«Η απόδοση της Δικαιοσύνης δεν μπορεί να είναι μια τεχνική διαδικασία, για τους ειδικούς. Αρκετά με τον μύθο της εξειδίκευσης! Το Σύνταγμα κάνει λόγο για λαϊκή κυριαρχία. Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει λαϊκή κυριαρχία, εαν η Δικαιοσύνη είναι ξεκομμένη από το αίσθημα του λαού; Ήρθε η ώρα να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας!».
Αυτά έλεγε στο ραδιόφωνο, με πάθος αλλά μειλίχια, σίγουρα θεατρικά, μια νεανική ανδρική φωνή.
«Ποιος είναι αυτός; Δεν τον αντέχω, χαμηλώστε το, σας παρακαλώ», είπα στον ταξιτζή την περασμένη Παρασκευή.
«Είναι ένας ηθοποιός. Εγώ δεν είμαι ΣΥΡΙΖΑ αλλά άδικο έχει; Πώς είναι δυνατόν να κυκλοφορεί έξω αυτός που το δικαστήριο ανακήρυξε ένοχο και του έριξε και 12 χρόνια φυλακή;», μου απάντησε ο οδηγός του ταξί.
Θα μπορούσα να παπαγαλίσω αυτά που έχω διαβάσει κι εγώ από διαπρεπείς νομικούς αλλά το θέμα υπερβαίνει κατά πολύ τη συγκεκριμένη υπόθεση και αφορά τις αντιλήψεις μας περί απόδοσης της Δικαιοσύνης. Γι' αυτό και τον ρώτησα το εξής: «Ας πούμε ότι εμείς οι δύο τσακωθούμε για κάτι που θα ανακύψει στη διαδρομή.
Αν σας κατηγορήσω ότι το ταξίμετρο κλέβει, βγω από το αυτοκίνητο κι αρχίζω να φωνάζω αποκαλώντας σας κλέφτη, τι πιστεύετε ότι θα γίνει; Ο κόσμος «εκεί έξω» θα πιστέψει «τον ταξιτζή» που ως κλάδος έχει κακή φήμη ή την «κακόμοιρη τη γυναικα που την έκλεψε, ο αλήτης!»; Κι εκεί κάπου τελείωσε η συζήτηση.
Γιατί, βλέπετε, τα πράγματα δείχνουν αυτονόητα όταν το έγκλημα είναι αποτρόπαιο, υπάρχει κατηγορούμενος και μαρτυρίες εναντίον του και όταν το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται έχει αποκτήσει πολιτικό πρόσημο και έχει απασχολήσει εκτενώς την κοινή γνώμη. ΄
Όταν όμως η αντίληψη ότι το Δίκαιο το αποδίδει ο λαός φτάσει στις διενέξεις της καθημερινότητας καταλαβαίνουμε πόσο προβληματική είναι.
Αυτό δείχνουν να αγνοούν όσοι σπεύδουν να συνταχθούν με τις φωνές που για τους δικούς τους λόγους, όχι απαραίτητα δόλιους, τους ζητούν «να πάρουν το δίκιο στα χέρια τους».
Όσα ζούμε τα τελευταία εικοσιτετράωρα δεν είναι ήττα της δημοκρατίας. Η ήττα είναι ότι τον 21ου αιώνα, εμείς και άλλοι, καθόμαστε και πληκτρολογούμε επιχειρήματα κατά των λαϊκών δικαστηρίων γιατί υπάρχουν ακόμα συμπολίτες μας που ενώ δηλώνουν ότι δεν τα αποδέχονται, στην πραγματικότητα τα εκλογικεύουν και τα δικαιολογούν. Είναι σχεδόν προσβλητικό για τους δημοκράτες Έλληνες να επιχειρηματολογούν για τα αυτονόητα όμως ίσως να έχουν βρεθεί σε αυτή την κατάσταση γιατί αμέλησαν μέχρι σήμερα να υπερασπιστούν τη δημοκρατία ως καθημερινό βίωμα.
