Μετά την ταυτοποίηση του πρώτου κρούσματος της βραζιλιάνικης μετάλλαξης του κορονοϊού επί ελληνικού εδάφους αποδεικνύεται στην πράξη πως στην εποχή της παγκοσμιοποίησης (έστω και μετά από επιβολή αλλεπάλληλων lockdown) δεν υπάρχει πιθανότητα «στεγανοποίησης» κρουσμάτων, με τη θεωρία πως «είμαστε πολύ μακριά για να φτάσουν σε μας».
Επίσης επιβεβαιώνονται τα λόγια του καθηγητή επιδημιολογίας ΕΚΠΑ, Γκίκα Μαγιορκίνη πως «μόνο με τον γρήγορο εμβολιασμό θα δαμάσουμε τις μεταλλάξεις». Άλλος δρόμος δεν υπάρχει, όσο καθυστερούμε τους δίνουμε χώρο και χρόνο.
Η βραζιλιάνικη μετάλλαξη (Ρ.1), σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων ECDC κατατάσσεται στην λίστα των μεταλλάξεων «ανησυχίας» (Variants of concern), μαζί με τις δύο βρετανικές (Β.1.1.7 και Β.1.1.7+Ε484Κ), τη νοτιοαφρικάνικη (Β.1.351) και τη μια εκ των δύο ινδικών (Β.1.617.2), ενώ στην λίστα χαμηλότερου συναγερμού (τις λεγόμενες μεταλλάξεις «ενδιαφέροντος», variants of interest) συμπεριλαμβάνεται η 2η ινδική (Β.1.617.1), η νιγηριανή (Β.1.525) που εντοπίστηκε και στο κέντρο της Αθήνας, η γαλλική (Β.1.616), η κολομβιανή (Β.1.621), η φιλιππινέζικη (Ρ.3), η Αμερικάνικη (Β.1.427/Β.1.429) και μια ακαθόριστικης προέλευσης (Β.1.620), όπως αναφέρει η αναπληρώτρια καθηγήτρια επιδημιολογίας και προληπτικής ΕΚΠΑ, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου.
Τα γνωρίσματα που κατατάσσουν τις μεταλλάξεις του κορονοϊού στην πρώτη λίστα του ECDC σχετίζονται με τη μολυσματικότητά τους και το πόσο μειώνουν την αποτελεσματικότητα των εμβολίων, ενώ υπάρχει κι ένα τρίτο χαρακτηριστικό (στα χαρτιά μέχρι στιγμής καθώς δεν έχει διαπιστωθεί σε καμία μετάλλαξη έως τώρα), που αφορά το κατά πόσο επηρεάζουν την ανίχνευση των κρουσμάτων μέσα από τους διαγνωστικούς ελέγχους, όπως εξηγεί ο αναπληρωτής καθηγητής επιδημιολογίας και προληπτικής ιατρικής ΕΚΠΑ Δημήτρης Παρασκευής.
Ο Δ. Παρασκευής προσθέτει ότι η βραζιλιάνικη μετάλλαξη διαθέτει χαρακτηριστικά ανοσιακής διαφυγής που σημαίνει ότι μπορεί να προσβάλλει ένα άτομο το οποίο έχει ήδη νοσήσει από Covid και πως η παρουσία ενός κρούσματος στην Ελλάδα δεν φέρνει κάτι πολύ διαφορετικό, καθώς ήδη στην πατρίδα μας έχει κυριαρχήσει η βρετανική μετάλλαξη που είναι πολύ μεταδοτική.
Συγκρίνοντας τις υπάρχουσες μεταλλάξεις που έχουν διασπαρθεί στην Ευρώπη κι αυτές που έχουν εμφανιστεί στην πατρίδα μας ο αναπληρωτής καθηγητής επιδημιολογίας εκτιμά ότι το «χειρότερο» στέλεχος ανάμεσά τους είναι το νοτιοαφρικανικό.
«Η εμπειρία, που έχουμε αποκτήσει σε αυτούς τους 15 μήνες δείχνει ότι οι μεταλλάξεις μειώνουν λίγο την αποτελεσματικότητα των εμβολίων. Κάποιες μεταλλάξεις μειώνουν ελαφρώς την παραγωγή των εξουδετερωτικών αντισωμάτων-ωστόσο επειδή ένα εμβόλιο επάγει κι άλλους μηχανισμούς προστασίας μέσω της κυτταρικής ανοσίας, ευελπιστούμε ότι τα εμβόλια θα παραμείνουν εξίσου αποτελεσματικά» τονίζει.
