Του Παύλου Ελευθεριάδη
Τον περασμένο Οκτώβριο ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση ότι το ζήτημα της ψήφου των εκτός Ελλάδος Ελλήνων πολιτών θα μελετηθεί από επιτροπή ειδικών, η οποία θα καταλήξει σε μια συγκεκριμένη πρόταση εντός τριών μηνών. Η κυβέρνηση αναγνώρισε τότε ότι η φωνή των πρόσφατων μεταναστών πρέπει να ακουστεί στις δημοκρατικές μας διαδικασίες. Από τότε έχουν περάσει έξι μήνες. Η τύχη του πορίσματος αγνοείται. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών δήλωσε πριν δύο μήνες ότι επίκειται. Ακόμα περιμένουμε.
Δεν νομίζω ότι αυτό οφείλεται στη συνηθισμένη δυσλειτουργία του Υπουργείου Εσωτερικών. Είναι αλήθεια ότι το υπουργείο αδυνατεί να τηρήσει προθεσμίες του. Ακόμα και οι εγκύκλιοι όσον αφορά τους οικονομικούς και άλλους περιορισμούς των υποψηφίων για τις Ευρωεκλογές (η ημερομηνία διεξαγωγής των οποίων είναι γνωστή εδώ και πέντε χρόνια), δεν έχουν ακόμα εκδοθεί.
Το θέμα της ψήφου των εκτός Ελλάδος είναι όμως θέμα διαφορετικής τάξης μεγέθους. Η σύνθεση του εκλογικού σώματος θα επηρεάσει – ίσως όχι καθοριστικά, αλλά πάντως ξεκάθαρα – το εκλογικό αποτέλεσμα. Είναι βέβαιο ότι οι εκτός Ελλάδος Έλληνες συμπεριλαμβάνουν έως και 500 χιλιάδες εργαζομένους, κυρίως σε νεώτερες ηλικίες, που έφυγαν λόγω της κρίσης.
Αν και κάποιοι εξ' αυτών θα ψηφίσουν Σύριζα, είναι βέβαιο ότι η μεγάλη τους πλειοψηφία, λόγω παραστάσεων, εμπειριών και δυναμισμού, θα ψηφίσει κάποιο από τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα: Νέα Δημοκρατία, Κίνημα Αλλαγής και Ποτάμι.
Είναι εύλογο λοιπόν, ότι καθώς πλησιάζουμε προς τις βουλευτικές εκλογές το θέμα των εκτός Ελλάδος ψηφοφόρων θα γίνει όλο και πιο κρίσιμο. Όσο πιο κοντά θα είμαστε στις εκλογές, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να συμφωνηθεί μια λύση.
Ταυτόχρονα, όσο η κυβέρνηση καθυστερεί, τόσο πιο πιθανό είναι ότι θα αναβάλει την όποια λύση, με την ελπίδα ότι θα περιορίσει την ψήφο των εκτός Ελλάδος, αφού η ψήφος αυτή θα κάνει πιο πιθανή την αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας.
Για άλλη μια φορά η κυβέρνηση ακολουθεί μικροπολιτικές λογικές, αδυνατώντας να δει την μεγάλη εικόνα. Όποιος και αν κερδίσει τις επόμενες εκλογές, η χώρα αντιμετωπίζει υπαρξιακές προκλήσεις: την ανύπαρκτη ανάπτυξη, την ανισότητα, την διαφθορά, το δημογραφικό, την κλιματική αλλαγή, καθώς και την μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης και της κοινής πολιτικής ασύλου. Για όλα αυτά, για να γίνουν βαθιές αλλαγές που θα πετύχουν και θα μείνουν, θα χρειαστεί σε ένα βαθμό ευρεία συναίνεση, ακόμα και αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι αυτοδύναμη. Για όλα αυτά η Ελλάδα χρειάζεται τους δυναμικούς Έλληνες που μετανάστευσαν πρόσφατα. Δεν έχει κανένα λόγο να τους αποξενώνει, όπως σήμερα κάνει η Κυβέρνηση Σύριζα/πρώην ΑΝΕΛ. Αν αγαπάει τη χώρα ο κ. Τσίπρας, θα πρέπει από τώρα να επιδιώκει την συναίνεση, τουλάχιστον για τα συνταγματικής σημασίας ζητήματα.
