Πώς γλιτώσαμε έναν ευρωπαϊκό νομισματικό πόλεμο

Πώς γλιτώσαμε έναν ευρωπαϊκό νομισματικό πόλεμο

Κάθε μεγάλη, στρογγυλή επέτειος είναι αφορμή για αναστοχασμό. Στην περίπτωση του ευρώ, αυτή η αφορμή δόθηκε δύο φορές τα τελευταία χρόνια.

Η πρώτη ήταν την Πρωτοχρονιά του 2019, όταν συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια από την υιοθέτηση του ευρώ από έντεκα χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως νέου κοινού τους νομίσματος. (Το ευρώ θεσπίστηκε ως λογιστικό χρήμα, ενώ η Ε.Ε. είχε τότε δεκαπέντε κράτη-μέλη).

Με τα λόγια της επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Τράπεζα της Γαλλίας τον Μάρτιο εκείνου του έτους, «οι ευρωπαϊκές χώρες δεν φύτεψαν απλώς ένα δέντρο· φύτεψαν ένα ολόκληρο δάσος, δημιουργώντας ένα νέο οικονομικό οικοσύστημα γνωστό ως ευρωζώνη».

Η δεύτερη ήταν η φετινή Πρωτοχρονιά. Πριν από είκοσι χρόνια, περίπου 300 εκατομμύρια Ευρωπαίοι πολίτες κράτησαν στα χέρια τους ένα ολοκαίνουργιο νόμισμα, το ευρώ. Ανάμεσά τους και οι Έλληνες, καθώς η χώρα μας είχε προσχωρήσει στη ζώνη του ευρώ μόλις έναν χρόνο πριν.

Το λογιστικό χρήμα έγινε χειροπιαστό, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έθεσε, την 1η Ιανουαρίου του 2002, σε κυκλοφορία τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα του ενιαίου νομίσματος. Στο μεταξύ, όπως έγραψε σε άρθρο της για τη φετινή επέτειο η Κριστίν Λαγκάρντ, «οι δώδεκα χώρες έγιναν δεκαεννέα και περισσότεροι από 340 εκατομμύρια άνθρωποι μοιράζονται το ίδιο νόμισμα ανεξαρτήτως γλώσσας, κουλτούρας ή εθνικών συνόρων. Το ευρώ μάς βοήθησε να ενωθούμε ως Ευρωπαίοι».

Ποιο ήταν όμως το όραμα για την Ενωμένη Ευρώπη;

To 2003, o Ρόμπερτ Κάγκαν, στο βιβλίο του Of Paradise and Power για την παγκόσμια τάξη, γράφει: «Η Ευρώπη στρέφει τα νώτα στην ισχύ ή, για να το θέσουμε ελαφρώς διαφορετικά, κινείται πέρα από την ισχύ σε έναν αυτάρκη κόσμο νόμων και κανόνων, υπερεθνικών διαπραγματεύσεων και συνεργασίας. Εισέρχεται στον μετα-ιστορικό παράδεισο της ειρήνης και της σχετικής ευημερίας, στην πραγματοποίηση της “αιώνιας ειρήνης” του Εμάνουελ Καντ».

Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 2000, δηλαδή στην αυγή της πρώτης δεκαετίας ζωής του ευρώ, ο τότε Αντικαγκελάριος και υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Γιόσκα Φίσερ, σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου με θέμα «Από τη Συνομοσπονδία στην Ομοσπονδία - Σκέψεις για τον τελειωτικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» υποστήριζε σχετικά με τη μελλοντική πορεία της Ευρώπης ότι:

«Ο πυρήνας της ιδέας της Ευρώπης μετά το 1945 ήταν και είναι ακόμη η απόρριψη της αρχής της ευρωπαϊκής ισορροπίας ισχύος και των ηγεμονικών φιλοδοξιών των μεμονωμένων κρατών που εμφανίστηκαν αμέσως μετά την Ειρήνη της Βεστφαλίας το 1648, μια απόρριψη που έλαβε τη μορφή του στενότερου πλέγματος ζωτικών συμφερόντων και της μεταφοράς κυριαρχικών δικαιωμάτων του έθνους-κράτους σε υπερεθνικά Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα».

Σύμφωνα με την ερμηνεία του Τζέρεμι Ρίφκιν στο βιβλίο του «Το ευρωπαϊκό όνειρο», o Φίσερ και άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες δεσμεύονταν εκείνη την εποχή «να αντικαταστήσουν την παλιά ιδεολογία, που είναι διαποτισμένη με το χομπσιανό όραμα του “πολέμου όλων εναντίον όλων”, με ένα νέο όραμα αιώνιας ειρήνης».

