Τον υποχρεωτικό εμβολιασμό υγειονομικών και εργαζομένων σε δομές φιλοξενίας ηλικιωμένων, ως έσχατο μέτρο, εισηγείται η Επιτροπή Βιοηθικής και εφόσον στο μεταξύ δεν έχουν αποδώσει εκστρατείες στοχευμένης ενημέρωσης, καθώς και διευκολύνσεις σε όσους ακόμη αρνούνται να εμβολιαστούν.
Σε περίπτωση άρνησής τους και παρότι θα έχουν εξαντληθεί οι παραπάνω δυνατότητες, τότε η Επιτροπή εισηγείται τη μετακίνησή τους σε υπηρεσία όπου δεν θα έχουν επαφή με το κοινό και τη λήψη μέτρων με βάση την εργασιακή νομοθεσία.
Σε κάθε περίπτωση και προτού η Πολιτεία καταλήξει στην υποχρεωτικότητα, θα πρέπει, σύμφωνα με την εισήγηση, να έχουν εξαντληθεί μια σειρά από μέτρα όπως, καμπάνια ενημέρωσης για τους μη εμβολιασμένους, καθώς και μέτρα ενθάρρυνσής τους όπως διευκόλυνση του ραντεβού τους και ελαστικότητα στο ωράριο εργασίας τις ημέρες του εμβολιασμού.
Επιπλέον η εισήγηση καταγράφει επίσης τη δυνατότητα που παρέχει η νομοθεσία στον εκάστοτε υπουργό Υγείας να θέτει ως όρο για την πρόσληψη υγειονομικού προσωπικού στις δομές Υγείας και φροντίδας ευαίσθητων ομάδων, τον εμβολιασμό τους, για όσο διαρκεί η πανδημία.
Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι από τη νομοθεσία προβλέπεται η κατ’ εξαίρεση και υπό αυστηρούς όρους επιβολή υποχρεωτικότητας με υπουργική απόφαση, προκειμένου να αντιμετωπισθεί κίνδυνος για τη δημόσια υγεία και ο όρος του εμβολιασμού όσων απασχολούνται σε δομές υγείας ή περίθαλψης ευάλωτων ομάδων μπορεί να βασισθεί στην εξαίρεση που προβλέπει ο ν. 4675/2020.
Πιο συγκεκριμένα, ο εμβολιασμός κατά του COVID- 19 μπορεί να προβλεφθεί με ειδική απόφαση του Υπουργού Υγείας:
- ως αναγκαίος όρος πρόσληψης ιατρών, υγειονομικού, άλλου επιστημονικού, τεχνικού ή διοικητικού προσωπικού στις παραπάνω δομές,
- ως αναγκαίος όρος για την απασχόληση σε υπηρεσίες επαφής με το κοινό των ήδη εργαζομένων στις δομές αυτές, σε περίπτωση δε άρνησης την μετακίνησή τους σε υπηρεσία χωρίς επαφή με κοινό ή (όσον αφορά το δημόσιο τομέα) τη λήψη μέτρων με βάση τη νομοθεσία για τις εργασιακές σχέσεις. Ο όρος μπορεί να παραμένει σε ισχύ τουλάχιστον όσο διαρκεί η πανδημία.
Σημειώνει δε ότι η εφαρμογή επιβολής του μέτρου του εμβολιασμού ως αναγκαίου όρου εργασίας εξαρτάται από συγκεκριμένα κριτήρια που είναι το ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης του γενικού πληθυσμού σε τοπικό επίπεδο (και την επίτευξη ανοσίας στο επίπεδο αυτό) και κατόπιν σε σχέση με το ποσοστό κάλυψης του ειδικού πληθυσμού στον οποίον στοχεύει το μέτρο.
«Όταν το πρώτο ποσοστό βρίσκεται κοντά στο κατώφλι του «τείχους ανοσίας» ήδη με την πρακτική του εκούσιου εμβολιασμού, δεν υπάρχει αναγκαιότητα για πρόβλεψη υποχρεωτικότητας, ίσως μάλιστα ούτε καν για πρόβλεψη μέτρων ενθάρρυνσης του εμβολιασμού ή αποθάρρυνσης της αποφυγής του με σκοπό την παρότρυνση των πολιτών να εμβολιασθούν».
Αν πάλι αυτό δεν έχει επιτευχθεί, συνεχίζει, «τότε ανάλογα με τα πραγματικά δεδομένα πρέπει να εξετάζεται κατά προτεραιότητα η πρόβλεψη μέτρων ενθάρρυνσης ή αποθάρρυνσης και -εφ’ όσον αυτή δεν αποδώσει-, η στοχευμένη πρόβλεψη του εμβολιασμού ως όρου εργασίας στον συγκεκριμένο πληθυσμό επαγγελματιών».
