Εντυπωσιασμούς που κυρίως στόχο έχουν το εσωκομματικό ακροατήριο χαρακτηρίζει τις κινήσεις του Αλ. Τσίπρα και το αίτημα για εκλογές ο Θ. Ρουσόπουλος σημειώνοντας πως «χρειάζεται τον θόρυβο για να επικρατήσει και αυτόν επιδιώκει, ιδίως τώρα που εμφανίζεται να πλήττεται από τις δημοσκοπήσεις». Μιλώντας στo Liberal, αναφέρεται και στον προυπολογισμό που υπερψηφίσθηκε χαρακτηρίζοντας τον εφαρμόσιμο, στις προβλέψεις για μείωση του ελλείμματος αλλά και στο ΠΑΣΟΚ.
Ο βουλευτής της Ν.Δ., εισηγητής στη συζήτηση για τον προυπολογισμό του 2022 που υπερψηφίσθηκε και πρώην κυβερνητικός εκπρόσωπος επί κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή, δηλώνει πως ο προυπολογισμός είναι εφαρμόσιμος, θέτοντας φυσικά τις απαραίτητες προυποθέσεις που συνδέονται με την πορεία της πανδημίας αλλά και την ενεργειακή κρίση.
Σε κάθε περίπτωση τονίζει πως η σημερινή κυβέρνηση θα λειτουργήσει με γνώμονα της επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων το 2023 και την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας από τη χώρα μας.
Αποσαφηνίζει ότι είναι εφικτή η δραστική μείωση του ελλείμματος μέσα απο΄την απόσυρση των μέτρων στήριξης που χρησιμοποιήθηκαν για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας και την επανεκκίνηση της οικονομίας αλλά και για την ενεργειακή κρίση.
Τονίζει όμως ότι η σταδιακή απόσυρση αυτή συνδέεται με την πορεία των δύο κρίσεων υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα πως η κυβέρνηση ήδη έχει διαθέσει συνολικά 43,3 δισ. Ευρώ για την πανδημία και ήδη 1,1 δισ. Ευρώ για την ενεργειακή κρίση, αλλά και ότι αν απαιτηθεί βάσει των συνθηκών η κυβέρνηση έει αποδείξει ότι αντιδρά και δρά άμεσα ώστε να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή.
Ως προς το αίτημα Τσίπρα για εκλογές υπογραμμίζει τις αντιφατικές δηλώσεις του ίδιου του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επισημαίνει πως γίνονται προκειμένου να δημιουργηθεί θόρυβος με στόχο το εσωκομματικό ακροατήριο και επισημαίνει πως δεν πρόκεται να κερδίσει πόντους με αυτή την τακτική καθώς και ότι κινδυνεύει να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα
Συνέντευξη στον Τάσο Ευαγγελίου
Πρέπει ή όχι να γίνουν πρόωρες εκλογές; Και γιατί;
Στο πολιτικό μας σύστημα αυτό το αποφασίζει ο πρωθυπουργός και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δηλώσει στο τέλος της τετραετίας. Κατ’ αρχήν η δική μου γνώμη -την οποίαν μάλιστα είχα προτείνει στο τότε πρωθυπουργό να διατυπωθεί και στο Σύνταγμα του 2007- είναι να μην διακόπτεται η θητεία μιας κυβέρνησης για κανένα λόγο. Μάλιστα υποστήριζα και υποστηρίζω τις πενταετείς θητείες Βουλής και κυβέρνησης θεωρώντας ότι μόνον η σταθερότητα και δη ένα αρκούντως ικανοποιητικό χρονικό διάστημα για να ασκηθεί η πολιτική ενός κόμματος θα βοηθήσει πρωτίστως την χώρα. Παραλλήλως πιστεύω ότι έτσι το πολιτικό σύστημα θα αποκτήσει μεγαλύτερη σταθερότητα και αξιοπιστία. Όταν κάθε τρεις και λίγο στην ατζέντα της συζήτησης είναι εκλογές και ανασχηματισμός μόνον ζημιά κάνει αυτό καθώς η Ελλάδα απέχει από κεντροευρωπαϊκή λογική της ανεξάρτητης λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι η εξάντληση της θητείας δεν αποτελεί μόνον στοίχημα ενός προσώπου για να αποδείξει ότι εννοεί τον σεβασμό στον θεσμό αλλά και μιας ολόκληρης νοοτροπίας πολιτικών και πολιτών που χρειάζεται να αλλάξει.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ζήτησε την παραίτηση του πρωθυπουργού και την προκήρυξη εκλογών. Δεδομένου ότι δεν μπορεί να τις επιβάλει όπως και ο ίδιος έχει δηλώσει ποια είναι κατά τη γνώμη σας η στόχευσή του;
Θα απέφευγε κάθε αρχηγός αξιωματικής αντιπολίτευσης τέτοιους εντυπωσιασμούς που κυρίως στόχο έχουν το εσωκομματικό ακροατήριο εάν ίσχυε αυτό που σας είπα νωρίτερα. Ο κ. Τσίπρας χρειάζεται τον θόρυβο για να επικρατήσει και αυτόν επιδιώκει. Ιδίως τώρα που εμφανίζεται να πλήττεται από τις δημοσκοπήσεις καθώς μετά από δυόμισι χρόνια διακυβέρνησης ΝΔ και πανδημίας με τα προβλήματα που επισώρευσε, διαπιστώνει πως παραμένει καθηλωμένος σε χαμηλά ποσοστά. Δηλαδή δεν πείθει.
