Ως υποκρισία και προσπάθεια παραπλάνησης των πολιτών χαρακτηρίζεται ο «πόνος», που έπιασε μερικούς για τα τμήματα που πήραν ελάχιστους ή καθόλου φοιτητές, λόγω της εφαρμογής της ΕΒΕ. Αυτά τα τμήματα ήδη είχαν φοιτητές, οι περισσότεροι εκ των οποίων μπήκαν με χαμηλή βαθμολογία προ του 2021. Η έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους υποψηφίων με ικανοποιητική βαθμολογία σημαίνει πολλά.
Πρωτίστως, σημαίνει ότι τα τμήματα αυτά επιβίωναν τεχνηέντως με εισακτέους με βαθμολογίες μικρότερες ακόμη και 8,5/20. Δεν επιτρέπεται να εισάγονται φοιτητές, που είτε δεν ενδιαφέρονται είτε έχουν πολύ χαμηλή βαθμολογία, μόνον και μόνο για να επιβιώσουν τεχνηέντως αυτά τα τμήματα. Μοιραία, αυτά θα πρέπει να καταργηθούν ή να συγχωνευτούν με άλλα του ίδιου πανεπιστημίου ή να μεταφερθούν στην υπό ανασυγκρότηση Τεχνολογική Εκπαίδευση (ΤΕΙ) ή να μεταφερθούν στα ΙΕΚ.
Όσον αφορά στον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, καλό είναι να μετριάσει τον λαϊκισμό του, να προσγειωθεί στις απαιτήσεις επιβίωσης της κοινωνίας και να πει αλήθειες. Αλήθειες, που ίσως πικράνουν ή δυσαρεστήσουν κάποιους, αλλά έτσι θα φανεί χρήσιμος. Η πρώτη φορά είναι πάντα δύσκολη, αλλά αναγκαία.
Αναφέρονται - ακόμη και καθηγητές πανεπιστημίου - στον αποκλεισμό 40.000 υποψηφίων από τα πανεπιστήμια. Η αλήθεια είναι ότι έδωσαν εξετάσεις 92.090 και πέρασαν 56.942 σε πανεπιστήμια και 8.594 σε δημόσια ΙΕΚ, ενώ σε λίγες ημέρες θα δοθεί η δυνατότητα υποβολής αιτήσεων για επιπλέον 20.000 θέσεις στα δημόσια ΙΕΚ. Ας μην λησμονούμε ότι 22.000 υπέβαλαν το πρόσθετο μηχανογραφικό δελτίο για εγγραφή σε ΙΕΚ, κάτι που υποδηλώνει ότι οι υποψήφιοι για τριτοβάθμια εκπαίδευση έχουν αντιληφθεί πλέον ότι με βαθμολογία 1 ή 2 ή 3/20 δεν θα είναι σε θέση να παρακολουθήσουν Πρόγραμμα Σπουδών πανεπιστημίου.
Σε σχέση με το 2020 εισήχθησαν στα πανεπιστήμια 13.780 λιγότεροι, αλλά όλοι πλέον οι εισαχθέντες έχουν ικανοποιητική βαθμολογία στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, που δίνει τα εχέγγυα για ουσιαστική παρακολούθηση ενός πανεπιστημιακού προγράμματος σπουδών. Για όλους αυτούς, που υποκριτικά "θρηνούν" ή υπόσχονται να καταργήσουν την ΕΒΕ, δηλαδή να εγγράφουν όλα τα παιδιά στα πανεπιστήμια, ακόμη και με βαθμολογία 2/20, η απάντηση έχει δοθεί ήδη. Είναι ντροπή τους.
Έχει τονισθεί κατ’ επανάληψη ότι ο μέσος όρος εισαγομένων φοιτητών στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 33% των αποφοιτούντων από τα Λύκεια, αντί του 80%, που είχαμε στην Ελλάδα έως το 2020. Το τραγικό αποτέλεσμα εκείνης της πολιτικής ήταν να συνωστίζονται σε «πανεπιστημιακά τμήματα» χιλιάδες νέων ανθρώπων, οι οποίοι είτε ουδέποτε θα αποφοιτούσαν είτε θα τους απονέμετο μετά από χρόνια ένα «Δίπλωμα Ανεργίας».
