Ήρωες που μεγαλώνουν και εξελίσσονται από βιβλίο σε βιβλίο, θύματα και θύτες ενός σκοπού και της εποχής, ιστορικές περίοδοι έκρυθμοι που αποκωδικοποιούνται ακόμα στον χρόνο, πόλεις που αγάπησε και περπάτησε ο ίδιος, Αλγέρι, Μασσαλία, Παρίσι, Ρώμη, Γαλλικές Αντίλλες, η Άκρα Αριστερά, ο Ισπανικός Εμφύλιος, η Γαλλική Ακροδεξιά, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και η δολοφονία του Άλντο Μόρο συνθέτουν το μυθιστορηματικό σύμπαν του Maurice Attia αλλά και το νουάρ παρασκήνιο και υποσυνείδητο μιας ταραγμένης εποχής. Εξάλλου ψυχίατρος και ψυχαναλυτής ο συγγραφέας, το κατορθώνει γιατί το μπορεί.
Maurice Attia «Το κόκκινο και το φαιό», Μετάφραση: Ειρήνη Παπακυριάκου, εκδ. Πόλις, σελ. 384
«Τι τρέλα! Να εγκαταλείπεις τα πάντα, να θυσιάζεις τα πάντα στο όνομα ενός σκοπού… Το να σκοτώνεις και να διακινδυνεύεις τη ζωή σου για τις ιδέες σου ήταν κάτι που θα μπορούσα να το καταλάβω. Μα το να φαντάζεσαι πως το κάνεις στο όνομα της ιταλικής εργατικής τάξης! Τι παραλογισμός! Εξίσου παράλογο με το να έπειθα τον εαυτό μου πως θα ήμουν πρόθυμος να θυσιαστώ για τον ιστορικό συμβιβασμό».
Στο καινούργιο του μυθιστόρημα «Το κόκκινο και το φαιό» ο Maurice Attia επικεντρώνεται, όπως το συνηθίζει, σε δυο μεγάλα ιστορικά συμβάντα, συγγενικά τρόπον τινά όσον αφορά τις μεθόδους αλλά σε χρονική απόσταση, εγκιβωτίζοντας πραγματικά ντοκουμέντα εποχής.
Ο Πάκο Μαρτίνεθ, γνωστός μας ήδη από το Μαύρο Αλγέρι, την Κόκκινη Μασσαλία, το Παρίσι μπλουζ και τη Λευκή Καραϊβική, δημοσιογράφος που ασφυκτιά στην καθημερινή του ρουτίνα και νοσταλγεί την εποχή που ήταν αστυνομικός, το 1978 όταν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες απάγουν τον Άλντο Μόρο, πείθει την εφημερίδα του να τον στείλει στη Ρώμη για να καλύψει το γεγονός. Εκεί θα γνωρίσει τη γοητευτική δημοσιογράφο της La Repubblica Λέα Τρότσκι, που τον βοηθά ως διερμηνέας και πληροφοριοδότρια. Θα παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς το πολιτικό παρασκήνιο, αλλά και τις συνθήκες μιας ήδη δεδικασμένης να λήξει άδοξα, απαγωγής.
Ο Άλντο Μόρο, ηγέτης της Χριστιανικής Δημοκρατίας την εποχή που επιχειρεί να συμμαχήσει με το ΙΚΚ για να βγει η χώρα από ένα πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο, «αιρετικός και προδότης για την Εκκλησία και την Άκρα Αριστερά» γίνεται ως θύμα απαγωγής ο μοχλός πίεσης των Ερυθρών Ταξιαρχιών για την απελευθέρωση των μελών τους που βρίσκονται ήδη στη φυλακή. Την εποχή κατά την οποία «Στην Ιταλία, η Άκρα Δεξιά ονειρευόταν μια επιστροφή στον φασισμό, η Άκρα Αριστερά μια νέα Αντίσταση και μια ένοπλη πάλη. Και στο παρασκήνιο, η CIA, η KGB και το Βατικανό ήταν μάλλον οι κουκλοπαίχτες αυτής της τραγωδίας…»
Ο Maurice Attia με αποσπάσματα του ημερολογίου και των επιστολών, που έγραφε ο Άλντο Μόρο κατά τη διάρκεια της κράτησής του να παρεμβάλλονται στην αφήγηση, αποδεικνύει αυτό που ο ίδιος ο Μόρο είχε συνειδητοποιήσει πως η κυβέρνηση θα τον θυσίαζε στον βωμό της αρχής «δεν διαπραγματευόμαστε με τους τρομοκράτες», συνθέτοντας σε ένα νουάρ μυθιστόρημα και όλον τον ιστορικό παραλογισμό της εποχής.