Τα λόγια του προσυπογράφει και ο καθηγητής επιδημιολογίας ΕΚΠΑ Γκίκας Μαγιορκίνης προσθέτοντας ότι η βραζιλιάνικη μετάλλαξη δεν φαίνεται να είναι μεταδοτικότερη της βρετανικής, γεγονός που εξηγεί και το γιατί δεν έχει διαδοθεί σε πολλά μέρη του πλανήτη, όπως συνέβη με τα βρετανικά στελέχη.
Στην Βραζιλία από όπου προέρχεται η νεοαφιχθείσα στην πατρίδα μας μετάλλαξη χρησιμοποιήθηκε για την ανοσοποίηση του πληθυσμού (που προχωρά με αργούς ρυθμούς) το κινέζικο εμβόλιο Sinovac το οποίο φαίνεται πως έχει μειωμένη αποτελεσματικότητα, εκτιμά ο Δ. Παρασκευής, θυμίζοντας ότι το ίδιο εμβόλιο ήταν το ένα εκ των δύο που χρησιμοποιήθηκε και στις Σεϋχέλλες.
Εκεί στο εξωτικό νησί που έφτασε να γίνει ο πιο εμβολιασμένος πληθυσμός του πλανήτη, υπήρξε νέα έκρηξη κρουσμάτων σε εμβολιασμένο πληθυσμό κάτι το οποίο δεν είχε παρατηρηθεί ξανά πουθενά αλλού στον κόσμο σε τέτοια έκταση.
Σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα των εμβολίων έναντι των μεταλλάξεων, στην πιο «επικίνδυνη νοτιοαφρικανική μετάλλαξη μειωμένη αποτελεσματικότητα έχει το εμβόλιο της ΑΖ ενώ αποτελεσματικά αποδεικνύονται τα mRNA και το J&J. Η αποτελεσματικότητα των δύο mRNA εμβολίων της Pfizer και της Moderna έχει ελεγχθεί και τις βρετανικές μεταλλάξεις, ενώ για τη βραζιλιάνικη δεν έχουμε ξεκάθαρα στοιχεία αλλά μπορούμε να βγάλουμε επαγωγικά συμπεράσματα.
Τα εμβόλια της AstraZeneca και της J & J παρουσιάζουν ελαφρώς μειωμένη αποτελεσματικότητα στο βραζιλιάνικο στέλεχος, για την οποία και πάλι ισχύει η θεωρία πως η ελαφριά μείωση στην παραγωγή των εξουδετερωτικών αντισωμάτων (από 72% σε 61% και από 71% σε 64%) δεν ακυρώνει τη συνολική προστασία από τα εμβόλια.
Για το στέλεχος που εμφανίστηκε στη Νιγηρία και μετά ανιχνεύθηκε και στο κέντρο της Αθήνας, σε περισσότερα από 800 περιστατικά, δεν υπάρχουν ακόμα συγκεκριμένα ευρήματα, σχετικά με την αποτελεσματικότητα των covid εμβολίων.
Απαντώντας σε ένα άλλο πολύ συχνό ερώτημα, πόσο ψηλά πρέπει να φτάσει η εμβολιαστική κάλυψη για να σταματήσει η διασπορά του κορονοϊού, καθώς εμφανίζονται (στον ορίζοντα κι όχι μόνο) νέες μεταλλάξεις, ο καθηγητής επιδημιολογίας ΕΚΠΑ Γκίκας Μαγιορκίνης επισημαίνει ότι με τα σημερινά δεδομένα, το ποσοστό εμβολιασμού 60% που είχε τεθεί αρχικά σαν στόχος της επιχείρησης «Ελευθερία» είναι ένα ορόσημο, ένα κατώτατο όριο το οποίο πρέπει να πιάσουμε, αλλά όσο υπάρχουν μεταλλάξεις, το 60% δεν αρκεί για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο.
Το ποσοστό της εμβολιαστικής κάλυψης πρέπει να ανέβει προς τα πάνω, ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε αυτό θα προστεθεί το 12% έως 15% των ανθρώπων στην Ελλάδα που έχουν ήδη κολλήσει τη λοίμωξη και έχουν αναπτύξει φυσική ανοσία.