«Θέλω να φτιάξω ένα στέκι όπως παλιά, τότε που μαζευόμασταν∙ θέλω στα έργα μου να κλείσω την ατμόσφαιρα των καφέ, σαν αυτά που έζησα στην Αθήνα και το Παρίσι». Την τελευταία έκθεση του Παύλου Σάμιου με το αγαπημένο του θέμα των καφενείων, την στήσαμε το φθινόπωρο όπως την ονειρεύτηκε. Έχοντας ζήσει την πρωτόγνωρη εμπειρία της καραντίνας, ο Σάμιος θέλησε να μεταμορφώσει την γκαλερί «Σκουφά» πριν την επέλαση του δεύτερου πανδημικού κύματος, σε ένα χώρο «παρεΐστικο». Ο καλός ζωγράφος έφυγε χθες το πρωί σε ηλικία 73 χρόνων, νικημένος από τον καρκίνο. Πρόλαβε, όμως, να χαρεί εν ζωή το δικό του «Καφέ ο Παράδεισος» και εκεί μέσα να χαιρετήσει - όπως ίσως θα το ήθελε - τους μαθητές, τους φίλους και συναδέλφους του. Ψηλός, αυτό που λέμε «λεβέντης» ως το τέλος, ο Σάμιος ξεχώριζε όχι μόνο για το εντυπωσιακό του παράστημα. Με ζεστή φωνή και χαμόγελο, ήταν ένας καλλιτέχνης του κόσμου, ένας αληθινός «bon viveur», ιδιαίτερα αγαπητός στο κοινό που τον ακολουθούσε, αλλά και στο σινάφι των ζωγράφων. Τον αποκαλούσαμε «Δάσκαλο» πια, τόσο από την θητεία του στην ΑΣΚΤ όπου δίδαξε για 15 περίπου χρόνια, όσο, κυρίως, από τη γόνιμη προσφορά του στα εικαστικά μας πράγματα.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1948, κληρονόμησε την αγάπη για τα κόκκινα παπούτσια - το πιο αναγνωρίσιμο ίσως θέμα της ζωγραφικής του – από το εργαστήριο παπουτσιών του πατέρα του. Την ζωγραφική την έμαθε από παιδί όπως τα μαστόρια της Αναγέννησης, πολύ πριν την διδαχθεί στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Για μικρό διάστημα είχε διατελέσει βοηθός του Γιώργου Βακιρτζή, ενώ εργάστηκε δίπλα στο Διονύση Καρούσο (πατέρα του επίσης αγιογράφου Γιάννη Καρούσου) μέχρι τα δεκαοκτώ του χρόνια. Δάσκαλοί του στη Σχολή ήταν ο Νίκος Νικολάου στο Προκαταρκτικό και ο Γιάννης Μόραλης στο Εργαστήριο Ζωγραφικής. «Σπουδαίοι καλλιτέχνες που τους οφείλω πολλά», γράφει ο ίδιος στο βιογραφικό του. Και με τους δύο ανέπτυξε σχέση ζωής, καθώς τους έβλεπε σε ώρες ξεγνοιασιάς, κάθε καλοκαίρι στην Αίγινα.
Στο Μάνο Χατζιδάκι, όμως, απέδιδε το «άνοιγμα του ορίζοντα». «Ο Χατζιδάκις, θυμάμαι, πήγαινε στον Ίκαρο, διάβαζε Πλάτωνα και το βράδυ, έτσι επηρεασμένος όπως ήταν, μας μιλούσε για τις ιδέες του. Όταν έφυγα για το Όρος όπου έμεινα 6 μήνες (προκειμένου να φτιάξει το ζωγραφικό ημερολόγιο της ΑΓΕΤ Ηρακλής, 1978) διάβαζα μόνο Πλάτωνα και η αιτία ήταν ο Μάνος» μου είχε αποκαλύψει πριν από λίγους μήνες. Εκτός από αυτή την ιδιότυπη, αλλά ουσιαστική θητεία στο Χατζιδάκι, ο Σάμιος ήταν καλλιτέχνης που είχε ποτίσει το βλέμμα του στο έργο του Τσαρούχη. Και η σκέψη των δύο, του Χατζιδάκι και του Τσαρούχη, υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη του ζωγράφου.