Θεωρήσαμε δεδομένο το μεγαλύτερο κατόρθωμα στην ιστορία του ελληνικού Έθνους: τη μετά το '74 Δημοκρατία που χτίσαμε όλοι μαζί. Γι αυτό και δεν ξεσηκωθήκαμε όταν κάποιοι επιτήδειοι τόλμησαν να εκστομίσουν το σύνθημα «Η Χούντα δεν τελείωσε το '΄73». Λυπάμαι εάν θα στεναχωρήσω κάποιους αλλά κακώς κατηγορούν σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ ότι υποκινεί αυτούς που με ασαφείς αναφορές στο περί κοινού δικαίου αίσθημα στην πραγματικότητα ζητούν λαϊκά δικαστήρια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν έκρυψε την αντίθεσή του απέναντι στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Ο κ. Τσίπρας δεν χάνει ευκαιρία κι από το ίδιο το βήμα της Βουλής ακόμα, να αναφέρεται σε αμεσοδημοκρατικές, λαϊκές διαδικασίες, στις πλατείες και τους μαζικούς χώρους. Γιατί μας προκαλεί κατάπληξη το ότι στέργει αυτές τις «αυθόρμητες» εκδηλώσεις οργής που εκδηλώνονται μάλιστα τελετουργικά, σε πολύ συγκεκριμένους χώρους;
Όταν αυτοί που στην πραγματικότητα ζητούν λαϊκά δικαστήρια δηλώνουν ότι δεν τα αποδέχονται και ισχυρίζονται ότι εκφράζουν «εύλογα ερωτήματα των πολιτών», τι τους απαντάμε; Όταν η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων που σήμερα κόπτεται για το φαινόμενο εξέδιδε ανακοινώσεις για να καταγγείλει το νομοσχέδιο για τις εργασιακές σχέσεις, πως μπορούμε να αντιδράσουμε σε ένα περιβάλλον που η θεσμική υποκρισία υπερισχύει του διάχυτου φανατισμού;
Ας γίνει μάθημα όλο αυτό που ζούμε. Από τους θεσμούς, δεν έχουμε καμία ιδιαίτερη αξίωση. Έχουμε όμως αξιώσεις από την κυβέρνηση αλλά οι δημοκράτες Έλληνες πρέπει να έχουν αξιώσεις κι από τον ίδιο τους τον εαυτό. Έχουμε όλοι ευθύνες γι αυτή την κατάσταση που συνειδητά αποφεύγουμε να τη χαρακτηρίσουμε κατάντια γιατί πιστεύουμε ότι είναι αναστρέψιμη, εφόσον σοβαρευτούμε.
Κάποιοι επιχειρούν να στήσουν λαϊκά δικαστήρια μόνο και μόνο γιατί μπορούν, γιατί δεν βρίσκουν απέναντί τους ένα αδιαπέραστο τείχος απόλυτης, αδιαπραγμάτευτης νομιμοφροσύνης προς τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Απέναντι σε αυτό τον κίνδυνο, ο δημοκρατικός κόσμος της χώρας έχει να αντιτείνει σαχλούς σχετικισμούς, ψευδοσυντηρητικά ρίφλεξ σε ανύπαρκτα ζητήματα πολιτικής των ταυτοτήτων και όλα αυτά για να δικαιολογήσει την εμμονική του προσήλωση σε ξεπερασμένα δίπολα και «αντί» ρητορική.
Ένας τρόπος αντίδρασης υπάρχει απέναντι στους εχθρούς του κοινοβουλευτισμού και τους θιασώτες των λαϊκών δικαστηρίων: οι δημοκράτες Έλληνες να τους ταράξουν στη νομιμότητα αξιώνοντας την πιστή εφαρμογή των νόμων και τη διαφανή λειτουργία των θεσμών. «Να τους ταράξουμε στη νομιμότητα», λοιπόν. Είναι όρος επιβίωσης της δημοκρατίας στη χώρα μας.