Συνταγματική και νόμιμη κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας η απόφαση του υπουργού Εργασίας με την οποία εξαιρέθηκαν ορισμένες ειδικότητες εργαζομένων από την υπαγωγή τους στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για τις Ομοσπονδίες, Σωματεία κ.λπ. εργαζομένων στην υαλουργία, την τσιμεντοβιομηχανία, στη διακίνηση τσιμέντου, στα λατομεία αδρανών υλικών, στη χημική βιομηχανία, στην κατεργασία ελαστικών και πλαστικών, στον κινηματογράφο, κ.ά., οι οποίες είχαν προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ζητούσαν να ακυρωθεί η απόφαση του υπουργού Εργασίας με υπ'' αριθμ. Φ10221/οικ. 26816/929/30.11.2011.
Η εν λόγω απόφαση αφορούσε τις βαριές και ανθυγιεινές εργασίες κατά το σκέλος εκείνο που εξαιρέθηκαν από την υπαγωγή στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα ορισμένες ειδικότητες εργαζομένων μελών των σωματείων τα οποία είχαν προσφύγει στο ΣτΕ.
Η επταμελής σύνθεσης του Α'' Τμήματος του ΣτΕ, με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο Αναστάσιο Γκότση και εισηγήτρια τη σύμβουλο Παρασκευή Μπραίμη, με 4 αποφάσεις της (508-511/2019) απέρριψε ως αβάσιμες όλες τις αιτήσεις ακύρωσης των σωματείων.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΣτΕ, στο υπουργείο Εργασίας συστάθηκε ειδική επιτροπή προκειμένου να γνωμοδοτήσει με καθορισμένα κριτήρια για την υπαγωγή εργασιών και ειδικοτήτων και χώρων εργασίας στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
Όπως αναφέρεται στις δικαστικές αποφάσεις, το 2010 υπεγράφη το «μνημόνιο συνεργασίας», το οποίο προέβλεπε διαρθρωτικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων στο κεφάλαιο της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης ήταν ο περιορισμός του καταλόγου των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων.
Επίσης το ανώτατο δικαστήριο, απέρριψε τόσο τους ισχυρισμούς των σωματείων περί παράβασης των συνταγματικών αρχών της ισότητας, της αναλογικότητας και της κρατικής μέριμνας στην κοινωνική ασφάλιση, λόγω θέσπισης αυστηρότερων κριτηρίων για τον καθορισμό του ποιος εργαζόμενος υπάγεται στα βαρέα και ανθυγιεινά.