Η Ιωάννα Κούρτοβικ και ο Δημήτρης Σαραφιανός δικηγόροι του αρχιεκτελεστή της 17Ν Δημήτρη Κουφοντίνα σε δήλωσή τους αναφέρουν ότι «κανένα δικαστήριο δεν κρίνει εαυτόν αρμόδιο να αποφασίσει επί της νομιμότητας της αποφάσεως της ΓΓ Αντεγκληματικής Πολιτικής περί της μεταγωγής του κρατουμένου».
Οι δικηγόροι του Δ. Κουφοντίνα αναφέρουν: «Η Πολιτεία δεν μπορεί να φέρνει τον κάθε κρατούμενο και τον κάθε πολίτη μπροστά σε τέτοια αδιέξοδα. Καλούμε λοιπόν την κυβέρνηση να επιλύσει άμεσα τον γόρδιο δεσμό που η ίδια δημιούργησε επαναφέροντας τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση ή έστω εφαρμόζοντας το νόμο που η ίδια ψήφισε, μέχρις ότου λυθεί το δικονομικό αδιέξοδο».
Το κείμενο της δήλωσης των δύο δικηγόρων έχει ως εξής:
«Mε πράξη της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας απερρίφθη το αίτημα του Δημήτρη Κουφοντίνα για προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσης των πράξεων και παραλείψεων που αφορούν τη μεταγωγή του αιτούντος λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας κατ' επίκληση και της νομολογίας του ΣτΕ, σύμφωνα με την οποία υποθέσεις σχετιζόμενες με την εκτέλεση των ποινών συνδέονται άρρηκτα με την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης
Υπενθυμίζουμε ότι χθες το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας ως Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών έκρινε εαυτόν αναρμόδιο να κρίνει επί της νομιμότητας των ίδιων πράξεων και παραλείψεων επικαλούμενο ότι ο έλεγχος αυτών των εκτελεστών διοικητικών πράξεων ανήκει στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Επίσης τόσο με την απόφαση αυτή, όσο και με ρητή Εισαγγελική διάταξη απερρίφθη αίτημα προσωρινής δικαστικής προστασίας (αναστολής ισχύος των πράξεων έως ότου εκδικασθεί η ουσία της υποθέσεως) με το σκεπτικό ότι αρμόδια είναι η Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ.
Από τις δυο αυτές ευθέως αντίθετες αποφάσεις προκύπτουν τα εξής:
1. Κανένας κλάδος της δικαιοσύνης, κανένα δικαστήριο δεν κρίνει εαυτόν αρμόδιο να αποφασίσει επί της νομιμότητας της αποφάσεως της ΓΓ Αντεγκληματικής Πολιτικής περί της μεταγωγής του κρατουμένου. Ανεξάρτητα λοιπόν από το αν είναι βάσιμοι οι λόγοι που επικαλείται ο αιτών για την παρανομία των πράξεων που αφορούν την μεταγωγή του, όπως εμείς υποστηρίζουμε έχοντας μελετήσει τη σχετική δικογραφία κανένα δικαστήριο δεν αναλαμβάνει να κρίνει τη βασιμότητα ή μη αυτών των λόγων. Συντρέχει λοιπόν αποφατική σύγκρουση αρμοδιοτήτων, κοινώς αρνησιδικία, που συνιστά προφανή παραβίαση των άρθρων 20 Σ. και 6 ΕΣΔΑ, καθώς και παραβίαση της αρχής του κράτους δικαίου. Πολλώ δε μάλλον όταν κανένα δικαστήριο δεν αναλαμβάνει να χορηγήσει προσωρινή δικαστική προστασία στον αιτούντα.
2. Περαιτέρω, καίτοι έχουν υποβληθεί δυο αιτήματα του Δ. Κουφοντίνα στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών (το πρώτο από 28-12-20 και το δεύτερο από 28-2-21), αυτή δεν συγκαλείται από την Πρόεδρο της (τη ΓΓ Αντεγκληματικής Πολιτικής) προκειμένου να εκδώσει θετική ή απορριπτική απόφαση επί αυτών. Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με την ως άνω απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας κρίθηκε ότι για να επιληφθεί το εν λόγω δικαστήριο επί των αποφάσεων της ΚΕΜ πρέπει να εκδοθούν ρητές (και όχι σιωπηρές τεκμαιρόμενες) αρνητικές αποφάσεις της ΚΕΜ. Και βέβαια τίθεται μείζον θέμα για το αν η ΚΕΜ μπορεί να κρίνει την νομιμότητα πράξεων της Προέδρου της!