Επιλέγοντας την πόλωση σε μια περίοδο κρίσης υπάρχουν περιθώρια για ένα πολιτικό κόμμα να αναδειχθεί και να κερδίσει πόντους στο εκλογικό σώμα;
Ούτε κατ’ ελάχιστον. Η αναταραχή εντός μιας ήδη μεγάλης αναταραχής όπως η πανδημία και μιας δεδομένης πλέον καταρρακωμένης ψυχολογίας του πολίτη εξ αυτού του λόγου –γιατί εδώ μιλάμε για ζητήματα ζωής και θανάτου αγαπημένων προσώπων και του καθενός μας χωριστά- θα του προσφέρει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Πριν από λίγους μήνες έλεγε ότι δεν είναι σοβαρό να ζητήσει εκλογές εν μέσω πανδημίας και τώρα κάνει το εντελώς αντίθετο.
Κατά πόσο η γενικότερη στάση της αντιπολίτευσης, κυρίως της αξιωματικής, επηρεάζει την προσπάθεια να πεισθούν οι πολίτες ώστε να συμμετάσχουν στο τείχος του απαραίτητου τείχους ανοσίας έναντι της πανδημίας;
Η αξιωματική αντιπολίτευση -αλλά και κάποια μικρότερα κόμματα- δυστυχώς δεν βοήθησαν και δεν βοηθούν. Η στάση δε ορισμένων προβεβλημένων στελεχών τους αλλά ενίοτε και του ιδίου του αρχηγού του Σύριζα είναι παντελώς ανεξήγητη. Αρνήθηκαν να ψηφίσουν κάθε μέτρο προς την κατεύθυνση της υποχρεωτικότητας και εν συνεχεία κουνάνε το δάχτυλο για δήθεν «αποτυχία της κυβέρνησης». Έχουν λοιπόν μερίδιο ευθύνης. Πιθανώς όχι το μεγαλύτερο γιατί το αντιεμβολιαστικό κίνημα στηρίζεται σε άλλες «παραδοχές» παγκοσμίως και σε μεταφυσικές ανοησίες, αλλά πάντως μερίδιο ευθύνης έχουν.
Μπορεί το ΚΙΝΑΛ - ΠΑΣΟΚ να αποκτήσει το ρόλο της σοβαρής αντιπολίτευσης, όπως το περιέγραψε στη Βουλή και ο πρωθυπουργός;
Στην Βουλή δεν άλλαξε τίποτε, πλην φυσικά της απουσίας της Φώφης Γεννηματά. Ψηφίζει ορισμένα νομοσχέδια ή άρθρα νομοσχεδίων εν αντιθέσει με τον ΣΥΡΙΖΑ που είναι εναντίον όλων. Ωστόσο κρατώ μικρό καλάθι. Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι νέο κόμμα. Έχει παρελθόν και όλοι το γνωρίζουμε. Δεν αλλάζει εύκολα αυτό.
Ως εισηγητής του προϋπολογισμού του 2022 που υπερψηφίσθηκε έχετε πλήρη εικόνα επί των στοιχείων του. Είναι εφαρμόσιμος; Και κάτω υπό ποιες συνθήκες;
Είμαστε συντηρητικοί στις προβλέψεις μας έως τώρα και υπερδραστήριοι στις πολιτικές μας. Δεν μας βγήκε σε κακό. Διεθνείς οργανισμοί και οίκοι αξιολόγησης εκτιμούν ως θετική τη μέχρι τώρα πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Αρκεί να σας πω ότι τόσο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπουν ότι η Ελλάδα θα έχει τον τρίτο ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης φέτος στην Ευρωζώνη, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο κάνει λόγο για ρυθμό ανάπτυξης που θα υπερβαίνει το 8% το 2021. Ταυτόχρονα, μιλούμε όχι μόνο για ισχυρή αλλά και για διατηρήσιμη ανάπτυξη, καθώς για όλη την τριετία 2021 - 2022 - 2023 η Ελλάδα αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό υψηλότερο της Ευρώπης, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έτσι και ο επόμενος προϋπολογισμός δεν διέπεται από υπεραισιοδοξία αλλά από εκτιμήσεις που κινούνται στο πλαίσιο του λογικού. Είναι λοιπόν εφαρμόσιμος κάτω από τις συνθήκες που ζούμε σήμερα, δηλαδή της συνεχιζόμενης πανδημίας -με ελαφρώς αισιόδοξη προοπτική θεωρώντας ότι θα βαίνει μειούμενη- και του πληθωρισμού τον οποίο θεωρούμε εντονότερο μεν από τις αρχικές εκτιμήσεις, λόγω της συνεχιζόμενης ενεργειακής κρίσης, αλλά παροδικό.
