Στις Βρυξέλλες, την πόλη όπου χτυπάει η καρδιά της Ευρώπης, χτυπάει και η καρδιά της γιαγιάς. Πλήρης ημερών, γεμάτη συναισθήματα, εικόνες και μία ευρύτερη κατανόηση του κόσμου, η γιαγιά γλιστράει έξω από τη ζωή σαν να πηγαίνει έναν νυχτερινό περίπατο. Έναν μαγικό περίπατο που κλείνει τον μεγάλο κύκλο μια γεμάτης ζωής.
«Ο νυχτερινός περίπατος της γιαγιάς» είναι το τελευταίο βιβλίο που έγραψε η Αλκη Ζέη. Θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» στις 12 Νοεμβρίου, και απευθύνεται σε παιδιά από 5 ετών και άνω. Την εικονογράφηση δημιούργησε ο Νικόλας Χατζησταμούλος. Το βιβλίο επρόκειτο να κυκλοφορήσει τον περασμένο Απρίλιο, μόλις λίγους μήνες μετά τον θάνατο της αγαπημένης λογοτέχνιδας, αλλά αυτό δεν έγινε λόγω λοκ ντάουν…
Τον περασμένο Ιούνιο προβλήθηκε στη Γιορτή Βιβλίου της Edition Romiosini το ντοκιμαντέρ της Μαργαρίτας Μαντά για την Άλκη Ζέη. Η ίδια η συγγραφέας συνεχίζει τον περίπατο γράφοντας ένα σενάριο ταινίας μικρού μήκους με τίτλο «Ο νυχτερινός περίπατος της γιαγιάς», που ξεκινά έτσι:
«Βρυξέλλες. Σούρουπο. Ένα μικρό σαλόνι. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η γιαγιά. Βαδίζει αργά αργά, κρατάει στα χέρια ένα βιβλίο.
Πάει και κάθεται σε μια πολυθρόνα μπροστά σε μια μεγάλη τζαμόπορτα.
Ο τίτλος του βιβλίου που κρατάει είναι Η μελαγχολία του σκαντζόχοιρου.
Η γιαγιά έχει ακουμπήσει το βιβλίο κλειστό στα γόνατα.
Φοράει ένα άσπρο πουλόβερ. Απάνω δεξιά ξεχωρίζει μια καρφίτσα.
Η καρφίτσα είναι ένα πουλί φτιαγμένο από κόκκινες και μαύρες χάντρες.
Η γιαγιά σηκώνεται κι αφήνει το βιβλίο στην πολυθρόνα.
Κοιτάζει έξω από τα τζάμια. Είναι ένας μικρός κήπος τριγυρισμένος από έναν ψηλό τοίχο από κάτασπρα τούβλα. Στην κορφή του κεραμίδια που γυαλίζουν.
Δυο γάτες, μια γκρίζα και μια κανελιά, κόβουν βόλτες πάνω στα κεραμίδια. Ύστερα στέκονται στη μέση και παίζουν. Αρχίζει να σκοτεινιάζει.
Ξεχωρίζει ο άσπρος τοίχος.
Σε μια μεριά του τοίχου είναι ακουμπισμένη μια άσπρη ξύλινη σκάλα.
Έχει σκοτεινιάσει εντελώς.
Η γιαγιά ανοίγει την πόρτα και βγαίνει στον κήπο.
Το φως μέσα από το δωμάτιο φωτίζει αμυδρά τον κήπο.
Προχωρά με γρήγορο βήμα, πάει προς τη σκάλα κι αρχίζει να την ανεβαίνει σιγά σιγά. Γυρίζει και κάθεται στο τελευταίο σκαλί.
Έχει σκοτεινιάσει για τα καλά. Πάνω από τον τοίχο μικρά φωτάκια πηγαινοέρχονται. Είναι τα μάτια των γατιών.
Δυο φώτα πιο μεγάλα στην κορφή της σκάλας. Τα μάτια της γιαγιάς.
Ξαφνικά η σκάλα είναι θεοσκότεινη. Τα μάτια της γιαγιάς δεν φέγγουν.
Η σκιά της γλιστράει σιγά σιγά από τη σκάλα.
Ένα μπουκέτο από φωτάκια στην κορφή της σκάλας.
Ξημερώνει πια για τα καλά.
Ένα μαυρόασπρο γατάκι στέκεται στην κορφή της σκάλας σαν αναποφάσιστο.
Αρχίζει να την κατεβαίνει.
Βρίσκει κάτι σ’ ένα σκαλί και το πιάνει με τα δόντια του.
Κατεβαίνει γρήγορα τη σκάλα.
Ακουμπάει το εύρημά του πάνω σε μια πέτρα.
Το παίζει λίγο με το πόδι, μα σαν να το βαρέθηκε, φεύγει τρεχάλα. Ζουμ πάνω στην πέτρα. Είναι το πουλί από χάντρες που μεγαλώνει μεγαλώνει και γεμίζει την οθόνη»
Το βιβλίο αποτελεί μία λυρική και ευαίσθητη ματιά πάνω στο θέμα της απώλειας, ιδωμένης ως το φυσιολογικό, κάπως μελαγχολικό τέρμα ενός μεγάλου δρόμου.
Ένα κείμενο γραμμένο με τόση συγγραφική τέχνη και ωριμότητα, που παρά το θέμα του δεν προκαλεί θλίψη, παρά μόνο μια ζεστασιά και μια γλυκιά μελαγχολία.