Για έναν δυτικοευρωπαίο, οι συχνές εντάσεις στις σχέσεις Ελλάδος-Τουρκίας πιθανότατα αποτελούν παραδοξότητα, αναχρονισμό που γεννά δυσπιστία έναντι και των δύο πλευρών.
Εταίροι μας στο ΝΑΤΟ συχνά αναρωτιούνται, πώς είναι δυνατόν δύο κράτη που επί εβδομήντα χρόνια μετέχουν της ίδιας συμμαχίας να ερίζουν και να αλληλοϋποβλέπονται;
Και με βάση την εμπειρία της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης, ο καλοπροαίρετος άνθρωπος μπορεί επίσης να προβληματίζεται: Γιατί κράτη που μοιράζονται πρόσφατο ιστορικό πολέμου και εθνοκάθαρσης αναπτύσσουν αγαστή συνεργασία εδώ και δεκαετίες, σε αντίθεση με τους δύο γείτονες του Αιγαίου;
Και τέλος, κάποιοι ίσως να θέτουν και το ερώτημα: Μα καλά, πώς Έλληνες και Τούρκοι δεν έχουν κατορθώσει να εστιάσουν σε εκείνα που τους ενώνουν, να οικοδομήσουν αμοιβαία εμπιστοσύνη και κοινότητα συμφερόντων – κατ’ αναλογία με Γερμανούς, Γάλλους, Πολωνούς, Τσέχους και άλλους;
Αντιμέτωποι με τέτοιου είδους απορίες, επικαλούμαστε τις «ειδικές περιστάσεις» των ελληνοτουρκικών σχέσεων και, ενδόμυχα, αγανακτούμε με την άγνοια που επιδεικνύουν οι εταίροι μας στη Δύση.
Από τη δεκαετία του 1970, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν επιχειρήσει να πείσουν εταίρους, συμμάχους και τη λεγόμενη «διεθνή κοινότητα» για το μερίδιο ευθύνης που φέρει η Τουρκία για τις εντάσεις στο Αιγαίο. Πιο πρόσφατο δείγμα αυτής της τακτικής αποτελεί η επιστολή της 25ης Μαΐου προς τον Γ.Γ. του ΟΗΕ.
Τα ελληνικά επιχειρήματα είναι γνωστά και καλά θεμελιωμένα στο Διεθνές Δίκαιο. Αν όμως ο στόχος είναι να εκμαιεύσουμε διεθνή διπλωματική πίεση, ικανή να πείσει την τουρκική ηγεσία να εγκαταλείψει την απειλητική της συμπεριφορά, η εν λόγω τακτική μας έχει αποδώσει ελάχιστα.
Άλλωστε, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος οι επαναλαμβανόμενες καταγγελίες να κουράσουν τους αποδέκτες τους, κατ' αναλογία με τον αισώπειο μύθο του βοσκού που συνήθιζε να φωνάζει «λύκος-λύκος».
Συχνά λέγεται ότι, σε περίπτωση που ο λύκος πράγματι μας επιτεθεί, η Ελλάδα θα βρεθεί μόνη της – το επανέλαβε πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας, εκφράζοντας όλους όσοι επιμένουν να δυσπιστούν απέναντι στους εταίρους και συμμάχους μας από τη Δύση.
Και όμως, αυτό το πλέγμα εταιρικών σχέσεων και συμμαχίας, με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, λειτούργησε μέχρι σήμερα ως προστατευτικό κέλυφος, το οποίο μας εξασφαλίζει την άνεση να αντιμετωπίζουμε στα ίσια μια δύναμη από πολλές απόψεις ισχυρότερη, όπως η Τουρκία.
Κι έρχομαι στο διά ταύτα: Απέναντι σε απρόβλεπτες κυβερνήσεις που δεν διστάζουν να προσφύγουν στη βία ως μέσο πολιτικής ισχύει πάντα το ρητό ‘si vis pacem para bellum’. Επειδή, όμως, ο πόλεμος δεν είναι η επιλογή μας, τουλάχιστον για το ορατό μέλλον, θα ήταν χρήσιμες δύο, τουλάχιστον, προσθήκες στην ακολουθούμενη πολιτική αποτροπής:
Πρώτον, υποδειγματική και εποικοδομητική συμπεριφορά μέσα στις συμμαχίες και τις εταιρικές μας σχέσεις που, είτε αυτό αρέσει σε ορισμένους είτε όχι, βρίσκονται στη Δύση. Όχι μόνο γινόμαστε απαραίτητοι σύμμαχοι και εταίροι αλλά και επισημαίνουμε ότι ο εξ ανατολών γείτονάς μας έχει μείνει πίσω στην οικοδόμηση κοινότητας συμφερόντων αλλά και αξιών.
Γιατί ποια κυβέρνηση στη Δύση μιλά την ίδια γλώσσα με ομολόγους τους που προειδοποιούν πως «δεν αστειευόμαστε» και απειλούν ότι «μια νύχτα θα έρθουμε ξαφνικά»;
Δεύτερον, υποδεικνύουμε με έμφαση στους γείτονες την κοινότητα συμφερόντων που μπορεί να μας ενώσει: Φυσικά και οι δύο έχουμε λαμβάνειν από μια αδιατάρακτη τουριστική περίοδο· ασφαλώς μειώνοντας τις δαπάνες για όπλα αποδεσμεύουμε πόρους για παραγωγικές επενδύσεις· προφανώς και εκτονώνοντας την ένταση κερδίζουμε τεράστιο διπλωματικό κεφάλαιο και καθιστούμε τις δύο ακτές του Αιγαίου ελκυστικότερους επενδυτικούς προορισμούς· και ίσως έτσι αδράξουμε την (τελευταία;) ευκαιρία να αξιοποιήσουμε τους πόρους, τους οποίους ενδέχεται να κρύβει ο βυθός του Αιγαίου, δίνοντας τη σκυτάλη στον ιδιωτικό τομέα, σε διμερές και διεθνές επίπεδο.
Και βέβαια, μια ελληνική «επίθεση αλληλοκατανόησης» δεν θα περιοριστεί μόνο σε κυβερνητικό επίπεδο. Αν στα παλάτια του Βοσπόρου και της Άγκυρας το κλίμα δεν είναι ευνοϊκό, υπάρχουν οι δήμοι, τα πανεπιστήμια, οι επιχειρήσεις, η κοινωνία των πολιτών, αλλά και τα διεθνή fora, όπου συναντώνται Έλληνες και Τούρκοι τεχνοκράτες, ιδιώτες και κρατικοί λειτουργοί, που δεν θα δυσκολευτούν να μιλήσουν κοινή γλώσσα – γλώσσα που, έπειτα από δύο παγκόσμιους πολέμους έχουν υιοθετήσει οι εταίροι μας στη Δύση.
Υπεραισιόδοξο; Αφελές; Αγνοεί τις «πάγιες» επιδιώξεις της Άγκυρας; Αν δεν δοκιμάσουμε, δεν θα μάθουμε ποτέ.
* Ο καθηγητής Γιάννης Στεφανίδης είναι συγγραφέας του βιβλίου Ψυχρός Πόλεμος