικών τάσεων προκαλούν τη μεταβολή της στάσης των κεντρικών τραπεζών και επιφέρουν αρνητικές επιπτώσεις στους προϋπολογισμούς νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Όσον αφορά το σκέλος της πανδημίας, η επικράτηση και η ραγδαία εξάπλωση του στελέχους Όμικρον επιδεινώνει μια προϋπάρχουσα εύθραυστη κατάσταση. Σε εγχώριο επίπεδο, οι επιπτώσεις των παραπάνω εξελίξεων αποτυπώνονται σε μεγάλο βαθμό στην ελληνική οικονομία, ενώ σε συνδυασμό με τις κρίσιμες αποφάσεις που αναμένονται στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του έτους θα καθορίσουν την κατεύθυνση των πραγμάτων.
Στη δημοσιονομική διαχείριση οι αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με τη μεταρρύθμιση του Σύμφωνου Σταθερότητας θα έχουν τον επιδραστικότερο ρόλο στα μελλοντικά περιθώρια άσκησης της οικονομικής πολιτικής. Η επαναξιολόγηση των ορίων του δημόσιου χρέους και της μεθοδολογίας μείωσης του αποτελούν τα βασικά επίδικα της διαπραγμάτευσης που προβλέπεται να έχει αρκετά επεισόδια προτού ολοκληρωθεί κατά πάσα πιθανότητα μέσα στο γ’ τρίμηνο του 2022. Να σημειωθεί εδώ πως η εξαίρεση των δημοσίων επενδύσεων που συσχετίζονται με την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας, την ενίσχυση των συστημάτων εκπαίδευσης και υγείας είναι προτάσεις που αξίζουν να μελετηθούν και να υιοθετηθούν. Ωστόσο υπάρχει ένα μέρος της άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής που αναλογεί στο εσωτερικό και οφείλουμε να επιδείξουμε τη δέουσα προσοχή.
Τα μέτρα στήριξης είναι απαραίτητα, ειδικά από τη στιγμή που πανδημία και πληθωρισμός είναι παρόντα φαινόμενα, αλλά πρέπει να είναι πιο στοχευμένα επομένως με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Η μείωση της φοροδιαφυγής, μέσω της χρήσης νέων εργαλείων (πχ. ηλεκτρονικές συναλλαγές και τιμολόγηση, τεχνητή νοημοσύνη) και η πολιτική βούληση για τον περιορισμό των μη αποδοτικών φοροαπαλλαγών (πχ. ορυκτά καύσιμα, ορισμένες εξαιρέσεις στον ΕΝΦΙΑ) μπορούν να συνεισφέρουν στη μεγέθυνση των δημοσιονομικών περιθωρίων. Το αξιόμαχο της χώρας και η ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης ασφαλώς αποτελούν ζητήματα εθνικής σημασίας αλλά απαιτείται τόσο η προτεραιοποίηση των πραγματικών αναγκών όσο και μεγαλύτερη αυστηρότητα στην τελική κοστολόγηση. Παράλληλα η μεταρρύθμιση και ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης θα πρέπει να συνεχιστεί έχοντας ως διττό στόχο τη βελτιστοποίηση της εξυπηρέτησης των πολιτών και την εξοικονόμηση λειτουργικών δαπανών.
Η ισχυρή καταναλωτική ζήτηση, η ανισορροπία προσφοράς - ζήτησης, η κλιματική αλλαγή, οι γεωπολιτικές εξελίξεις (παράλληλα με τον κίνδυνο εμφάνισης μιας πιο επικίνδυνης μετάλλαξης του κορονοϊού) απειλούν να διατηρήσουν σε υψηλά επίπεδα τις πληθωριστικές τάσεις για όλο το 2022. Συνέπεια του φαινομένου και των αναθεωρημένων προβλέψεων είναι η αλλαγή στάσης των κεντρικών τραπεζών, κυρίως όσον αφορά τις αποφάσεις τους σχετικά με το ύψος των ονομαστικών επιτοκίων. Ενδεικτικά να αναφέρω πως σε Αγγλία, Νορβηγία κ.α. έχουν καταγραφεί οι πρώτες αυξήσεις των επιτοκίων ενώ εντός του α’ τριμήνου αναμένεται να ακολουθήσει και η FED.