Η στρατηγική της χώρας μας για την αναδιάρθρωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης θα πρέπει να βασίζεται στη λειτουργία των διετούς φοίτησης ΙΕΚ, στην επαναφορά της τριετούς φοίτησης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης και στην αναβάθμιση της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης με τη μεταφορά πολλών τμημάτων από την τελευταία στις δύο πρώτες βαθμίδες και την κατάργηση ή τη συγχώνευση πολλών πανεπιστημιακών τμημάτων.
Όσον αφορά στον ακαδημαϊκό χάρτη (Πανεπιστήμια), θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή ότι οι σχολές και τα τμήματα πρέπει να διαμορφώνονται και να κατανέμονται χωροταξικά με τρόπο που να αντιστοιχεί στη συνεχή διασφάλιση υψηλής ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση και στην απονομή πτυχίων, που θα διασφαλίζουν την εργασία σε τομείς αναγκαίους για την ευημερία των ίδιων και της κοινωνίας. Συγκεκριμένα, η διάρθρωση των ακαδημαϊκών μονάδων των πανεπιστημίων πρέπει να διασφαλίζει την επάρκεια του διδακτικού και υποστηρικτικού προσωπικού, τη διαθεσιμότητα των αναγκαίων υποδομών, τη γεωγραφική εγγύτητα συναφών τμημάτων, ώστε να επιτυγχάνεται η διεπιστημονικότητα και στη διασύνδεση της παρεχόμενης διδασκαλίας με τις ανάγκες τις αγοράς εργασίας και τους αναπτυξιακούς στόχους της χώρας.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στο παρελθόν ιδρύθηκαν πανεπιστημιακά τμήματα ανά την επικράτεια χωρίς στρατηγικό προγραμματισμό, χωρίς τεκμηρίωση, χωρίς κανένα ποιοτικό και αναπτυξιακό κριτήριο, χωρίς να τους παρέχονται ούτε οι βασικές αναγκαίες συνθήκες σε επάρκεια προσωπικού και υποδομών, πολύ συχνά με βουλευτικές τροπολογίες της τελευταίας στιγμής.
Επί ΣΥΡΙΖΑ ιδρύθηκαν ή ανωτατοποιήθηκαν συνολικά 153 τμήματα, οδηγώντας σε ανιστόρητα λάθη και σε όξυνση των παθογενειών, όπως ο αφανισμός της τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσης, η άκριτη αύξηση τμημάτων του ίδιου γνωστικού αντικειμένου (π.χ. επί ΣΥΡΙΖΑ αυξήθηκαν τα τμήματα Γεωπονίας της χώρας από 3 σε 10, τα τμήματα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας από 1 σε 6, τα τμήματα Μηχανικών από 46 σε 71, ενώ ιδρύθηκε και δεύτερο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών στην Πάτρα, ενώ βιώσαμε τον κατακερματισμό σχολών σε διαφορετικές πόλεις (π.χ. επί ΣΥΡΙΖΑ ιδρύθηκε η Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, με 7 νέα τμήματα τα οποία τοποθετήθηκαν εξαρχής σε 3 πόλεις: την Κοζάνη, τα Γρεβενά και την Καστοριά. Παρομοίως, στο Πανεπιστήμιο Πατρών ιδρύθηκε Σχολή Γεωπονικών Επιστημών, με 5 τμήματα τα οποία ήταν εξαρχής διάσπαρτα σε 3 πόλεις. Επίσης, σύμφωνα με τον ν. 4610/2019, ιδρύθηκε η Σχολή Οικονομίας και Διοίκησης του Διεθνούς Πανεπιστημίου, με 7 τμήματα σε 4 πόλεις: τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, την Κατερίνη και την Καβάλα) και η λειτουργία τμημάτων με πολύ χαμηλή ελκυστικότητα και με εξαιρετικά χαμηλούς ρυθμούς αποφοίτησης.
