Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε το τελευταίο δωδεκάμηνο είναι αυτό της σημαντικής ανόδου της τιμής των λιπασμάτων. Το πρόβλημα, όπως και πολλά άλλα, ξεκίνησε σαν παρενέργεια της διαταραχής στη λειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων. Σταδιακά η κατάσταση χειροτέρεψε από την άνοδο της τιμής των πρώτων υλών και του κόστους της ενέργειας για την παρασκευή τους. Η διαταραχή των εφοδιαστικών αλυσίδων ήταν πολύ έντονη στην Κίνα, η οποία επέβαλε περιορισμούς στις εξαγωγές λιπασμάτων από τον περασμένο Οκτώβριο.
Το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία έκανε τα πράγματα πολύ χειρότερα Από τη μία ανέβασε ακόμα περισσότερο το ενεργειακό κόστος και από την άλλη δυσκόλεψε πολύ τις εξαγωγές από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία. Βρεθήκαμε λοιπόν με τους δύο μεγαλύτερους εξαγωγείς λιπασμάτων, την Κίνα και τη Ρωσία, να μην στέλνουν στις διεθνείς αγορές τις ποσότητες που έστελναν υπό φυσιολογικές συνθήκες. Η ακόμα μεγαλύτερη άνοδος των τιμών ήταν απόλυτα φυσιολογική, φέρνοντας πλέον το πρόβλημα στο παγκόσμιο προσκήνιο.
Ευτυχώς, προς το παρόν τουλάχιστον, οι φόβοι για ακόμα μεγαλύτερη άνοδο δεν φαίνεται να επιβεβαιώνονται. Διαβάζοντας τον αμερικανικό Τύπο, αντιλαμβανόμαστε πως για τους περισσότερους τύπους λιπασμάτων, οι τιμές έχουν αρχίσει να υποχωρούν σταδιακά από το τέλος του Απριλίου και μετά. Είναι η πρώτη φορά εδώ και έναν χρόνο που οι τιμές δεν ανέβηκαν από μήνα σε μήνα. Το γεγονός όμως παραμένει, τα λιπάσματα είναι πολύ πιο ακριβά απ’ ότι ήταν πριν δώδεκα μήνες. Ανάλογα με το είδος του λιπάσματος, η διαφορά από τον Ιούλιο του 2021 είναι από 50% έως και 100%.
Οι πολύ υψηλές τιμές των λιπασμάτων έχουν δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα, τα οποία σε διάφορες περιοχές του κόσμου εκδηλώνονται και αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο. Οι ΗΠΑ άλλαξαν την αρχική τους απόφαση να προσπαθήσουν να επιβάλουν κυρώσεις στη Ρωσία και στον τομέα των λιπασμάτων. Αναγκαστικά, αφενός γιατί υπέστησαν σημαντικές πιέσεις από σχεδόν όλες τις μεγάλες χώρες της Νοτίου Αμερικής οι οποίες εισάγουν μεγάλες ποσότητες λιπασμάτων και αφετέρου γιατί κατάλαβαν πως αν τα ρωσικά (και τα λευκορωσικά) λιπάσματα έλειπαν πραγματικά από την παγκόσμια γεωργία, η τρέχουσα καλλιεργητική χρονιά θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφική σε πολλές χώρες του κόσμου.
Έτσι, όπως μας είχε ενημερώσει προ καιρού το Black Box, έφθασαν στο σημείο να στείλουν αντιπρόσωπό τους στη Μόσχα για να συνεργαστεί με τη Ρωσία, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, προκειμένου να διασφαλίσουν την ομαλή αποστολή λιπασμάτων από τη Ρωσία προς τον υπόλοιπο κόσμο. Η Βραζιλία, από τη δική της μεριά, φρόντισε να προμηθευθεί όσο μεγαλύτερες ποσότητες λιπασμάτων γινόταν, και φαίνεται πως τα κατάφερε, αφού, όπως μαθαίνουμε από το Reuters, οι εισαγωγές λιπασμάτων τον Μάιο και τον Ιούνιο ανήλθαν σε ποσότητες ρεκόρ για αυτή την περίοδο του χρόνου. Το αποτέλεσμα είναι, σύμφωνα με την κυβέρνηση της Βραζιλίας και ανεξάρτητους αναλυτές, να μην υπάρχει κανένας φόβος για εμφάνιση έλλειψης λιπασμάτων ενόψει της σποράς του καλαμποκιού και της σόγιας το επόμενο τρίμηνο.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως οι καλλιεργητές προσπάθησαν να κάνουν αρκετά οικονομική χρήση των αποθεμάτων λιπασμάτων και πως ελπίζουν να ανακτήσουν το υψηλό κόστος των λιπασμάτων από τις υψηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων. Αλλού, τα πράγματα δεν έχουν εξελιχθεί τόσο ομαλά. Στη Μαλαισία, όπως μαθαίνουμε από το Bloomberg, οι καλλιεργητές που παράγουν φοινικέλαιο δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν εγκαίρως το αυξημένο κόστος, πράγμα αρκετά λογικό, αφού το κόστος των λιπασμάτων φθάνει σχεδόν στο 50% του συνολικού κόστους παραγωγής.
Έτσι η συγκομιδή μάλλον δεν θα φθάσει στο επιθυμητό επίπεδο, στερώντας από τους αγρότες και τη χώρα πολύτιμο συνάλλαγμα από τις εξαγωγές που θα έκαναν. Στο Περού, βρισκόμαστε στα πρόθυρα μεγάλης κοινωνικής αναταραχής, καθώς οι αγρότες απειλούν να κατέβουν στους δρόμους, ζητώντας βοήθεια για να αντιμετωπίσουν το υψηλό κόστος των λιπασμάτων. Η κυβέρνηση του προέδρου Καστίγιο, προσπαθεί απεγνωσμένα να εξασφαλίσει όσο περισσότερα λιπάσματα γίνεται, υποσχόμενη ταυτόχρονα οικονομική βοήθεια προς τους αγρότες.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η μεγάλη τράπεζα NatWest αποφάσισε να προσφέρει στους αγρότες οικονομική στήριξη για να τους βοηθήσει να ανταπεξέλθουν στο υψηλό κόστος των λιπασμάτων. Η στήριξη θα περιλαμβάνει σημαντική περίοδο χάριτος στην αποπληρωμή των δανείων, δυνατότητα υπερανάληψης χρηματικών ποσών από τους αγρότες και άλλα παρόμοια μέτρα.
Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε άλλα παραδείγματα για να δείξουμε πως τα ακριβά λιπάσματα έχουν δημιουργήσει παντού σημαντικά προβλήματα, τα οποία επηρεάζουν με διαφορετικό τρόπο τους αγρότες ανά τον κόσμο, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες των ιδίων και της χώρας τους. Το τι θα ακολουθήσει είναι αρκετά δύσκολο να πούμε. Είναι λογικό να υποθέσουμε πως η πτώση που έχει αρχίσει να παρατηρείται στις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων είναι αρκετά πιθανόν να επηρεάσει τελικά και τα λιπάσματα, ρίχνοντας ακόμα περισσότερο τις τιμές τους.
Αν όμως αυτό συνοδευθεί και από σημαντική πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, ίσως να μην βοηθήσει και πολύ τους αγρότες, εκτός αν οι τιμές των λιπασμάτων καταρρεύσουν, κάτι που είναι δύσκολο να συμβεί αν δεν υποχωρήσει ουσιαστικά το ενεργειακό κόστος, αφού όπως γνωρίζουμε, η βιομηχανία λιπασμάτων καταναλώνει μεγάλες ποσότητες ενέργειας και πολλά εργοστάσια δουλεύουν απ’ ευθείας με δικό τους φυσικό αέριο. Οι επόμενοι μήνες θα κρίνουν πολλά, γιατί είναι σχεδόν βέβαιο πως μία ακόμα χρονιά με τις τιμές των λιπασμάτων πολύ υψηλές θα γονατίσει πάρα πολλούς αγρότες και πολλούς κρατικούς προϋπολογισμούς.
