Με ένα περιστατικό γυναικοκτονίας να καταγράφεται πλέον σχεδόν καθημερινά στην πατρίδα μας το τελευταίο διάστημα, το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας κατά των γυναικών λαμβάνει τρομακτικές διαστάσεις, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να υπογραμμίζει ότι τα περιστατικά διεθνώς αυξήθηκαν κατά 60% στα χρόνια της πανδημίας και τους ειδικούς να αναδεικνύουν τον κομβικό ρόλο του κοινωνικού περίγυρου στην πρόληψη τέτοιων τραγικών φαινομένων. Αντίθετα, διαιωνίζεται ο κύκλος της βίας, αν οι γείτονες, συγγενείς, φίλοι και γνωστοί (του θύτη και του θύματος) δεν σπάσουν τη σιωπή τους και παραμείνουν αδρανείς παρατηρητές. παρατηρητές. Όπως άλλωστε είχε πει από τον
προηγούμενο αιώνα ο Άλμπερτ Άινσταιν, «Το κακό στον κόσμο συμβαίνει, όχι γιατί το πράττουν πολλοί. Το πράττουν λίγοι αλλά πολλοί το
αφήνουν να συμβεί».
«Οι παρατηρητές, δηλαδή ο κοινωνικός περίγυρος είναι το Α και το Ω στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας και πρέπει όλοι μας να καταλάβουμε πως η σιωπή είναι συνενοχή. Όσοι ξέρουν και δεν μιλούν, δεν ειδοποιούν την αστυνομία, τις κοινωνικές υπηρεσίες γι' αυτό που συμβαίνει πίσω από τη διπλανή τους πόρτα, είναι συνένοχοι. Επιπλέον, αντί να παρακινήσουν τη γυναίκα που κινδυνεύει να φύγει άμεσα, την εγκλωβίζουν στέλνοντάς της τα λάθος μηνύματα, με φράσεις του τύπου «πού θα πας αν φύγεις», «έχεις παιδιά, πώς θα τα μεγαλώσεις μόνη σου», «δώσ' του άλλη μία ευκαιρία», κάτι που αν η κακοποιημένη γυναίκα πράξει, μπορεί να το πληρώσει με τη ζωή της», επισημαίνει στο Liberal.gr ο ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής Δημήτρης Οικονόμου.
Από τη μεριά της, η υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Μαρία Συρεγγέλα, υπεύθυνη της Γενικής Γραμματείας Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, τονίζει πως τα φαινόμενα της δολοφονίας γυναικών είναι προφανώς καταδικαστέα και προκαλούν θλίψη σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία και πως, σε αυτή την εθνική προσπάθεια για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, δεν υπάρχουν στρατόπεδα παρά μόνο ένας στόχος, η εξάλειψη της βίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, των 44 συμβουλευτικών κέντρων, των δομών φιλοξενίας και των τηλεφωνικών γραμμών στήριξης, από το 2020, περισσότερες από 44.000 γυναίκες έχουν καταγγείλει περιστατικό βίας, ενώ περισσότερα από 3.700 παιδιά έχουν φιλοξενηθεί στις ειδικές δομές, που λειτουργούν μαζί με τις μητέρες τους.
Ο δράστης δεν γίνεται δολοφόνος ένα πρωί - Δίνει σημάδια
Όπως εξηγεί ο ψυχίατρος- ψυχοθεραπευτής Δημήτρης Οικονόμου οι γυναίκες έχουν ένστικτο, το ένστικτο της επιβίωσης και της προστασίας των παιδιών τους και όταν καταλάβουν ότι ο κίνδυνος είναι αληθινός, πρέπει πρώτον να φεύγουν αμέσως μαζί με τα παιδιά τους και να ειδοποιούν την αστυνομία και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Επίσης πρέπει να έρθουν σε επαφή με ένα δικηγόρο, ώστε να μάθουν τα δικαιώματά τους. Δεν πρέπει να συγχωρούν (τον θύτη-σύζυγο ή σύντροφο), να υπαναχωρούν, να του δίνουν μια τελευταία ευκαιρία γιατί μπορεί δυστυχώς να πληρώσουν αυτό το λάθος με τη ζωή τους.