«Το Palette, ένα καφενείο που χρονολογείται από το 1870, ήταν το καφενείο του Τσαρούχη. Του πήγαινες ένα κουτί μπισκότα, το άνοιγε και το έτρωγε όλο, σαν γάτα!» (κι ενώ πρόδιδε τις διατροφικές ατασθαλίες του διαβητικού καλλιτέχνη, μιλούσε γι’ αυτόν όλο τρυφερότητα). Στην ταινία μάλιστα του Δ. Βερνίκου για τον Τσαρούχη που είναι γυρισμένη στο Παρίσι, αποκαλύπτεται ο νεαρός στα χρόνια, μυστακοφόρος Παύλος. «Όταν πρωτοπήγα στο Παρίσι (1978) και γνώρισα τα καφέ, επηρεάστηκα τόσο που ζωγράφισα μία μεγάλη σειρά». Βεβαίως ο Σάμιος έχει δει τα περίφημα έργα του Τσαρούχη με το «Νέον» στην Ομόνοια (1956-1966) κι όταν ταξίδεψε στο Παρίσι, έζησε όλη τη μαγεία τους. Όπως και ο Τσαρούχης όμως έλαβε υπόψη του την παράδοση, μια σκευή την οποία μελέτησε καλά προτού φύγει για τη Γαλλία.
«Από πολύ νωρίς αγάπησα τη θρησκευτική ζωγραφική. Ακολουθώ την “κλασική” αγιογραφία, κυρίως τον Πανσέληνο, και βέβαια τη Μακεδονική σχολή, η οποία ήταν πολύ κοντά στους αρχαίους· τότε, πράγματι, ανεδείχθησαν οι ζωγραφικές αξίες και θεωρώ πως τότε ουσιαστικά, έχουμε την πρώτοαναγέννηση κι όχι αυτή των Ιταλών με τον Τζιότο. Οι ζωγράφοι της εποχής είδαν χειρόγραφα, ήρθαν σε ζωντανό διάλογο με την αρχαιότητα: τέτοιο παράδειγμα είναι η ζωγραφική της Μονής Σταυρονικήτα. Έφυγε, δηλαδή, το αυστηρό Κομνήνειο στιλ και οι ζωγράφοι πήραν ως πρότυπο τα μωσαϊκά, κάτι που φαίνεται έντονα στα φορέματα, που διαγράφονται με κοψιά “μωσαϊκή”. Πάντως, ουσιαστικά, η ζωγραφική του Πανσέληνου μου “μιλάει”, αυτήν έχω μελετήσει. Είχα την τύχη να περάσω με τον αείμνηστο Μυλωνά σπάνιες ώρες στο Πρωτάτο επάνω στις σκαλωσιές. Όταν δεις τη ζωγραφική του Πανσέληνου, βλέπεις την Πομπηία, όλη την παράδοση» μου είχε πει σε παλιότερη συνάντησή μας.
Σε αυτήν την παράδοση μπόρεσε να συνταιριάσει τα διδάγματα των Ευρωπαίων ομοτέχνων του και να τραβήξει μια δική του, εντελώς προσωπική κι αναγνωρίσιμη στο ευρύ κοινό, γλώσσα. Επάνω στο «τραπέζι» ακούμπησε το κόκκινο κουτί τσιγάρων Σαντέ, μια μισοτελειωμένη παρτίδα τάβλι, επιθυμίες και χαμένα όνειρα. Μια σχεδόν εμμονική επιστροφή του ζωγράφου στο ζωικό στοιχείο του τραπεζιού, που χρόνια τώρα το έβλεπε ως χώρο ζωγραφικό όπου εκπτύσσεται η βαθύτερη ανθρωπιά.
Παρόλο που στην τέχνη του Σάμιου υπάρχει συχνά το στοιχείο του υπαινιγμού, μια ανολοκλήρωτη ερωτική επιθυμία, ο ίδιος ως άνθρωπος ήταν – ας επιτραπεί να πω – «χορτασμένος». Ευτύχησε σε αυτήν την τελευταία δοκιμασία να έχει στο πλευρό του, την «ηρωική» σε συνθήκες καραντίνας Μαρία Ξανθάκου, αλλά και την αγάπη από τις δύο κόρες του (λαχταρούσε να δει το εγγόνι του από το Παρίσι και, ευτυχώς, πρόλαβε τον Νοέμβριο πριν την καραντίνα). Ο ίδιος αντιμετώπιζε το πρόβλημα υγείας ως κάτι περαστικό και μάλιστα πριν από λίγες εβδομάδες, μου είχε εξομολογηθεί την ιδέα μιας μεγάλης έκθεσης στη Βενετία, όταν τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα. Με περισσότερες από 70 ατομικές εκθέσεις στο ενεργητικό του, θα ήταν άδικο να λεχθεί ότι ο Σάμιος «δεν πρόλαβε». Τραγική ειρωνεία μοιάζει κι ότι έφυγε από τη ζωή την παγκόσμια ημέρα κατά του καρκίνου. Η απάντηση είναι ότι το ζωγραφικό του έργο κρατά καλά σωσμένη τη μνήμη του στο χρόνο. Άλλωστε, ποιος καλλιτέχνης μπόρεσε να «χαρεί» τον δικό του Παράδεισο;
Μόλις πριν λίγους μήνες, ο Παύλος Σάμιος μας ξεναγούσε στην τελευταία του έκθεση: