Που να το φανταζόταν η οικογένεια Μέικιν ότι μια μέρα θα έβλεπε το σπίτι της πρωτοσέλιδο στα ταμπλόιντ και στα μεγαλύτερα sites ανά τον κόσμο! Το ακίνητο, μια τυπική βρετανική διπλοκατοικία σε ένα όχι τόσο δημοφιλές προάστιο του Μπρίστολ, είχε την απίστευτη τύχη να το επισκεφθεί ο άφαντος, σαν τον Άγιο Βασίλειο, Μπάνκσι.
Ο πολυθρύλητος καλλιτέχνης που, παρά το γενικευμένο lockdown παραμένει εξαιρετικά παραγωγικός, βρήκε πάλι τον τρόπο να σχολιάσει με βιτριολικό χιούμορ, την άρρωστη επικαιρότητα της εποχής. Στον εξωτερικό της τοίχο η οικία Μέικιν απέκτησε μία καινούργια ένοικο: μια ξεδοντιασμένη γιαγιά που, σύμφωνα με τους ειδικούς, έφερε στην οικογένεια μια «προίκα» πέντε εκατομμυρίων λιρών (ήτοι, περισσότερα από 5,5 εκατ. ευρώ). Το «Αψού!» (Aachoo!), όπως τιτλοφορείται το έργο, έχει κάνει το σπίτι πόλο έλξης στην πόλη, προσθέτοντας κι άλλα μηδενικά στην αξία του. Κυριολεκτικά, η τοιχογραφία μοιάζει με ονειρεμένο δώρο Χριστουγέννων, καθώς δεν πέρασαν πολλές μέρες από τότε που οι ιδιοκτήτες του σπιτιού το είχαν βγάλει προς πώληση, στην τιμή των 340.000 λιρών. Τώρα, σκέφτονται να προσθέσουν στο πωλητήριο συμβόλαιο και μια ρήτρα προστασίας του έργου στο σπίτι, μιας και δεν σκοπεύουν να το αποτοιχίσουν. Δεν έχει γίνει γνωστό πόσο το κοστολογεί η οικογένεια σήμερα, πάντως φρόντισε άμεσα να τοποθετήσει επάνω από την τοιχογραφία του Μπάνκσι ένα διαφανές κάλυμμα, ενώ πλέον το σπίτι προστατεύεται κι από σύστημα συναγερμού.
Στα μέρη μας βεβαίως δεν μπορούμε ακόμη τουλάχιστον, να χαρούμε ένα ανάλογης κλίμακας έργο του Βρετανού. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν στο δημόσιο χώρο έργα μνημειακά, φιλοτεχνημένα από Έλληνες καλλιτέχνες που ξεκίνησαν από την street art και σήμερα έχουν καταφέρει να γίνουν περιζήτητοι στη διεθνή αγορά της τέχνης. Η πιο χαρακτηριστική ίσως περίπτωση είναι του Στέλιου Φαϊτάκη.
Ο Έλληνας καλλιτέχνης εκπροσωπείται από την γκαλερί Allouche Bennias που εκτός από το εμβληματικό κτίριο της πρώην Ταινιοθήκης στο Κολωνάκι (Κανάρη και Ακαδημίας), διατηρεί γκαλερί στη Νέα Υόρκη. Εκεί, ετοιμάζει τον επόμενο χρόνο μεγάλη αφιερωματική έκθεση με έργα του Φαϊτάκη. Ο 45άρης ζωγράφος που πατά επάνω στη βυζαντινή τέχνη για να εκτελέσει τις ανθρωποκεντρικές συνθέσεις του, λαμβάνει μεγάλες παραγγελίες σε διεθνείς μπιενάλε και συμμετέχει με έργα του στα κορυφαία μουσεία του κόσμου (το περίφημο «Palais de Tokyo» στο Παρίσι φιλοξενεί μόνιμα τοιχογραφία που εκτέλεσε ο δημιουργός).
Στο ξεκίνημα αυτής της μεγάλης πορείας, η εταιρεία «ΕΛΑΪΣ» του ανέθεσε μια παραγγελία που μετέτρεψε το εργαστάσιό της σε τοπόσημο του Φαλήρου. Το 2003, μόλις δύο μήνες αφότου αποφοίτησε από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ο Φαϊτάκης σχεδίασε και υλοποίησε με συναδέλφους του από τη Σχολή, το ζωγραφικό διάκοσμο που περιβάλλει την γνωστή εταιρεία στην οδό Πειραιώς. Σκηνές από τη μυθολογία, την αγροτική ζωή και τη βιομηχανική παραγωγή με πρωταγωνιστή τον καρπό της ελιάς, έντυσαν το εργοστάσιο χαρίζοντάς μας ένα έργο πνοής. Πρόκειται για μία επιφάνεια μήκους 120 μ. και ύψους 4 μ. περίπου για την οποία ο άγνωστος τότε δημιουργός πληρώθηκε 10.000 ευρώ. Σήμερα η αξία της τοιχογραφίας είναι ανυπολόγιστη! Η ΕΛΑΪΣ κατάφερε σε λιγότερο από δύο δεκαετίες, όχι μόνο να αποκτήσει ένα έργο που φέρει την υπογραφή ενός φτασμένου καλλιτέχνη, αλλά και να δώσει πρόσθετη αξία στο ακίνητη περιουσία της.
Δεν είναι όμως μόνο το παράδειγμα του Φαϊτάκη. Ο Φίκος σε τεράστιες συνθέσεις, αλλά και γκραφιτάδες όπως οι Laskos, Woozy, Same84, Markosian και ΙΝΟ, διαπρέπουν στο εξωτερικό τα τελευταία χρόνια. Καθώς η «τέχνη του δρόμου» έχει μπει πια στα μουσεία και στα ιδρύματα, οι Έλληνες καλλιτέχνες που δοκιμάζονται στο δημόσιο χώρο, όλο και περισσότερο ανεβάζουν μετοχές στο διεθνές χρηματιστήριο. Μπορεί η δημιουργία μιας συλλογής να προϋποθέτει γνώση και χρόνο, αλλά η ανάθεση μιας τοιχογραφίας σε νέους και ταλαντούχους καλλιτέχνες μπορεί να καταστεί μια έξυπνη επένδυση.