Καταγγελία στις κοινωνικές υπηρεσίες μπορούν να κάνουν ανώνυμα και οι παρατηρητές, αυτοί που έχουν τη δύναμη να αποδειχθούν «καταλύτες» σε τέτοιου είδους θλιβερά φαινόμενα, ώστε αμέσως μετά την καταγγελία να αρχίσει να ξετυλίγεται το κουβάρι της (ενδοιοκογενειακής) κακοποίησης. Σε όσους βγαίνουν στα τηλεοπτικά παράθυρα μετά το φονικό, να δηλώσουν ότι «έπεσαν από τα σύννεφα» και πως «αυτός ο άνδρας (ο φονιάς) δεν είχε ποτέ του πειράξει ούτε μύγα», ο Δημήτρης Οικονόμου απαντά ότι τα σημάδια της κλιμάκωσης της βίας πάντοτε υπάρχουν.
Κανένας άνθρωπος και κανένας άνδρας δεν ξυπνάει ένα πρωί και γίνεται ξαφνικά φονιάς, έχει δώσει στο παρελθόν δείγματα γραφής της βαριάς παθοψυχολογίας του και δυστυχώς, ειδικά στις κλειστές κοινωνίες της περιφέρειας, ο κοινωνικός περίγυρος αντί να αναδείξει αυτά τα σημάδια, τα κρύβει κάτω από το χαλί, τα αποσιωπά και κατ’ αυτόν τον τρόπο χαντακώνει τη γυναίκα-θύμα. Κατά τον ειδικό, η μεγάλη ζημιά που έκαναν η πανδημία και ο εγκλεισμός, είναι ότι αφενός οδήγησε αυτούς τους ανθρώπους σε μια κλιμάκωση της βίαιης συμπεριφοράς. Αφετέρου, σε εκείνες τις δύσκολες εποχές της καραντίνας που όλα «παρέλυσαν», τους έστειλε το μήνυμα ότι καταλύεται το κράτος, διαλύονται οι θεσμοί, πως τίποτα δεν λειτουργεί. Κι αυτό είναι ένα πολύ λανθασμένο μήνυμα για ανθρώπους με βαριά παθοψυχολογία, μπορεί να τους ωθήσει στο να απασφαλίσουν, επισημαίνει ο ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής.
Παρότι έχει συντελεστεί πρόοδος τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, υπάρχουν ακόμα απαρχαιωμένες αντιλήψεις και στερεότυπα, αλλά και σημαντικές ελλείψεις σε όλες τις δομές του κράτους. Τις ελλείψεις αυτές, σε έναν βαθμό θα μπορούσε η κοινωνία να τις καλύψει -να τις αντισταθμίσει- αν όλοι πράτταμε το σωστό σαν ενεργοί παρατηρητές, ωστόσο δυστυχώς δεν το επιτυγχάνουμε.
Το πιο τραγικό σε όλη την ιστορία είναι ότι τα άτομα που «εγκλωβίζουν» τις γυναίκες-θύματα είναι οι άλλες γυναίκες του κοινωνικού τους περίγυρου. Πρόκειται για γυναίκες που έχουν υπάρξει και οι ίδιες θύματα και προβάλουν τη δική τους θυματοποίηση, τη χρησιμοποιούν σαν άλλοθι στις ομόφυλές τους, που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και μηδενική αυτοπεποίθηση, που αντιμετωπίζουν ένα βίαιο σύντροφο ή σύζυγο και αντί να τις παροτρύνουν να τον εγκαταλείψουν για να ξεφύγουν από τον εφιάλτη, τις αποθαρρύνουν, όπως επισημαίνει ο Δ. Οικονόμου.
Ο ψυχίατρος προσθέτει ότι στην περιφέρεια, όπως στην Κρήτη και αλλού όπου πρόσφατα καταγράφηκαν τέτοια περιστατικά γυναικοκτονιών, βλέπουμε σε παραδοσιακά μητριαρχικές κοινωνίες αυτό το πρότυπο να αναπαράγεται. Κι αν εξετάσουμε τι έχει συμβεί στο παρελθόν των δραστών, θα δούμε ότι οι περισσότεροι ήταν άνδρες που μεγάλωσαν στη σκιά μιας εξουσιαστικής μητέρας η οποία τους ώθησε στο να μισήσουν τις γυναίκες.
