Στο σπίτι της οδού Επιφανούς 1, εκεί όπου κατοικούσε με την οικογένειά του από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και όπου έγραψε μεγάλο μέρος των έργων του, ο Μίκης Θεοδωράκης ήθελε να γίνει το μουσείο που θα φέρει το όνομά του. Στην διαθήκη του δηλώνει γραπτώς την επιθυμία του: το κράτος να οργανώσει και να λειτουργήσει το μουσείο αυτό. Όλα τα προσωπικά αντικείμενα που βρίσκονται στον χώρο αυτόν, δωρίζονται από τον συνθέτη στο μουσείο αυτό. Σε άλλη περίπτωση, ζητά να δοθούν στο Μέγαρο Μουσικής και συγκεκριμένα στη Μουσική Βιβλιοθήκη Λίλιαν Βουδούρη, όπου βρίσκεται το σύνολο του αρχείου του.
«Ορίζω τα προσωπικά μου αντικείμενα που υπάρχουν στην οικία μου επί της οδού Επιφανούς 1 να παραμείνουν στο σπίτι αυτό εφόσον μετατραπεί σε μουσείο, με ευθύνη των αρμόδιων υπηρεσιών του κράτους και όχι των σημερινών ιδιοκτητών του» γράφει συγκεκριμένα, και προσθέτει: «εάν αυτό δεν συμβεί να παραδοθούν στην Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος Λίλιαν Βουδούρη όπου έχει δωρίσει και το προσωπικό του αρχείο».
Ο Μίκης και η Μυρτώ αγόρασαν το συγκεκριμένο σπίτι το 1975 ή 76, όταν ο δημοσιογράφος και φίλος τους Γιάννης Φλέσσας είδε να πωλείται. Η Μυρτώ Θεοδωράκη τού είχε ζητήσει να την ειδοποιήσει αν έβλεπε πωλητήριο στην περιοχή, κάτι που εκείνος έκανε. Εκεί βρίσκεται και το πιάνο του Μίκη, στον χώρο που βγαίνει στην ταράτσα και τον οποίο χρησιμοποιούσε εκείνος όταν συνέθετε.
Παρότι αναγνωρίζει το γεγονός ότι το εν λόγω σπίτι δεν του ανήκει νομικά (έχει περάσει στην κόρη του και τον μεγαλύτερο εγγονό του και τη σύζυγό του), εκφράζει την ελπίδα ότι οι οικείοι του θα σεβαστούν την επιθυμία του, καθώς, όπως λέει, γνωρίζουν πολύ καλά ότι όλα έχουν αγοραστεί με χρήματα που προήλθαν από τη δική του εργασία και πνευματικά δικαιώματα. Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση, η παρέμβαση του κράτους, την οποία ζητά άλλωστε και ο Μίκης, θα είναι καθοριστική. Και θα πρέπει να γίνει σύντομα.
Την μεταφορά των προσωπικών του αντικειμένων στο Μέγαρο, όπως και όλων των υλικών του αρχείου του, που βρίσκονται στην εν λόγω οικία, θα κάνει σύμφωνα με ρητές οδηγίες του η Ρένα Παρμενίδου, την οποία χαρακτηρίζει «θεματοφύλακα».
Στη διαθήκη, ο Μίκης Θεοδωράκης εξηγεί πως το μουσικό του έργο γράφτηκε σε τρία σπίτια. «Στο Παρίσι, που δυστυχώς δεν υπάρχει πια, στο σπίτι μας στο Βραχάτι και -κυρίως- στο σπίτι μας κάτω από την Ακρόπολη, όπου και διαμένουμε ακόμα, εγώ και η σύζυγός μου Μυρτώ». Ο συνθέτης σημειώνει πως επιθυμία του είναι το σπίτι στου Φιλοπάππου να μετατραπεί σε μουσείο, προβλέποντας ωστόσο πως η σύζυγός του μπορεί να διαμείνει εκεί για όσο το επιθυμεί.
«Στο σπίτι αυτό γράφτηκαν πάρα πολλά από τα σπουδαιότερα έργα μου. Από εδώ πέρασαν πάρα πολλοί σπουδαίοι Έλληνες και ξένοι καλλιτέχνες και πολιτικοί. Επί πλέον, το σπίτι αυτό είναι η τελευταία μου κατοικία, στην οποία περνώ με τη σύζυγό μου τα τελευταία και πιο δύσκολα χρόνια μου, με συντροφιά τα αδέσποτα της Ακρόπολης και του Φιλοπάππου, που βρήκαν κι αυτά εδώ ένα καταφύγιο γεμάτο ζεστασιά και αγάπη», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Το σπίτι της οδού Επιφανούς είναι το μόνο περιουσιακό στοιχείο που τύποις δεν του ανήκε. Ωστόσο, έχει φροντίσει εν ζωή να εξασφαλίσει ακίνητα στα παιδιά και στα εγγόνια του και μετά θάνατον τούς αφήνει το σύνολο των πνευματικών του δικαιωμάτων.