Η ψήφος των εκτός Ελλάδος εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους, θα ήταν ένα πρώτης τάξεως ζήτημα για το οποίο θα μπορούσε να επιχειρήσει η κυβέρνηση να βρει μια συναινετική λύση αρκετούς μήνες πριν τις εθνικές εκλογές. Ακόμα και αν αυτό της προκαλούσε βραχυπρόθεσμο εκλογικό κόστος στον Σύριζα,, μακροπρόθεσμα θα βοηθούσε τον κύριο Τσίπρα να πετύχει τον δύσκολο στόχο της προσαρμογής του κόμματός του σε ένα πιο κεντρώο ή φιλοευρωπαϊκό προφίλ, ώστε να επιβιώσει ακόμα και όταν γίνει αντιπολίτευση. Η λύση θα ήταν μια σημαντική χειρονομία συναίνεσης. Μια συναινετική λύση θα συνέφερε, έτσι, τον κ. Τσίπρα, αφού μια πράξη αναγνώρισης προς μερικές εκατοντάδες χιλιάδες από τους πιο δυναμικούς Έλληνες, δεν θα περνούσε απαρατήρητη από το προοδευτικό ακροατήριο που θέλει ο πρωθυπουργός να προσελκύσει.
Δυστυχώς η ευκαιρία της συναίνεσης φαίνεται ότι χάθηκε. Οι καθυστερήσεις σημαίνουν ότι η πιθανότητα να ψηφίσουν οι εκτός Ελλάδος στις εθνικές εκλογές μικραίνει, αφού οι διάφορες τεχνολογικές λύσεις θέλουν χρόνο για να οργανωθούν. Αντί για πεδίο συνταγματικής ομόνοιας, έχουμε μπροστά μας άλλη μια οξεία αντιπαράθεση, Η αντιπολίτευση θα καταγγείλει, εύλογα και δίκαια, την δημιουργία παράλογων εμποδίων στο δικαίωμα του εκλέγειν για χιλιάδες συμπολίτες μας.
Και σε αυτό το θέμα, όπως και στο θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης, οι μικροπολιτικοί σχεδιασμοί της σημερινής κυβέρνησης περιχαρακώνουν την επιρροή της και εμποδίζουν μια σημαντική μεταρρύθμιση. Η κυβέρνηση Τσίπρα μου θυμίζει έτσι τους παλαιοκομματικούς αντι-Βενιζελικούς της περιόδου του Εθνικού Διχασμού. Όπως ακριβώς και οι ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, οι αντι-Βενιζελικοί ήταν εθνολαϊκιστές που ήταν αντίθετοι στην εξωστρέφεια του Βενιζέλου, δυσπιστούσαν προς τους «ξένους» ομογενείς, ήταν αντίθετοι στις θυσίες που ζητούσε ο Βενιζέλος για να πετύχει τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας και υποστήριζαν την «πτωχή πλην έντιμο» Ελλάδα. Με εντελώς παράλληλο τρόπο σήμερα το αντιευρωπαϊκό μπλοκ και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, μας προτείνουν την «ολιγαρκή αφθονία», δηλαδή να παραιτηθούμε από τον δύσκολο δρόμο του εκσυγχρονισμού.
Στο βιβλίο του «2015: Εθνικός Διχασμός», ο καθηγητής Γιώργος Μαυρογορδάτος αναφέρει κάτι για τους αντι-Βενιζελικούς τόσο φρικτό, που ομολογώ δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Γράφει ότι ο αρμοστής της Ελλάδας στην Σμύρνη, Στεργιάδης, είχε πει στον Γιώργο Παπανδρέου: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα» (σελ. 229). Η σημερινή περίσταση δεν είναι βέβαια συγκρίσιμη, αλλά δείχνει την ίδια παλαιοκομματική νοοτροπία και το ψυχολογικό βάθος της αντίστασης προς τον εκσυγχρονισμό.
Οι εξαλλοσύνες, ο αυταρχισμός και οι ακρότητες συνδέονται ψυχολογικά με την εχθρότητα προς την εξωστρέφεια. Και σε αυτό το θέμα, όπως και σε τόσα άλλα, η κυβέρνηση Σύριζα ακολουθεί πιστά τα βήματα του ελληνικού παλαιοκομματισμού, της «πτωχής Ελλάδος» και της κοντόφθαλμης μικροπολιτικής, σε βάρος του εθνικού συμφέροντος.
*Ο Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής νομικής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και υποψήφιος Ευρωβουλευτής με την Νέα Δημοκρατία.