Σύμφωνα με την εισήγηση που έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της, η Επιτροπή κατέληξε στα παραπάνω μετά από σχετικό ερώτημα του Πρωθυπουργού και αφού έλαβε υπόψη τα παρακάτω:
- Τα επιστημονικά δεδομένα και τις έως τώρα δημοσιευμένες μελέτες για τα εγκεκριμένα εμβόλια,
- Τα δεδομένα εμβολιασμού για τις συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες στην Ελλάδα,
- Τις αρχές της αυτονομίας, της ωφέλειας και της μη-βλάβης,
- Την αρχή της αναλογικότητας, και
- Τη νομική διάσταση του ζητήματος,
Η Επιτροπή προτείνει μια προσέγγιση «κλιμακούμενης πρωτοβουλίας» από την πλευρά της Πολιτείας, με τρία στάδια:
α) Προσαρμοσμένες σε κάθε επαγγελματική ομάδα (ιατροί, νοσηλευτές, εργαστηριακοί, προσωπικό μονάδων φροντίδας, κ.λπ.) εκστρατείες στοχευμένης ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης για εκούσιο εμβολιασμό, οι οποίες βασίζονται σε επιστημονικά στοιχεία που επικαιροποιούνται συνεχώς, με προϋπόθεση την προηγούμενη κατανόηση των φόβων και των γενικότερων αντιλήψεων.
β) Μέτρα ενθάρρυνσης/αποθάρρυνσης που θα μπορούσαν να σχεδιαστούν από την Πολιτεία σε συνεργασία με τη διοίκηση των μονάδων υγείας, όπως π.χ. διευκόλυνση του ραντεβού για τον εμβολιασμό, ελαστικότητα στο ωράριο εργασίας τις ημέρες του εμβολιασμού, προτεραιότητα στη επιλογή αδειών, ή υποχρεωτική χρήση διπλής μάσκας και εξοπλισμού ατομικής προστασίας.
γ) Πρόβλεψη υποχρεωτικότητας ως έσχατη λύση, η οποία πρέπει να έχει συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα και να εφαρμοσθεί μόνον εφόσον τα προηγούμενα μέτρα δεν αποφέρουν σημαντική αύξηση του ποσοστού εμβολιασμού.
Η ακριβής εφαρμογή τέτοιου μέτρου αφενός πρέπει να ορίζεται με βάση το εργατικό ή το δημόσιο δίκαιο, αφετέρου απαιτεί να συνυπολογίζονται τυχόν συνέπειες στον καταμερισμό καθηκόντων και στελέχωση των δομών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ώστε να αποφεύγεται η υπολειτουργία των τελευταίων ή η εργασιακή επιβάρυνση των άλλων εργαζομένων.
Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η παραπάνω σύσταση αφορά μόνο στις συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες του προσωπικού των μονάδων υγείας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, καθώς και στο προσωπικό μονάδων περίθαλψης ευπαθών ομάδων.
Στην εισήγησή της η Επιτροπή αναφέρει ότι σε εξαιρετικές περιστάσεις που εμφανίζεται άμεσος κίνδυνος για τη δημόσια υγεία το ζήτημα του υποχρεωτικού εμβολιασμού στους εργαζομένους στον τομέα της Υγείας είναι «ηθικά θεμιτή η επιβολή περιορισμών».
«Στην περίπτωση των ιατρών και νοσηλευτών, η αρχή της μη-βλάβης (κατοχυρωμένη και σε συναφείς κώδικες δεοντολογίας) δικαιολογεί εντονότερους περιορισμούς στην ατομική αυτονομία, ιδίως επειδή οι επαγγελματίες αυτοί εκούσια δεσμεύθηκαν να αποφεύγουν κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους κάθε συμπεριφορά που θα μπορούσε να προκαλέσει βλάβη στους ασθενείς τους.
Η συμπεριφορά αυτή δεν πρέπει να νοείται στενά -ως βλαπτική ιατρική πράξη που διενεργείται στον ασθενή-, αλλά περιλαμβάνει εν γένει καταστάσεις που μπορεί να του προκαλέσουν κίνδυνο βλάβης, όπως π.χ. το αν ο ίδιος ο ιατρός ή νοσηλευτής/τρια είναι φορέας μεταδοτικής νόσου και έρχεται σε επαφή μαζί του» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Και συνεχίσει: «Στο πλαίσιο αυτό, η πρόβλεψη του εμβολιασμού ως αναγκαίου όρου στις συγκεκριμένες επαγγελματικές κατηγορίες θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ηθικά, ιδίως διότι η επιλογή από μέρους τους της συγκεκριμένης δραστηριότητας είναι ελεύθερη και εξ ορισμού συνεπάγεται δεσμεύσεις απέναντι στον ασθενή...»
Τέλος η Επιτροπή τονίζει ότι, με το πέρασμα του χρόνου, η διστακτικότητα έναντι των εμβολίων κατά της COVID-19, τόσο για συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες όσο και για τον γενικό πληθυσμό, παρουσιάζει δυναμική μείωσης όπως υποδεικνύουν τα καθημερινά στοιχεία εμβολιασμού στην Ελλάδα, γεγονός που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στην εφαρμογή των παραπάνω επιλογών.