«Πιστεύω απόλυτα ότι τα υπόλοιπα σπίτια της θυγατέρας μου και των παιδιών της, που στην πραγματικότητα έχουν αγοραστεί από μένα για αυτούς, είναι τόσο πολλά και τόσο μεγάλα, ώστε είναι υπέρ αρκετά για να τους στεγάσουν όλους και να καλύψουν τις ανάγκες όχι μόνο τις δικές τους αλλά και των οικογενειών που θα δημιουργήσουν οι εγγονοί μου» αναφέρει στη διαθήκη. Προσθέτει μάλιστα ότι κατ' αντίστοιχο τρόπο έχει εξασφαλιστεί και ο γιος του, Γιώργος, ο οποίος θα αποκτούσε την επικαρπία του ισογείου.
Σχετικά με το σπίτι της οικογένειας στο Βραχάτι, ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρει πως θα ήθελε να απαλλοτριωθεί και να γίνει μουσείο. Ωστόσο, τονίζει πως έπειτα από επιθυμία της κόρης του να μείνει εκεί, το παραχωρεί σε εκείνη με συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
«Το σπίτι μου στο Βραχάτι Κορινθίας επρόκειτο να απαλλοτριωθεί από τη Νομαρχία Κορινθίας για να γίνει μουσείο, η σχετική διαδικασία όμως σταμάτησε μετά από δική μου παράκληση προς τους αρμοδίους, κατόπιν επιμονής της θυγατέρας μου Μαργαρίτας-Ασπασίας Θεοδωράκη, η οποία διαβεβαίωσε ότι το σπίτι αυτό θα παραμείνει στα παιδιά της και δεν θα πωληθεί σε καμιά περίσταση. Αν όμως στο μέλλον υπάρξει περίπτωση να μεταβιβαστεί σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εκτός από την ίδια, τον αδερφό της Γεώργιο και τα πέντε εγγόνια μου, τότε θα επιθυμούσα να γίνει τελικά η απαλλοτρίωση από όποιον φορέα του Δημοσίου, με αποκλειστικό σκοπό βεβαίως τη δημιουργία Μουσείου, γιατί πρόκειται για χώρο άρρηκτα συνδεδεμένο με τη ζωή και το έργο μου». (σ.σ. τα πέντε εγγόνια του είναι οι τέσσερις γιοι της Μαργαρίτας, Μίκης, Άγγελος, Στέφανος, Αλέξανδρος και η κόρη του Γιώργου, Μυρτώ).
Το πνευματικό του έργο ύστερα από συμβόλαιο που έχει συναφθεί εδώ και πολλά έτη, το διαχειρίζεται εκδοτική εταιρία του εξωτερικού. Η εταιρία εισπράττει τα δικαιώματα από όλο τον κόσμο και τα αποδίδει στον δικαιούχο, κρατώντας ένα συμφωνημένο ποσοστό.
«Δεν έχει και δεν επιθυμώ σε καμμιά περίπτωση να έχει οποιοδήποτε δικαίωμα πάνω στο έργο μου, κανένα απολύτως από τα μέλη της οικογένειάς μου δεν επιθυμώ να έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο και με οποιαδήποτε ιδιότητα στο πνευματικό και καλλιτεχνικό μου έργο. Το μόνο δικαίωμά τους θα πρέπει να είναι να εισπράττουν τα ποσοστά που με την παρούσα διαθήκη μου τους αφήνω. Οι μόνοι υπεύθυνοι για την εκτύπωση, την παρουσίαση, την επιμέλεια και τη διάδοση των έργων μου, για τον χειρισμό των οικονομικών και οποιωνδήποτε άλλων σχέσεων που προκύπτουν από τη διάθεση και παρουσίαση των έργων μου και γενικά για οποιαδήποτε απόφαση σχετική με τα έργα μου θα είναι οι Εκδότες με τους οποίους έχω συνάψει σχετικά συμβόλαια».
Αυτό σημαίνει ότι δεν θα έχουν λόγο ούτε στο πώς και ποιος θα ανεβάζει τα έργα του, ούτε και σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής. Θα εισπράττουν, μόνο, τα χρήματα από τα ποσοστά. Θα εισπράττουν επίσης και τα ποσοστά από τα δικαιώματά του στην Ελλάδα, τα οποία είχαν δοθεί στην ΕΔΕΜ.