Η κοινωνία αφέθηκε ή και οδηγήθηκε από τα πολιτικά κόμματα στη διαμόρφωση της πεποίθησης ότι η εισαγωγή στα πανεπιστήμια αποτελεί το μόνο δρόμο για την επαγγελματική επιτυχία και κοινωνική καταξίωση. Η πεποίθηση αυτή ενισχύθηκε τόσο από την άκριτη δημιουργία πανεπιστημιακών τμημάτων, προκειμένου να υπηρετηθούν πελατειακές σχέσεις και τοπικά συμφέροντα, όσο και από την εισαγωγή φοιτητών με ελάχιστες γνώσεις. Βέβαια, το φλέγον ερώτημα που τίθεται είναι ένα: Με ποιο τρόπο όλοι αυτοί λαμβάνουν Απολυτήριο Λυκείου, όταν οι επιδόσεις τους είναι 0,6/20 ή ακόμη και 6/20;
Σημειωτέον, ότι στην Ελλάδα το 30% των φοιτητών μας δεν αποφοιτά και εγκαταλείπει τις σπουδές (ΙΟΒΕ 2017). Είναι γνωστό, επίσης, ότι το ποσοστό αποφοίτων επί των φοιτητών είναι σταθερά πολύ μικρότερος των άλλων χωρών με αποτέλεσμα να δημιουργείται σε όλα τα τμήματα συσσώρευση - το γνωστό πρόβλημα των «αιώνιων» φοιτητών. Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση “Eurostat- Population in Europe” (Ιούνιος 2020), ως προς το ρυθμό αποφοίτησης για το 2018 η Ελλάδα κατείχε την τελευταία θέση στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών με ρυθμό αποφοίτησης μόλις 9,17%, το οποίο απέχει πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι 24,05%, ενώ το 42% από τους φοιτητές έχουν ξεπεράσει τα έξι έτη σπουδών (ΕΘΑΑΕ 2020).
Οφείλει το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του να πει σκληρές αλήθειες, όπως ότι ένα μεγάλο ποσοστό των νέων πρέπει να στραφεί στην Τεχνολογική και Επαγγελματική Κατάρτιση. Ας αντιληφθούν επιτέλους ότι στην Ελλάδα, μόλις το 28% των μαθητών επιλέγουν την επαγγελματική εκπαίδευση, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να κυμαίνεται στο 48%. Το 51% των αποφοίτων Επαγγελματικών Λυκείων δηλώνουν ότι βρήκαν σταθερή εργασία εντός έξι μηνών μετά το πέρας των σπουδών τους έναντι 34% των αποφοίτων Γενικών Λυκείων (CEDEFOP 2017), ενώ οι απολαβές των αποφοίτων δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης είναι ίσες ή υψηλότερες από τις απολαβές των αποφοίτων δευτεροβάθμιας γενικής εκπαίδευσης (EU Statistics on Income and Living Conditions 2018).
Επιπλέον, οι προοπτικές της ΕΕΚ γίνονται εμφανείς και από το γεγονός ότι το 25% των σπουδαστών σε ΙΕΚ έχουν ήδη πτυχίο πανεπιστημίου. Το 2012 το συνολικό αντίστοιχο ποσοστό ήταν 5% (Ινστιτούτο ΓΣΕΕ 2020). Τέλος, η εισαγωγή με πολύ χαμηλή βαθμολογία, η πρόχειρη επιλογή τμημάτων, το χαμηλό ποσοστό αποφοίτησης και η ανεπαρκής αξιοποίηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, οδηγούν χιλιάδες νέους σε πανεπιστημιακά τμήματα από τα οποίο δεν αποφοιτούν. Το αποτέλεσμα είναι το 35% των νέων να είναι άνεργοι (Η Ελλάδα είναι 2η στην ανεργία των νέων στον ΟΟΣΑ (έκθεση ΙΟΒΕ 2017).
Εν κατακλείδι, οι μεταρρυθμίσεις του υπουργείου παιδείας στον τομέα του περιορισμού των εισακτέων στα πανεπιστήμια με την εφαρμογή της ΕΒΕ και την ενθάρρυνση στη φοίτηση σε δημόσια ΙΕΚ είναι ένα τολμηρό και προοδευτικό βήμα. Η συνέχεια πλέον πρέπει να είναι η επαναφορά της τριετούς Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, που κατήργησε ο ΣΥΡΙΖΑ, και η κατάργηση και συγχώνευση πανεπιστημιακών τμημάτων, σχολών και ιδρυμάτων.
Ένας βελτιωμένος νόμος Διαμαντοπούλου (4009/2011) πρέπει να επανέλθει και εφαρμοστεί. Αυτός ήταν ό,τι καλύτερο είδαμε στην Ανωτάτη Εκπαίδευση στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Άλλωστε, αυτός ήταν και ο λόγος της πολεμικής, που υπέστη η ίδια η Άννα Διαμαντοπούλου από το πολιτικό σύστημα στη μεγάλη του πλειονότητα.
* Ο Ιωακείμ Γρυσπολάκης είναι Ομότιμος καθηγητής, πρώην πρύτανης Πολυτεχνείου Κρήτης