Η μακρόχρονη μεταπολεμικά, πολύτιμη διάσταση της ειρηνικής συνύπαρξης των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδεικνύει ότι ένας τέτοιος πόλεμος αποσοβήθηκε.

Το ίδιο συνέβη και στη σφαίρα των νομισμάτων. Το 2016, στην 70ή επέτειο της ιστορικής ομιλίας του Ουίνστον Τσόρτσιλ Winston στη Ζυρίχη, ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, μας καλούσε να φανταστούμε τι θα συνέβαινε μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, που ξέσπασε στις ΗΠΑ, και την κρίση δημοσίου χρέους της ευρωζώνης, που ακολούθησε, «αν δεν υπήρχε κοινό νόμισμα, αλλά δεκαοχτώ, δεκαεννιά, είκοσι εθνικά νομίσματα που θα διέφεραν τόσο ως προς τη φύση όσο και ως προς την οργάνωσή τους:

Θα αντιμετωπίζαμε μέχρι και σήμερα έναν μεγάλο ευρωπαϊκό νομισματικό πόλεμο, καθώς οι κυβερνήσεις και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες θα είχαν ακολουθήσει διαφορετικές κατευθύνσεις, πράγμα που καταφέραμε να αποφύγουμε υπό την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας». Και πράγματι, αντί ενός τέτοιου πολέμου, εδραιώθηκε η νομισματική ειρήνη.

Θα πρέπει εδώ να υπογραμμισθεί ότι είναι άλλο πράγμα να είναι μια χώρα εξαρχής εκτός της ζώνης του κοινού νομίσματος και άλλο να βρίσκεται εντός και μετά να βγαίνει εκτός. Υπάρχει μεγάλη διαφορά, δηλαδή, ανάμεσα στην επιλογή μη ένταξης στο ευρώ αρχικά, και στην επιλογή της εξόδου μετά την υιοθέτησή του, όπως εξήγησαν με άρθρο τους στη γαλλική εφημερίδα Le Monde εικοσιπέντε νομπελίστες οικονομολόγοι.

«Οι πολιτικές απομονωτισμού και προστατευτισμού και οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, εφαρμοζόμενες όλες κατά άλλων χωρών, αποτελούν επικίνδυνα μέσα για να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία οικονομικής ανάπτυξης».

Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος, τι θα γινόταν αν η Ελλάδα είχε εξ αρχής προτιμήσει την επιλογή μη ένταξης στο ευρώ; Η επιλογή της μη ένταξης θα σηματοδοτούσε την υποβάθμιση του (γεω)πολιτικού κεφαλαίου της χώρας μας, καθώς θα μαρτυρούσε την πρόθεση αποστασιοποίησης από τον πυρήνα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.

Άλλωστε η Ελλάδα εντάχθηκε επισήμως το 1981 στις τότε Ευρωπαϊκές Οικονομικές Κοινότητες ως μόλις το δέκατο μέλος τους.

Παραμονές της δεκαετίας που άρχιζε τότε, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής οραματιζόταν την Ενωμένη Ευρώπη διαβλέποντας την ανάγκη να οργανωθεί η οικονομία γύρω από τον άνθρωπο, αντί ο άνθρωπος γύρω από την οικονομία. Η ζωή το έφερε να είναι αυτά τα λόγια τόσο επίκαιρα.

Ο διχασμός μεταξύ ευρωπαϊκού «ηθικού» Βορρά και «ανήθικου» Νότου, όσο και η επισκίαση της «ισχύος του δικαίου» από το «δίκαιο του ισχυρού», που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης, έχασαν το νόημά τους στη συγκυρία της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης.

Η πανδημία αλλά και η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής επιβάλλουν τον συλλογικό σχεδιασμό πολιτικών με επίκεντρο την προστασία του υπέρτατου αγαθού της ανθρώπινης ζωής.

Συμπερασματικά, όπως έγραψαν προ ημερών τα μέλη του Eurogroup, «το κοινό μας νόμισμα αποτελεί ένα άνευ προηγουμένου συλλογικό εγχείρημα, και μαρτυρεί την ενότητα που στηρίζει την Ένωσή μας». Στο πλαίσιο του ευρώ, θα επαναλαμβάναμε, πρώτα ο άνθρωπος.   

* Ο Κωνσταντίνος Γκράβας είναι διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Οικονομικός Πόλεμος και Νομισματική Ειρήνη. Η Ελληνική Οικονομική Κατάθλιψη» (εκδόσεις Ι. Σιδέρης), το οποίο προλογίζει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας. Είναι συν-συγγραφέας του βιβλίου «Κεντρικές Τράπεζες» (εκδόσεις Παπαδόπουλος), το οποίο κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο 2021.