Η οικονομία το 2021 θα περάσει σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης που όμως δεν αρκεί για να καλύψει τις μεγάλες απώλειες της ύφεσης του 2020 που προκάλεσε η πανδημία.
Το κρίσιμο ερώτημα στην άσκηση οικονομικής πολιτικής δεν είναι πότε θα αναπληρωθεί το χαμένο έδαφος. Κρίσιμο είναι αν η κρίση πανδημίας θα έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις στην οικονομία και ιδιαίτερα αν θα έχει μεσοπρόθεσμα αρνητικές συνέπειες στην αγορά εργασίας.
Στην παρουσίαση που έκανε χθες στο υπουργικό συμβούλιο ο Υπουργός των Οικονομικών επικαλέστηκε τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δείχνουν ότι οι άνεργοι τον Μάρτιο του 2021 μειώθηκαν κατά 32.081 άτομα σε σχέση με τον Μάρτιο του 2020. Εκ πρώτης όψεως αυτή είναι μια θετική εξέλιξη.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με τα μέτρα παρέμβασης της για την αντιμετώπιση της κρίσης απέτρεψε την αύξηση της ανεργίας. Αυτό που απέφυγε να αναφέρει ο Υπουργός στην παρουσίαση είναι ότι η συγκράτηση της ανεργίας δεν οδήγησε σε αύξηση της απασχόλησης όπως θα περίμενε κανείς. Συνοδεύτηκε από ταυτόχρονη αύξηση του μη ενεργού πληθυσμού δηλαδή των ατόμων που δεν αναζητούν εργασία ούτε εργάζονται.
Οι απασχολούμενοι μειώθηκαν κατά 217.335 άτομα σε σχέση με τον Μάρτιο του 2020. Επιπρόσθετα, τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία αυξήθηκαν κατά 219.395 άτομα σε σχέση με τον Μάρτιο του 2020.
Με λίγα λόγια άτομα που ήταν μακροχρόνια άνεργοι, ή επηρεάστηκαν από τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης ή απασχολούνταν εποχιακά επέλεξαν να αποσυρθούν από την αναζήτηση εργασίας και έπαψαν να χαρακτηρίζονται άνεργοι.
Το κρίσιμο επομένως ερώτημα για την επόμενη ημέρα, όταν λήξουν τα μέτρα προστασίας που έλαβε η κυβέρνηση, είναι τι θα συμβεί στο μέτωπο της απασχόλησης. Τι θα κάνουν οι επιχειρήσεις; Θα κρατήσουν τους εργαζόμενους ή θα προχωρήσουν σε απολύσεις ή ακόμη και σε διακοπή της λειτουργίας τους.
Η χώρα με το εθνικό σχέδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης στοχεύει στον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και στο πρασίνισμα της. Αυτό σημαίνει ότι θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας σε τομείς που απαιτούν νέες ψηφιακές ή αυξημένες δεξιότητες.
Όσοι αποδεσμεύονται από την παλιά οικονομία (π.χ. παραδοσιακές επιχειρήσεις που κλείνουν γιατί δεν είναι βιώσιμες) προφανώς δεν θα βρουν αυτόματα εργασία στις νέες επιχειρήσεις. Αντιθέτως, θα δυσκολευτούν αφού είναι άτομα με χαμηλή εξειδίκευση ή με περιορισμένες δεξιότητες. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για όσους είναι μακροχρόνια άνεργοι ή εκτός αγοράς εργασίας.
Το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα (56,3%) είναι το χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι ένας από τους παράγοντες που οδηγούν σε απαισιόδοξες εκτιμήσεις για τη μεσοπρόθεσμη δυναμική της ελληνικής οικονομίας πέρα από τη υπερδεκαετή αποεπένδυση.
Το ΔΝΤ θεωρεί ότι μεσοπρόθεσμα η ελληνική οικονομία θα τρέχει με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης κοντά στο 1%-1,25% ενώ η ΕΕ στο 1,5%. Αυτός όμως ο χαμηλός μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης δεν θα βελτιώσει ουσιαστικά το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων ούτε θα ανακόψει τη υπερδεκαετή διαδικασία απόκλισης της Ελλάδας από τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ με βάση το κατά κεφαλή εισόδημα. Επιπρόσθετα, μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα και στην αξιολόγηση βιωσιμότητας του χρέους.
Για να φτάσουμε το μέσο ευρωπαϊκό ποσοστό απασχόλησης πριν την πανδημία 68,5% θα πρέπει στα επόμενα χρόνια να δημιουργηθούν πάνω από 850.000 θέσεις εργασίας πέρα από εκείνες που θα χαθούν (δηλαδή καθαρές νέες θέσεις εργασίας).
Αυτό όμως δεν αρκεί από μόνο του για να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων. Προϋπόθεση για ουσιαστική βελτίωση στη ζωή των πολιτών είναι οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται να είναι πιο παραγωγικές και ποιοτικές ώστε να οδηγούν σε καλούς μισθούς και συνθήκες εργασίας.
