«Με τις σημερινές συνθήκες, ο πιο σημαντικός λόγος για τη θέσπιση κεφαλαιοποιητικού συστήματος στις επικουρικές είναι η διαγενεακή δικαιοσύνη και η εισαγωγή θεσμικών ρυθμίσεων, οι οποίες θα διασφαλίσουν την εμπιστοσύνη στους μελλοντικούς συνταξιούχους ότι θα έχουν επικουρική σύνταξη και θα είναι δίκαιη» αναφέρει ο Τάσος Γιαννίτσης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υπουργός, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής», με αφορμή το σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, με τίτλο «Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση για τη Νέα Γενιά: εισαγωγή κεφαλαιοποιητικού συστήματος προκαθορισμένων εισφορών στην επικουρική ασφάλιση, ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης και συναφείς διατάξεις».
Όπως επισημαίνει ο κ. Γιαννίτσης, «το σημερινό σύστημα των επικουρικών συντάξεων στηρίζεται στο ότι το ποσό που κάθε χρόνο αντιπροσωπεύουν οι συνολικές εισφορές είναι ίδιο με το ποσό που κάθε χρόνο καταβάλλεται στις επικουρικές αναγκαστικά. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε νέα ομάδα συνταξιούχων το ποσό της επικουρικής του ως ποσοστό αναπλήρωσης του μισθού του εργαζομένου θα βαίνει μειούμενο. Μάλιστα, ενδέχεται να βαίνει μειούμενο και ως απόλυτο ποσό σε σχέση με τις εισφορές που είχαν καταβάλει. Η διατήρηση αυτής της σχέσης σημαίνει ένα εξαιρετικά πιθανό ρίσκο για μια εγγενή, αλλά αφανή και εντεινόμενη αδικία, την οποία το κεφαλαιοποιητικό θα απαλείψει. Ταυτόχρονα, θα διασφαλίζει στους ασφαλισμένους του ότι το πραγματικό συνολικό ποσό της σύνταξής τους δεν θα είναι μικρότερο από τις συνολικές εισφορές τους. Αντίθετα, λογικά, θα είναι και μεγαλύτερο».
Εντούτοις, ο κ. Γιαννίτσης υπογραμμίζει ότι σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα υπάρχει πράγματι το πρόβλημα της αστάθειας των παγκόσμιων αγορών, υπογραμμίζοντας τελικώς ότι οι επιπτώσεις δεν είναι συνάρτηση μόνο τυχόν διεθνών αναταραχών, αλλά και του πόσο στέρεο είναι το εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα και η οικονομία συνολικά. «Κάθε χώρα σήμερα λειτουργεί σε συνθήκες έντονων διασυνδέσεων με το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα και οι επιπτώσεις των διεθνών εξελίξεων σε μεγάλο βαθμό καθορίζονται από το πόσο υπεύθυνα λειτουργεί το πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο της χώρας», σημειώνει.
Επιπροσθέτως ο πρώην υπουργός αναφέρει ότι, μέχρι το 2008, «είχαμε συνηθίσει να έχουμε κάθε χρόνο ανοδικό ΑΕΠ, μισθούς και συντάξεις, σε μεγάλο βαθμό, λόγω μιας διογκούμενης προσφυγής σε διεθνή δάνεια και υπερχρέωση. Πλέον, όμως, είμαστε σε μια φάση όπου για διάφορους λόγους (κλιματική αλλαγή, γήρανση σε πολλές χώρες, υπογεννητικότητα, πανδημίες, ανάδειξη νέων πόλων ανταγωνισμού στο διεθνές σύστημα, γεωστρατηγικές εξελίξεις) οι αρνητικοί ή οριακοί ρυθμοί μεγέθυνσης έχουν αρχίσει ήδη να είναι "κανονικότητα", ενώ ο δανεισμός της χώρας εξακολουθεί να σκαρφαλώνει. Ας σκεφτούμε τι προβλήματα προκύπτουν για ένα διανεμητικό σύστημα ασφάλισης, αν για λόγους γήρανσης, κλιματικής αλλαγής ή άλλους, η οικονομία φτάσει σε συνθήκες χαμηλής μεγέθυνσης».
Σχετικά με το κόστος μετάβασης, ο κ. Γιαννίτσης επισημαίνει ότι υπάρχει αναπόφευκτα ένα κόστος μετάβασης. «Ευτυχώς δεν είναι υψηλό και οι αριθμοί που παρουσιάζονται απαιτούν πολλές ερμηνείες. Όμως, έχουμε σκεφθεί ότι τα ετήσια ελλείμματα του ασφαλιστικού σήμερα είναι 15-16 δισ. ευρώ και ότι σε βάθος 50 ετών είναι 750-800 δισ. ευρώ; Ότι το ποσό αυτό της κρατικής επιδότησης αντιστοιχεί σε περίπου 130%-150% των εσόδων του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων κάθε χρόνο; Έχει νόημα αυτή η συζήτηση;», υπογραμμίζει ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Παράλληλα, ο ίδιος προσθέτει πως είναι θετικό ότι θα υπάρχει η δυνατότητα επένδυσης των αποταμιεύσεων του Ταμείου και σε τίτλους του εξωτερικού και όχι μόνο κρατικούς τίτλους του εσωτερικού, που στην κρίση του 2009 προκάλεσαν την κατάρρευση των Ταμείων και των τραπεζών, ενώ θεωρεί ότι ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο, ανεξαρτησία από κρατικές παρεμβάσεις και λογοδοσία των υπευθύνων του νέου Ταμείου, είναι η μεγαλύτερη εγγύηση για την επιτυχία του συστήματος και τους ασφαλισμένους.
Σύμφωνα με τον κ. Γιαννίτση, «ένα ακόμα θετικό σημείο σχετίζεται με την εμπιστοσύνη των ασφαλισμένων ότι ένα τμήμα των συντάξεών τους σχετίζεται πλέον με τις δικές τους αποταμιεύσεις. Αυτό, πέρα από άλλα, θα μπορούσε να περιορίσει την εντεινόμενη τάση για ανασφάλιστη εργασία και παραοικονομία, ιδιαίτερα των νέων, που αμφισβητούν ότι θα δουν συντάξεις στο απώτερο μέλλον, ενώ μακροοικονομικά, αν ακολουθηθούν αποτελεσματικές πολιτικές, θα στηρίξει και τις επενδύσεις και τη μεγέθυνση. Προφανώς, το κράτος, όποτε λόγοι κοινωνικής πολιτικής το επιβάλλουν, θα μπορεί να παρεμβαίνει ενισχυτικά στις συντάξεις».
Τέλος, μεταξύ άλλων, ο κ. Γιαννίτσης σημειώνει ότι η εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στις επικουρικές συντάξεις είναι απόρροια της τεράστιας ανάγκης για έναν εξορθολογισμό, με τρόπο που να αντιμετωπίσει, έστω και σε περιορισμένο βαθμό, τις επιπτώσεις που δημιουργεί το σημερινό σύστημα στις ανισότητες, την ανεργία, τα χαμηλά εισοδήματα ή την αναιμική ανάπτυξη, ενώ εκφράζει την πεποίθηση ότι σίγουρα το κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα αποτρέψει τις γενεές συνταξιούχων των επόμενων ετών να εκμεταλλεύονται προς όφελός τους τις εισφορές των νεότερων γενεών, αφήνοντάς τες να καταλάβουν τις συνέπειες ύστερα από κάποιες δεκαετίες. «Για άλλους αυτό θα είναι θετικό, για άλλους αρνητικό», συμπληρώνει ο πρώην υπουργός.