Κοιτάζοντας λίγο πιο μπροστά, πρέπει να παρατηρήσουμε πως η φετινή (και περσινή) αναταραχή στην αγορά λιπασμάτων φέρνει και πάλι στην επιφάνεια την εκτεταμένη χρήση τους σε όλο σχεδόν τον κόσμο και τα προβλήματα που τη συνοδεύουν. Κυρίως τη ζημιά που «κατηγορούνται» πως κάνουν στο περιβάλλον, στο χώμα και τον υδροφόρο ορίζοντα αλλά και σε εμάς που καταναλώνουμε προϊόντα που έχουν παραχθεί με χρήση λιπασμάτων, χρήση πολλές φορές υπερβολική. Η υψηλή τιμή τους σίγουρα αποτελεί μεγάλο αντικίνητρο για τη χρήση τους, αλλά δημιουργεί κινδύνους για μειωμένη αγροτική παραγωγή και πιθανά επισιτιστικά προβλήματα.
Η λύση μπορεί να βρίσκεται σε ένα συνδυασμό κινήσεων. Από τη μία, την πιο προσεκτική και μελετημένη χρήση τους και την αποφυγή της υπερβολικής κατανάλωσης η οποία γίνεται συχνά κατά παράβαση των οδηγιών χρήσεως. Από την άλλη, υπάρχει η εναλλακτική λύση της αναζήτησης λύσεων φιλικών προς το περιβάλλον. Δηλαδή η παρασκευή λιπασμάτων αλλά και ζιζανιοκτόνων και εντομοκτόνων «οργανικού» χαρακτήρα. Αυτό ακούγεται λίγο αισιόδοξο και ίσως ουτοπικό, ίσως όμως να μην είναι και τόσο μακριά από την πραγματικότητα. Πολύ μεγάλες επιχειρήσεις που ασχολούνται με την παραγωγή λιπασμάτων ή την αγροτεχνολογία, έχουν ήδη αρχίσει την έρευνά τους.
Εταιρείες παραγωγής λιπασμάτων όπως η Nutrien (NTR NYSE), η Mosaic (MOS NYSE) είναι αρκετά δραστήριες στον χώρο και έχουν ξεκινήσει διάφορες συνεργασίες με μικρές επιχειρήσεις του τομέα. Για να πάμε και λίγο παραπέρα, καθώς τα λιπάσματα και η αγροτεχνολογία είναι πρακτικά στον ίδιο χώρο δραστηριοποίησης, η FMC (FMC NYSE), μεγάλη επιχείρηση της αγροτεχνολογίας, ανακοίνωσε την προηγούμενη Τετάρτη την εξαγορά, έναντι 200 εκατομμυρίων δολαρίων, μίας δανέζικης εταιρείας, της Biophero, η οποία θέλει να καταπολεμήσει τα ζιζάνια χρησιμοποιώντας φερομόνες.
Για να μην μιλήσουμε για την Bayer (BAYN XETRA), η οποία ερευνά μαζί με την εταιρεία συνθετικής βιολογίας Ginkgo Bioworks (DNA NYSE) τη δυνατότητα παρασκευής βιολογικών συστατικών για καλύτερη ανάπτυξη των φυτών αλλά και την προστασία τους από τα ζιζάνια και τα έντομα. Στόχος τους είναι να πετύχουν την παραγωγή βιολογικών συστατικών ίδιας ή και μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας από τα συμβατικά.
Δεν ξέρουμε τι θα καταφέρουν οι εταιρείες λιπασμάτων και οι «συγγενείς» τους του χώρου της αγροτεχνολογίας, αλλά μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως όσο πιο ακριβά γίνονται τα λιπάσματα τόσο πιο γρήγορα θα βρεθούν και οι αντικαταστάτες τους.