Κλιμάκωση από τη ζήλια, στο μίσος και τον φθόνο
Οι άντρες που μπαίνουν στη λογική του να βιαιοπραγήσουν απέναντι σε μία σύντροφο ή σύζυγο ξεκινούν νιώθοντας ζήλια. Η ζήλια μεταφράζεται στο «θέλω αυτό που έχεις». Από τη ζήλια περνούν στο μίσος, το οποίο μεταφράζεται στο «δεν θέλω να έχεις αυτό που έχεις» και από κει μεταβαίνουν στον ακραίο φθόνο, δηλαδή «σου στερώ αυτό που έχεις, ώστε να μην το έχει κανείς». Οι γυναίκες που έχουν υποστεί κακοποίηση, όταν τολμήσουν να ζητήσουν διαζύγιο ή απλά να χωρίσουν τον σύντροφο-δυνάστη, εκείνος συνήθως υποπτεύεται ότι αιτία είναι ένας άλλος άνδρας και αυτό του προκαλεί αφόρητη ζήλια.
Το διαζύγιο ή ο χωρισμός ηχεί στα αυτιά του σαν απόρριψη, μια απόρριψη που η μητέρα του δεν του έμαθε ποτέ να διαχειρίζεται. Από τη ζήλια, περνά στο μίσος και από εκεί φθάνει στον ακραίο φθόνο και σκοτώνει τη γυναίκα του για να μην την έχει κανένας άλλος (αφού δεν θα την έχει εκείνος!), λέει ο Δημήτρης Οικονόμου.
Δεν πρόκειται για έγκλημα πάθους ούτε φυσικά σημαίνει ότι οι άνδρες που σκοτώνουν τις γυναίκες τους τις αγαπούν. Η αγάπη δεν εμπεριέχει καμία μορφή βίας. Η αγάπη δεν τιμωρεί, δεν πονά και σε καμία περίπτωση δεν σκοτώνει, προσθέτει ο ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής.
Τραγικά θύματα και τα παιδιά που χάνουν και τους δύο γονείς
Τα πιο τραγικά θύματα στις γυναικοκτονίες είναι τα παιδιά του ζευγαριού που ενίοτε γίνονται και μάρτυρες του βίαιου φονικού ή είναι αυτά που βρίσκουν τη μητέρα τους μέσα σε μια λίμνη αίματος, σκηνές απίστευτης σκληρότητας που εντυπώνονται για πάντα στα μάτια τους και στην ψυχή τους τραυματίζοντάς τα ανεπανόρθωτα.
Σε αυτά τα εγκλήματα έμφυλης βίας τα παιδιά χάνουν και τους δύο γονείς, τη μητέρα-θύμα που πεθαίνει και τον πατέρα-δράστη που πάει φυλακή. Όπως επισημαίνει ο ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής Δ. Οικονόμου, όσο κι αν φαντάζει σκληρό, είναι καλύτερο για το μέλλον των παιδιών να βγει ο πατέρας-τέρας, από τη ζωή τους και αυτά να κάνουν μια καινούρια αρχή, όπως για παράδειγμα συνέβη με το μωρό της άτυχης Κάρολαϊν και του ψυχρού δολοφόνου Μπάμπη Αναγνωστόπουλου.
Άλλωστε και στο πρόσφατο τραγικό φονικό της Ζακύνθου, ο μεγαλύτερος γιος της άτυχης γυναίκας δεν ήθελε να έχει καμία επαφή με τον δράστη πατέρα του.
Με αυτή την εμπεριστατωμένη άποψη συμφωνεί και η Ασπασία Θεοφίλου, ιδρύτρια της Οργάνωσης Strong Me (Δυνατή Εγώ), για την πρόληψη και την καταπολέμηση της έμφυλης βίας, που επισημαίνει ότι είναι απαράδεκτο, οι δράστες όταν βγαίνουν από τη φυλακή, έχοντας εκτίσει ποινή (δυστυχώς μόνο 8-9 ετών και όχι πραγματικά ισόβια) να διεκδικούν την κηδεμονία αυτών των παιδιών. Τα παιδιά είναι από κάθε άποψη προτιμότερο να μείνουν μακριά τους.