3. Η κυβέρνηση δηλαδή, καίτοι καλούσε τον κρατούμενο να προσφύγει στα δικαστήρια, έχει δημιουργήσει με τις πράξεις της ένα δικονομικό αδιέξοδο που δεν αρμόζει σε καμιά συντεταγμένη Πολιτεία, ενώ αρνείται επίσης να εφαρμόσει το άρθρο 9§3 του Σωφρονιστικού Κώδικα και να επιλύσει η ίδια το πρόβλημα με την έκδοση απόφασης του Υπουργού ή της ΓΓ Αντεγκληματικής Πολιτικής για την μεταγωγή λόγω του κατεπείγοντος. Με αυτό τον τρόπο δίνεται στον κρατούμενο και στον κάθε κρατούμενο το μήνυμα ότι οι πράξεις για τις μεταγωγές είναι ανέλεγκτες, άρα όσοι της εκδίδουν δύνανται να είναι ασύδοτοι (ή κατά το κοινώς λεγόμενο να αποφασίζουν κυριαρχικά αυτοί και οι κουμπάροι τους) και συνεπώς μόνη οδός διαμαρτυρίας μένει η απεργία πείνας και η έκθεση σε κίνδυνο της υγείας και της ζωής του κρατουμένου. Είναι αυτό σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή εξώθηση στα άκρα;
4. Περαιτέρω η ίδια κυβέρνηση δημιούργησε εξ' αρχής το πρόβλημα α) εκδίδοντας μια αντισυνταγματική διάταξη νόμου που στερεί το δικαίωμα εργασίας σε αγροτικές φυλακές σε κρατουμένους με μόνο κριτήριο το έγκλημα για το οποίο καταδικάσθηκαν, κατά παραβίαση της αρχής της ισότητας μεταξύ των κρατουμένων για λόγους που δεν σχετίζονται ούτε με την πειθαρχική τους συμπεριφορά, ούτε με την λειτουργία των αγροτικών φυλακών, β) εφάρμοσε αυτή τη διάταξη σε κρατούμενο που έχει καταδικασθεί για άλλο έγκλημα από αυτά που προβλέπονται στη διάταξη, γ) στη συνέχεια ούτε καν εφάρμοσε τη διάταξη αυτή, αφού δεν τον επαναμετήγαγε στη φυλακή από την οποία προερχόταν, δ) επικαλέσθηκε για αυτό αιτιολογίες που ούτε είχαν κάποια νομική ή πραγματική βάση, αλλά και που διαρκώς μεταβάλλονταν, ε) αρνείτο επί δίμηνο να γνωστοποιήσει καν τις σχετικές αποφάσεις στον κρατούμενο (επικαλούμενη εντελώς αβάσιμα, όπως έκρινε και ο Συνήγορος του Πολίτη, την προστασία προσωπικών δεδομένων), ενώ και μέχρι σήμερα δεν χορηγεί το σύνολο των σχετικών αποφάσεων με την αιτιολογία τους .
5. Ως δικηγόροι που ασχοληθήκαμε με την υπόθεση προβήκαμε σε όλες τις δυνατές νόμιμες ενέργειες με γνώμονα τις αρχές και τις αξίες του ανθρωπισμού, της τήρησης της νομιμότητας και του κράτους δικαίου. Προσφύγαμε άλλωστε στο ΣτΕ μετά την έκδοση της αποφάσεως του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας αιτούμενοι την προσωρινή επίλυση του αδιεξόδου ενόψει ακριβώς της διαφαινόμενης αρνησιδικίας. Η Πολιτεία δεν μπορεί να φέρνει τον κάθε κρατούμενο και τον κάθε πολίτη μπροστά σε τέτοια αδιέξοδα. Καλούμε λοιπόν την κυβέρνηση να επιλύσει άμεσα τον γόρδιο δεσμό που η ίδια δημιούργησε επαναφέροντας τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση ή έστω εφαρμόζοντας το νόμο που η ίδια ψήφισε, μέχρις ότου λυθεί το δικονομικό αδιέξοδο».