Το τρίμηνο Δεκεμβρίου - Φεβρουαρίου, σύμφωνα με τις προβλέψεις των αγορών οι Ευρωπαίοι καταναλωτές θα κληθούν να πληρώσουν επιπλέον 350 δισ. ευρώ εξαιτίας των αυξήσεων στην ενέργεια. Είναι ρεαλιστικός ο στόχος να μειώσουμε το έλλειμμα κάτω των 2 δις ευρώ, εφόσον χρειαστεί να πάρουμε νέα γενναία μέτρα στήριξης;
Από την αρχή της πανδημίας, στηρίξαμε και συνεχίζουμε να στηρίζουμε νοικοκυριά και επιχειρήσεις εφαρμόζοντας εκτεταμένα μέτρα με σκοπό τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας και τη διαφύλαξη του παραγωγικού ιστού της χώρας. Μόνο για τη διετία 2020-2021, το κόστος των μέτρων αυτών ανέρχεται στα 40 δισ. ευρώ, ενώ - ως ποσοστό του ΑΕΠ - τοποθετούν τη χώρα μας στη 4η θέση παγκοσμίως, σύμφωνα με μελέτη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Η επίδραση των μέτρων αυτών στο χρέος της χώρας είναι δεδομένη. Συνεπώς, καθώς παρατηρείται ανάκαμψη της οικονομίας και επιστροφή στους κανονικούς ρυθμούς λειτουργίας της είναι λογικό να προχωρούμε σε σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης, προκειμένου να διασφαλίσουμε δημοσιονομική σταθερότητα και βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών της χώρας. Και αναφέρομαι σε σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης καθώς και το 2022, προβλέπουμε επιπλέον 3,3 δισ. ευρώ για την πανδημία - άρα σύνολο 43,3 δισ. ευρώ για την περίοδο 2020-2022 - ενώ ήδη το τελευταίο τρίμηνο προχωρήσαμε σε επιπλέον έκτακτα μέτρα ύψους 1,1 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.
Η απόσυρση των μέτρων στήριξης σε συνδυασμό με την αύξηση των εσόδων λόγω της επανεκκίνησης της οικονομίας θα οδηγήσει – σύμφωνα με τις προβλέψεις μας -σε μείωση του ελλείμματος το 2022 στα 2 δισ. 680 εκατ. ευρώ από 12 δισ. 345 εκατ. το 2021. Οι προβλέψεις αυτές στηρίζονται, βεβαίως, στην υπόθεση ότι θα έχουμε ύφεση του φαινομένου της πανδημίας το επόμενο διάστημα και εξομάλυνση της ενεργειακής κρίσης. Σε διαφορετική περίπτωση, τόσο το οικονομικό επιτελείο όσο και ο ίδιος πρωθυπουργός διαθέτουν επαρκή αντανακλαστικά ώστε να λάβουν εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα διευκόλυνσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, όπως άλλωστε απέδειξαν πρόσφατα με την ανακοίνωση των πρόσθετων παρεμβάσεων κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού.
Δυσκολεύει η ενεργειακή κρίση το συνολικό εγχείρημα για δημοσιονομική εξυγίανση, πρωτογενή πλεονάσματα και τον βασικό στόχο της χώρας για επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα;
Δυσκολεύει την ζωή των πολιτών και φυσικά μας προβληματίζει όλους. Ωστόσο, οι στόχοι μας για απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας και επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2023 παραμένουν δυναμικοί και πιστεύω ότι θα τους πετύχουμε παρά τις νέες αντιξοότητες.
Μέχρι σήμερα η Ευρώπη παραμένει αμέτοχη απέναντι στην ενεργειακή καταιγίδα, χωρίς την ανάληψη πρωτοβουλιών σε κεντρικό επίπεδο. Πιστεύετε ότι θα αλλάξει στάση;
Ανοίγετε μεγάλη συζήτηση τώρα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δυστυχώς δεν έχει φτάσει στο επίπεδο συνεννόησης στην λήψη ενιαίων πολιτικών αποφάσεων όπως θα έπρεπε. Αυτό την οδηγεί σε μετεωρισμούς ανάμεσα σε ισχυρές δυνάμεις που λειτουργούν σαν μυλόπετρες της γεωπολιτικής σκηνής. Μετά την απόσχιση της Μεγάλης Βρετανίας και τις τάσεις απόσχισης ορισμένων πρώην ανατολικών χωρών που έγιναν δεκτές στο άρμα της ευρωπαϊκής οικογένειας, παρατηρώ έλλειψη ηγεσιών που θα εμπνεύσουν και θα συνετίσουν. Οι χώρες ατμομηχανές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, δυστυχώς έχουν πλέον μειωμένη επιρροή και ίσως και μειωμένη θέληση σε σχέση με άλλες δεκαετίες. Όλα αυτά επηρεάζουν φυσικά και την οικονομία των μελών της Ένωσης. Μακάρι να μπορούσα να απαντήσω κατηγορηματικά στο ερώτημά σας αλλά φοβούμαι ότι είναι πολύ δύσκολο.