Σε ένα άλλο σημείο της διαθήκης του, ο Μίκης Θεοδωράκης σημειώνει ότι τα τελευταία χρόνια έχει προβεί «σε δαπάνες μεγάλων ποσών για το έργο μου (το οποίο άλλωστε αποτελεί, δυστυχώς, και το μόνο σίγουρο έσοδο όλων των μελών της οικογένειάς μου), το Μουσείο Μίκη και Γιάννη Θεοδωράκη στο Γαλατά Χανίων, καθώς και για κάποιους ανθρωπιστικούς σκοπούς», δηλώνοντας ότι για όσο ζει θα συνεχίσει να πράττει τα ανάλογα, να δαπανά δηλαδή τα υπόλοιπα χρήματά του «σε κάποιους σκοπούς σύμφωνα με τα πιστεύω που υπηρέτησα σε όλη τη ζωή μου». Συμπληρώνει ότι κάτι τέτοιο τού επιτρέπεται, καθώς έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του απέναντι στην οικογένειά του
Σε άλλο σημείο της διαθήκης του ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρεται στη Ρένα Παρμενίδου, την γραμματέα του από το 1989, την οποία ορίζει διαχειρίστρια της διαθήκης και θεματοφύλακα του έργου του. Πρόκειται για την Ειρήνη Παρμενίδου, την γραμματέα του που όπως «Μπορώ να πω ότι γνωρίζει τις σκέψεις και τις επιθυμίες μου καλύτερα από κάθε άλλον» σημειώνει.
Σημειώνει δε ότι ανάμεσα στα καθήκοντά της θα είναι και η σύμφωνα με ρητές οδηγίες του παράδοση του Αρχείου του στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας Λίλιαν Βουδούρη που στεγάζεται στο Μέγαρο Μουσικής «όλων των υλικών του αρχείου μου.
Στην κόρη του Μαργαρίτα άφησε συγκεκριμένο ποσοστό επί των ποσοστών για τα πνευματικά του δικαιώματα.
«Στην αγαπημένη μου κόρη Μαργαρίτα – Ασπασία Θεοδωράκη υπενθυμίζω όσα ήδη επί δεκαετίες της παρείχα εν ζωή, σε χρήματα και ακίνητα, όπως (ενδεικτικά) για την κάλυψη του συνόλου των εξόδων των επαγγελματικών της πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων, για τη διαβίωση της ίδιας και της οικογένειάς της, τον εξοπλισμό και τη συντήρηση των σπιτιών και των γραφείων της, για την ανατροφή, την εκπαίδευση και την οικονομική ενίσχυση των αγαπημένων τεσσάρων εγγονών μου και υιών της, για την απόκτηση όλων των ακινήτων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων, που κατά καιρούς περιήλθαν στο όνομά της είτε απ' ευθείας από εμένα είτε με δικά μου εξ ολοκλήρου χρήματα, καθώς και το μεγάλο ποσοστό από τις απολαβές από την εκμετάλλευση του έργου μου, που εισέπραττε επί πολλά έτη και εξακολουθεί να εισπράττει όσο ζω. Όλες αυτές οι εν ζωή παροχές καταλογίζονται σύμφωνα με το νόμο στη νόμιμη μοίρα της.
Με τη διαθήκη μου αυτή και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν θα λαμβάνει καμία άλλη απολαβή από την περιουσία μου, είτε άμεσα είτε έμμεσα (με μοναδική εξαίρεση τα όσα ορίζω για τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2, περ. α) της παρούσας διαθήκης μου) την καθιστώ άμεσο κληροδόχο σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) εξ αδιαιρέτου επί των εισπράξεων και των εν γένει οικονομικών ωφελημάτων που δικαιούμαι ως δημιουργός και που απορρέουν από την κάθε είδους εκμετάλλευση του έργου μου στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, για όσα χρόνια αυτή ζει, επαναλαμβάνοντας και εδώ την αφαίρεση κάθε άλλου ποσοστού, {...}
Το παραπάνω ποσοστό του τριάντα τοις εκατό (30%) της το κληροδοτώ χωρίς δικαίωμα εκ μέρους της εκποίησης ή διάθεσής του, είτε εν ζωή είτε μετά θάνατο, ώστε μετά τον θάνατό της ή εάν τυχόν αποποιηθεί ή περιέλθει σε νομική αδυναμία αυτοπρόσωπης επιμέλειας της περιουσίας της, το κληροδοτηθέν ποσοστό αυτό να περιέλθει αυτοδικαίως και κατ' ισομοιρία, ήταν από ποσοστό επτάμιση τοις εκατό (7,5%) στον καθένα από τους τέσσερις υιούς της Μίκη Θεοδωράκη–Παπαγγελίδη, Άγγελο Θεοδωράκη–Παπαγγελίδη, Στέφανο Θεοδωράκη–Παπαγγελίδη και Αλέξανδρο Θεοδωράκη–Παπαγγελίδη, τους οποίους και παρακαλώ να φροντίζουν τη μητέρα τους όσο ζει και να της διασφαλίσουν άνετη και αξιοπρεπή διαβίωση, εάν εκείνη το έχει ποτέ ανάγκη».
Τέλος, στους φίλους του που κατέχουν οπτικό και άλλο υλικό (Λογοθέτης, Σγουράκης, Κούτουλας, Αγοραστάκης) αφήνει ελεύθερη τη χρήση του για όποιο σκοπό αποφασίσουν. Δηλαδή, για οπτικοακουστικά έργα κ.α.