Ταυτόχρονα τα έκτακτα προγράμματα επαναγοράς κρατικών ομολόγων μειώνονται ενώ πλέον έχει επισήμως ανακοινωθεί ο χρόνος λήξης τους. Η ΕΚΤ, εξαιτίας των δομικών αδυναμιών της ευρωπαϊκής οικονομίας και της σημαντικής – λόγω πανδημίας – αύξησης του δημόσιου χρέους δεν πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα να προχωρήσει σε δραματική αλλαγή της ασκούμενης πολιτικής της. Ωστόσο, θεωρείται βέβαιη η αλλαγή στην επικοινωνιακή διαχείριση, στη ρητορική αντιμετώπισης των προσδοκιών των αγορών.
Από την αρχή του έτους οι αποδόσεις των κρατικών χρεογράφων κινούνται ανοδικά ενσωματώνοντας μέρος των μεταβαλλόμενων προσδοκιών. Καθώς το ύψος του ελληνικού δημόσιου χρέους κινείται κοντά στα επίπεδα του 200%/ΑΕΠ η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας σε συνδυασμό με τη λήψη εύστοχων αποφάσεων (πχ. αποπληρωμή δανείων ΔΝΤ και πρώτου προγράμματος προσαρμογής, εμπροσθοβαρής κατανομή των εκδόσεων του 2022, εκμετάλλευση ενδεχόμενων θετικών περιόδων της αγοράς) είναι θέματα υψηλής προτεραιότητας.
Η επιστροφή στην επίτευξη επαρκών πρωτογενών πλεονασμάτων θα συμβάλει αποφασιστικά στην επίτευξη του στόχου της επενδυτικής βαθμίδας, καθώς αποτελεί ένα εκ των βασικών εργαλείων για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους. Ταυτόχρονα θα συνεισφέρει στη συγκράτηση ή/ και τη μείωση του κόστους δανεισμού και στη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας. Τα πλεονάσματα δεν αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη όπως αρκετοί πιστεύουν λανθασμένα. Η ανάπτυξη με δανεικούς πόρους οδηγεί στην τεχνητή διόγκωση της εγχώριας ζήτησης, που πέραν της επιδείνωσης του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών προκαλεί την υποχώρηση της βαρύτητας των εξωστρεφών κλάδων στο παραγόμενο εθνικό προϊόν λόγω της συνεπακόλουθης επιδείνωσης της ανταγωνιστικότητας.
Ωστόσο, η απαραίτητη επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα πρέπει να συνδυαστεί με την υιοθέτηση πολιτικών αναδιανομής και ενίσχυσης των πιο ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων για την αποφυγή των κινδύνων φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, τη βελτίωση του υγειονομικού συστήματος και την υιοθέτηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων φιλικών στην επενδυτική δραστηριότητα και την εξωστρέφεια.
Σε αυτό το πλαίσιο η απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων δεν αποτελεί απλά μια πρόκληση αλλά αναγκαιότητα. Η αποφυγή των παθογενειών του παρελθόντος πρέπει να αποτελέσει τον οδηγό των αποφάσεων. Πέραν των ποσοτικών στόχων (σταθεροί υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης, απασχόληση, κάλυψη επενδυτικού κενού κ.α.) είναι σημαντικό να πετύχουμε και τους ποιοτικούς στόχους της αλλαγής του αναπτυξιακού προτύπου σε κατεύθυνση πιο παραγωγική, πιο εξωστρεφή, πιο ανθεκτική και της «πράσινης» και της ψηφιακής μετάβασης.
Η δημοσιονομική διαχείριση οφείλει να εναρμονιστεί με τις αναπτυξιακές προτεραιότητες και τους αντίστοιχους στόχους, χρησιμοποιώντας το εργαλείο της φορολογικής πολιτικής (μειώσεις φορολογικών συντελεστών, κίνητρα και φοροαπαλλαγές) με τρόπο που θα προκαλέσουν πολλαπλασιαστικό όφελος. Η υιοθέτηση πρακτικών του παρελθόντος που αποσκοπούσαν στην ικανοποίηση ψηφοθηρικών αιτημάτων είναι συνταγή αποτυχίας.
*Ο Δημήτρης Λιάκος είναι οικονομολόγος, πρώην υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ στην κυβέρνηση Αλέξη Τσίπρα