Από τη μια η ψυχρή και αμείλικτη πολιτική, ένα Βατικανό αμετακίνητο στις απάνθρωπες θέσεις του κι από την άλλη οι σχέσεις του απαχθέντος με τους απαγωγείς:
«Ένας δολοφόνος που πονούσε για τον θάνατο των πουλιών. Κι εγώ που συνομιλούσα με μασκοφόρους εδώ και μέρες σαν να το έβρισκα κάτι απολύτως φυσιολογικό… Καημένοι τρελοί! Καημένε εαυτέ μου! Άνοιξα τη Βίβλο, αποφασισμένος να προσευχηθώ για τη σωτηρία τη δική τους και τη δική μου…»
Ο συγγραφέας, ως ψυχίατρος και αναλυτής, αποδεικνύεται εξαιρετικός δημιουργός χαρακτήρων και καταστάσεων, αποκωδικοποιώντας φράσεις, συνθήκες, πολιτικά αδιέξοδα, όσον αφορά τα διαπραγματευτικά μέρη, με έναν Πάκο Μαρτίνεθ οξυδερκή μάρτυρα της όλης κατάσταση και υποταγμένο στην γοητεία της συναδέλφου του, κουβαλώντας όλους τους δισταγμούς και τα διλλήματα του παντρεμένου που ωστόσο και τον γάμο του να διαλύσει δεν επιθυμεί. Ζώντας ταυτόχρονα κι ένα άλλο μυστήριο, όταν η Λέα πέφτει θύμα ενός ύποπτου τροχαίου ατυχήματος και ο Πάκο αναγκάζεται να βρει την άκρη κι εκεί. Με τον Άλτο Μόρο στις ημερολογιακές σημειώσεις του να αγωνιά και να διαπιστώνει εκείνο που βιώνει, αλλά κι εκείνο που θα ‘ρθει:
«Ήμουν το εργαστηριακό τους ποντίκι, αλλά κι αυτοί ήταν επηρεασμένοι από τις επιστολές που τους έδινα. Ήταν εκπαιδευμένοι να με διαβάζουν και καταδικασμένοι να ζουν απομονωμένοι όπως εγώ. Ξεφυλλίζαμε τις ίδιες εφημερίδες και περιμέναμε μια αίσια έκβαση. Περιμένοντας, εκείνοι θα έπαιζαν τους δικαστές κι εγώ τον υποτιθέμενο ένοχο. Αν η κατάσταση δεν ήταν τόσο τραγική, ίσως και να πιστεύαμε πως ήμασταν οι ηθοποιοί σε ένα παιδικό παιχνίδι ρόλων…»
Πικρή διαπίστωση, θεώρημα σχεδόν αλλά και καινούργια πληγή: «Όταν οι φίλοι μου άρχισαν να με εγκαταλείπουν ο ένας μετά τον άλλο, πληγώθηκα μα δεν εξεπλάγην στ’ αλήθεια. Στην πολιτική η φιλία ισχύει μόνο όταν δεν την χρειάζεσαι».
Όσο ο Πάκο βρίσκεται στη Ρώμη, η γυναίκα του, η Ιρέν, ανακαλύπτει καταχωνιασμένο ένα χειρόγραφο του αυτόχειρα πατέρα της ο οποίος με μυθιστορηματικό τρόπο, εξιστορεί την αστυνομική επιχείρηση που διεξήχθη το 1899 κατά της αντισημιτικής οργάνωσης «Η Μεγάλη Δύση της Γαλλίας», η οποία εξέδιδε και την κολοσσιαίας κυκλοφορίας εφημερίδα «Ο Αντιεβραίος», προσπαθώντας κάτω από τις γραμμές και πίσω από την αφήγηση να ανακαλύψει τα αίτια της αυτοκτονίας του, οικογενειακά μυστικά τα οποία ενδεχομένως δεν είχε θελήσει να δει ή δεν ήταν έτοιμη κάποτε να αποδεχθείς. Συνειδητοποιώντας τις κοινές συνισταμένες του Πάκο με τον πατέρα της: κανείς δεν έκανε εκείνο το οποίο είχε κάποτε ονειρευτεί. Δημοσιογράφος με αστυνομική καρδιά ο πρώτος, φαρμακοποιός ο δεύτερος με ποιητική ψυχή, ανησυχεί και για την δική του επόμενη κίνηση, φοβάται και την δική του φυγή: «Ο καθένας μας ήταν κλεισμένος στη δική του φούσκα. Στο τέλος, και οι δυο φούσκες θα έσκαγαν. Όταν θα τελείωνα με το χειρόγραφο του πατέρα μου και αυτός θα τελείωνε με το ρεπορτάζ του…»
Ο Αττιά, μεγάλος μάστορας της ψυχής και της γραφής, δομεί το μυθιστόρημα συνθέτοντας τα δυο επίπεδα, με πρωτοπρόσωπη αφήγηση στο πρώτο κεφάλαιο ενός Πάκο που ερευνά, ερωτεύεται, διακινδυνεύει, νοιώθει ενοχές, είναι με την πλάτη στον τοίχο, και στο δεύτερο κεφάλαιο μιας Ιρέν που βαδίζει αντίστροφα, ξαναζεί το παρελθόν μέσα από το πατρικό χειρόγραφο, ξαναβλέπει αλλιώς την ήδη βιωμένη ζωή. Στο μεταξύ, παρεμβάλλοντας από τη μια, το ημερολόγιο και της επιστολές του Άλντο Μόρο και από την άλλη το χειρόγραφο μυθιστόρημα του φαρμακοποιού- ποιητή, σκιαγραφεί ανάγλυφα το παρόμοιο κλίμα σε δυο κομβικές σκληρές εποχές. Φωτίζοντας με όλες τις πιθανές φωτοσκιάσεις την σχετικότητα της αλήθειας για τους πολλούς, τον εξτρεμισμό και τη βία, τη σχέση της μικρής προσωπικής ιστορίας με την Μεγάλη Ιστορία, τις οικογενειακές παρεξηγήσεις, την ασφυξία που πιθανόν να αισθάνεται ο ελεύθερος άνθρωπος, τους δεσμούς και τα δεσμά της καταγωγής.