Αυτό σημαίνει ότι αν στα επόμενα χρόνια κυριαρχήσει η λογική των οικονομικών της διάχυσης (trickle down economics) και δοθεί προτεραιότητα στη μείωση φόρων εισοδήματος από το κεφάλαιο με σκοπό την προσέλκυση των επενδύσεων και αγνοηθεί ή υποβαθμιστεί το μέτωπο της απασχόλησης, τότε η Ελλάδα θα παραμείνει καθηλωμένη σε μια οικονομική μεγέθυνση χωρίς δυναμική και κοινωνική συνοχή. Μια (ακόμη) μεγάλη ευκαιρία θα έχει χαθεί.
Οι πολιτικές που βασίζονται στην υπόθεση ότι οι επιχειρήσεις θέλουν πάντοτε να επενδύσουν και απλά χρειάζονται ένα φορολογικό κίνητρο, είναι απλοϊκές και αφελείς. Τα κίνητρα αυτά, αν δεν συνοδεύονται από στρατηγικές άμεσες επενδύσεις του κράτους, σπανίως θα πετύχουν πράγματα που δεν θα γινόντουσαν έτσι κι αλλιώς, με αποτέλεσμα απλά να αυξάνουν την κερδοφορία χωρίς την επιπλέον αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης.
Αυτό βεβαίως προϋποθέτει και έναν μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό για την οικονομία εκ μέρους της κυβέρνησης που, αν υπάρχει, δεν έχει ακόμη δημοσιοποιηθεί. Ο πρωταρχικός στόχος της οικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι η αύξηση των επενδύσεων, όχι των κερδών. Το πρόβλημα δεν είναι η κερδοφορία αλλά οι παραγωγικές επενδύσεις και η αξιοπρεπής εργασία.
Η κυβέρνηση λοιπόν οφείλει να θέσει σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο -αν το έχει εκπονήσει- που θα περιλαμβάνει τις πολιτικές μέσω των οποίων θα επιτευχθεί ο στόχος που προσυπέγραψε στην Κοινωνική Σύνοδο του Πόρτο να εργάζεται το 78% των ατόμων ηλικίας 20-64 ετών το 2030 και να το συζητήσει με τους κοινωνικούς εταίρους και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αυτό επιτάσσει άλλωστε η έμφαση στον Κοινωνικό Διάλογο που προσυπέγραψε στο Πόρτο τον περασμένο Μάιο.
Για την επίτευξη του στόχου αυτού απαιτούνται μέτρα που θα οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης εργασίας πχ οριστική κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών για την υγεία με πέρασμα του κόστους λειτουργίας του ΕΣΥ στον προϋπολογισμό, κίνητρα για συνεργασίες και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, διατήρηση ή αύξηση των θέσεων εργασίας ως προϋπόθεση για την οικονομική ενίσχυση επιχειρήσεων, στήριξη επενδύσεων σε κλάδους με υψηλή απασχόληση, κάλυψη κενών θέσεων εργασίας στο δημόσιο ιδιαίτερα στο ΕΣΥ.
Αλλά και μέτρα για την αύξηση της προσφοράς εργασίας ιδιαίτερα των γυναικών και των νέων καθώς και μέτρα για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων που έφυγαν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της κρίσης. Τέτοια μέτρα είναι η ψηφιακή κατάρτιση των μακροχρόνια ανέργων και των εργαζομένων, αλλαγές και αναπροσανατολισμός του εκπαιδευτικού συστήματος στα νέα δεδομένα, ουσιαστική μεταρρύθμιση της συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης και της διά βίου μάθησης.
Ο δεύτερος στόχος της Συνόδου στο Πόρτο είναι το 60% όλων των ενηλίκων θα πρέπει να παρακολουθεί κατάρτιση κάθε χρόνο. Για να διευκολυνθούν οι γυναίκες να ενταχθούν στην αγορά εργασίας απαιτείται διεύρυνση μέτρων όπως η δημιουργία νέων βρεφονηπιακών σταθμών και η ενίσχυση του προγράμματος Βοήθεια στο Σπίτι.
Η πρόσφατη υιοθέτηση από την κυβέρνηση του flexicurity στην συζήτηση για το εργασιακό νομοσχέδιο προϋποθέτει ότι η κυβέρνηση θα αποδίδει την ίδια βαρύτητα στην ασφάλεια που αποδίδει στην ευελιξία. Αυτό ισχύει στις χώρες που έχουν υιοθετήσει το flexicurity. Εδώ φαίνεται ότι η έμφαση είναι στην ευελιξία και αγνοείται ο παράγοντας της ασφάλειας.
Η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια θα έχει τη δυνατότητα να αντλήσει πολλούς πόρους από την ΕΕ. Η πρόκληση θα είναι πως θα τους απορροφήσει και πως θα τους αξιοποιήσει σωστά για να ξεπεράσει με κοινωνική συνοχή τα προβλήματα που συσσωρεύτηκαν από τις δύο κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας. Η έξοδος από την κρίση θα είναι ασφαλής και βιώσιμη μόνο αν την χαρακτηρίζει η κοινωνική διάσταση και ως προς αυτό θα αξιολογηθεί η κυβέρνηση από τους πολίτες.
* Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι πρώην υπουργός Οικονομικών