Το «τέρας» της ναζιστικής βίας και του τραμπουκισμού γεννήθηκε στις πλατείες των αγανακτισμένων όπου συνυπήρξε με το άλλο άκρο πατώντας σε «κοινούς αγώνες» κατά του «νεοφιλευθερισμού», του συστημικού κράτους και της εθνικής ανάταξης και δημιουργώντας συνθήκες διείσδυσης στην ελληνική κοινωνία.
Η σημερινή απόφαση για της Χρυσή Αυγή, μετά από 5,5 περίπου χρόνια από την έναρξη της δίκης, δεν βάζει τέλος αφού το μόρφωμα που αναδείχθηκε μέσα από τις ρατσιστικές και αντιδημοκρατικές πρακτικές του (δείχνοντας το αληθινό του πρόσωπο μέσα από δολοφονίες και ξυλοδαρμούς), συντηρείται από τις δράσεις του άλλου άκρου.
Πριν τις πλατείες των αγανακτισμένων, η Χρυσή Αυγή, με οποιαδήποτε μορφή επιχειρούσε να αναδειχθεί στο πολιτικό σκηνικό, αποτύγχανε. Πριν μετατραπεί η χώρα, με το πρόσχημα του μνημονίου που έφερε την κρίση και την τακτική του αντιμνημονίου, σε ένα είδος αρένας, ουδείς ασχολιόταν με το ναζιστικό μόρφωμα. Η ίδια η κοινωνία το είχε βάλει στο περιθώριο.
Όταν όμως οι τραμπουκισμοί κατά πολιτικών στελεχών από πρόσωπα που ανήκαν στον χώρο της Αριστεράς αποτέλεσαν μια πρακτική αποδεκτή, η ακροδεξιά βρήκε την ευκαιρία που περίμενε για να πάρει το νόμο στα χέρια της.
«Την Δημοκρατία δεν την στοχοποιούν οι πολίτες που μουτζώνουν το Κοινοβούλιο. Το Κοινοβούλιο και τη Δημοκρατία τα υπονομεύσατε εσείς έναν χρόνο πριν, όταν εξουσιοδοτήσατε τον Υπουργό Οικονομικών να υπογράφει ερήμην του ελληνικού κοινοβουλίου συμβάσεις που αφορούν το μέλλον της ελληνικής οικονομίας» ήταν η αναφορά του Αλέξη Τσίπρα με την οποία στηρίζονταν οι αγανακτισμένοι και όσοι αντιδρούσαν και ζητούσαν να «καεί» η Βουλή.
Η άκρα Αριστερά και η άκρα Δεξιά, η μια την άλλη. Η ύπαρξη τους είναι αλληλένδετη και ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση απέφυγε να περιορίσει το φαινόμενο της βίας και του τραμπουκισμού. Αλλά και ως κόμμα της αντιπολίτευσης διέθετε στελέχη που εμφανίζονταν ακόμη και ως μάρτυρες υπεράσπισης των δολοφόνων της 17 Νοέμβρη, ξεπλένοντας με το τρόπο αυτό και την ακραία αριστερή βία.
Και αφού τα «δικα μας παιδιά» του Ρουβίκωνα και των «συλλογικοτήτων» μπορούν να πραγματοποιούν «παρεμβάσεις» με βαριοπούλες στο όνομα της αντίστασης στο κράτος , τα άλλα παιδιά μπορούν να ονειρεύονται την κατάλυση του κράτους
Είναι τουλάχιστον υποκριτικό να εμφανίζεται τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ ως πρωτεργάτης της καταδίκης της Χρυσής Αυγής και να υψώνει τους τόνους της μάχης κατά της ακροδεξίας. Πολύ δε περισσότερο όταν για να γίνει κυβέρνηση, συνεργάστηκε με τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου. Ένα κόμμα το οποίο ακόμη και ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαικής Επιτροπής Ζαν Κλωντ Γιούνκερ είχε χαρακτηρίσει ακροδεξιό.
Είναι άξιο αναφοράς ότι κατά την κυβερνητική του θητεία ουδέν έπραξε. Αντιθέτως κατηγορήθηκε ακόμη και από στελέχη του, όπως οι 53+ για «ξέπλυμα» του ναζιστικού μορφώματος με αφορμή την κοινή επίσκεψη στο Καστελόριζο την περίοδο όπου οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής ήταν υπόδικοι.
Οι κοινές ψηφοφορίες των δύο πλευρών έχουν καταγραφεί. Όπως και η προσπάθεια της προηγούμενης κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει τη Χρυσή Αυγή ως πολιτικό ανάχωμα. Είναι άλλωστε χαρακτηριστική η αναφορά του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης κ. Παρασκευόπουλου ο οποίος επίσης με αφορμή την επίσκεψη στο Καστελόριζο είχε τονίσει:
«Η εικόνα της συνύπαρξης στο Καστελόριζο και στη Ρω σε πολλούς μας δεν άρεσε. Από την άλλη όμως πρέπει να αποφασίσουμε τι προτιμούμε: μια προσπάθεια ένταξης της Χρυσής Αυγής στο κλίμα της δημοκρατίας ή τη διαρκή ρήξη. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να προηγηθεί η ουσία μιας σύγκλισης. Η Χρυσή Αυγή πρέπει να δεχθεί έμπρακτα την υπαγωγή της στους θεσμούς της Δημοκρατίας. Και αυτή την στάση, αν και όταν εκδηλωθεί, πρέπει να τη στηρίξουν τα δημοκρατικά κόμματα».
Όπως χαρακτηριστική είναι και η ανακοίνωση που είχε εκδώσει η νεολαία ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή την αλλαγή του ποινικού κώδικα και την μείωση των ποινών που προέβλεπε για τις «εγκληματικές οργανώσεις», την κατηγορία δηλαδή που αντιμετωπίζουν σήμερα τα στελέχη της Χρυσής Αυγής
Σε κάθε περίπτωση ως προς την Χρυσή Αυγή δεδομένο είναι ένα. Η Νέα Δημοκρατία είναι το κόμμα που έστειλε το ναζιστικό μόρφωμα στη Δικαιοσύνη ως υπεύθυνο τόσο για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα όσο και για όλα όσα έπραξε σε βάρος προσφύγων μεταναστών και κυρίως σε βάρος της ίδιας της Δημοκρατίας.
Η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά ήταν αυτή που άνοιξε το δρόμο ώστε σήμερα να αναμένεται, μετά από καθυστερήσεις που προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις κατά τη θητεία της προηγούμενης κυβέρνησης, μια απόφαση η οποία έχει χαρακτηριστεί σταθμός για την μεταπολίτευση.
Μόνο που και αυτή θα είναι άνευ ουσίας, όσο τα άκρα βρίσκουν υποστηρικτές και θιασώτες της βίας που ασκούν, και όσο ο αντισυστημικός μανδύας και ο λαϊκισμός παραμένουν στο πολιτικό προσκήνιο από κόμματα που βρίσκονται εντός του δημοκρατικού τόξου.