Κλείνοντας, σε αρκετά σημεία το μάτι του, στον Μουρακάμι που αγαπά (η ατομική φούσκα), και με διαρκείς αναφορές και φίνους συνειρμούς όσον αφορά σκηνοθέτες, ταινίες, συγγραφείς και βιβλία, ο συγγραφέας κατορθώνει να μη μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου ένα νουάρ στον οποίο γνωρίζεις ήδη το τέλος, ο Μόρο εντέλει θα θυσιαστεί. Έχει φροντίσει, εξάλλου, να παρεμβάλει μικρά καθημερινά ή άλλα μεγαλύτερα μυστήρια αποδεικνύοντας πόσο μεγάλα είναι οι γρίφοι και τα αινίγματα της κάθε εποχής και της κάθε ψυχής. Στους φανατικούς αναγνώστες του Αττιά που, πιστέψτε με, είναι πολλοί και δικαίως πολλοί- κι εδώ θα πρέπει να αποδώσουμε στις εκδόσεις Πόλις τα εύσημα, ο Νίκος Γκιώνης μας τον σύστησε και τον αγαπήσαμε, -θα φανεί σίγουρα το λιγότερο χοντροκομμένη η σουηδική αστυνομική εκδοχή.
Εγγύηση υπόσχεται, εξάλλου, και η συγγραφική υποδομή: Ο Μωρίς Αττιά που γεννήθηκε στο Αλγέρι το 1949, εργάζεται ως ψυχίατρος - ψυχαναλυτής στο Παρίσι και παράλληλα γράφει σενάρια για το σινεμά. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα "Ca va bien", "Fautes de conduites", "Le Carnaval des gueux", "Rue Oberkampf", "Une rude journee", "Drames de l'adolescence, familles en seance, recits cliniques", "Alger la noire" και "Pointe Roufe". Υπενθυμίζουμε ότι, όσον αφορά την ελληνική του εκδοχή, «Το μαύρο Αλγέρι», «Η κόκκινη Μασσαλία», «Παρίσι μπλουζ»,«Η λευκή Καραϊβική» έχουν ήδη μεταφραστεί.
Και όσον αφορά τον ήρωά του, ο Μωρίς Αττιά σε συνέντευξή του έχει παραδεχτεί: «O Πάκο ακολουθεί τη διαδρομή μου επί είκοσι χρόνια και περισσότερο. Όπως αυτός, έτσι κι εγώ, βρέθηκα συχνά στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή και παρ’ όλα αυτά, τη γλίτωσα. Ως παιδί, βρέθηκα στον πόλεμο της Αλγερίας, στο μάτι του κυκλώνα, στην Κάσμπα, και στη συνέχεια στο Μπαμπ Ελ Ουέντ.
Ως εξόριστος στη Μασσαλία, μέλος της άκρας αριστεράς, από το ’68 ως το ’73. Ως εσωτερικός ψυχιατρείου στο Παρίσι, έζησα στη συνοικία Λε Αλ την περίοδο της καταστροφής της. Ως εθελοντής για την παροχή τεχνικής βοήθειας βρέθηκα στη Γουαδελούπη από το ’76 ως το ’78, τη στιγμή της έκρηξης του ηφαιστείου της Σουφριέρ. Κατά την επιστροφή μου, τον Μάρτιο του ’78, αναμένοντας την ανάληψη μιας θέσης σε νοσοκομείο στην περιοχή του Παρισιού, επισκεφθήκαμε μαζί με τη γυναίκα μου την Ιταλία, και τη στιγμή που διασχίζαμε τα σύνορα, συνέβη η απαγωγή του Άλντο Μόρο.»
Όπως θα καταλάβατε και «Το κόκκινο και το φαιό» είναι εντελώς δική του υπόθεση. Το αποτέλεσμα, ένα υποδειγματικό μυθιστόρημα που παρουσιάζει το σκοτεινό υποσυνείδητο, τις εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις, τη πολυδαίδαλη και νουάρ εποχή. Στο μεταξύ σε μαθαίνει και ιστορία. Αλλά και τέχνη και ψυχανάλυση αν ακολουθήσεις τις αναφορές και τις ενδιαφέρουσες σημειώσεις. Ένα νουάρ που δεν δανείζεις (διότι θα το ξαναδιαβάσεις) επουδενί.