Σκοπός του κειμένου είναι η επισήμανση ορισμένων απολύτως κρίσιμων σημείων που είναι απαραίτητα για την επιστημονική προσέγγιση των πραγματικών διαστάσεων των ελληνοτουρκικών σχέσεων, σε μια περίοδο που συνδυάζει δραματικές διεθνείς μετατοπίσεις και έκδηλη κλιμάκωση στο επίπεδο των διμερών σχέσεων Ελλάδας - Τουρκίας.
1. Χρειάστηκε να το διατυπώσει επίσημα ο πρόεδρος Μακρόν τον Σεπτέμβριο 2020 στην Ευρωμεσογειακή Διάσκεψη στην Κορσική για να συνομολογήσουν ορισμένοι παρατηρητές ότι ναι, η Τουρκία συνιστά αναθεωρητική δύναμη με ηγεμονικές βλέψεις στην περιοχή. Ότι δηλαδή συνιστά – όπως κάποιοι γράφουμε αναλυτικά και με συνέπεια από χρόνια – δομική απειλή για την περιφερειακή ειρήνη και όχι πρόβλημα διμερών σχέσεων.
Ανεξαρτήτως των ελληνοτουρκικών, η νέα στρατηγική κατεύθυνση της Τουρκίας διαμορφώθηκε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου με υπόβαθρο το νέο γεωπολιτικό ρόλο της και τις σταδιακά αυξανόμενες οικονομικές δυνατότητές της. Η συνεχής αναφορά στα μεγάλα οικονομικά προβλήματα της τουρκικής καθημερινότητας δεν αφήνει να γίνει πλήρως κατανοητή η σημασία της ραγδαίας αύξησης του τουρκικού ΑΕΠ μετά το 2010 – έφτασε τα 958 δισ. δολάρια το 2013 και παρά τη συνεχή πτώση των τελευταίων ετών, ανέβηκε πάλι στα 800 δισ. δολάρια το 2021 – σε συνδυασμό με την μεγάλη κοινωνική και οικονομική δυναμική της δημογραφικής ανάπτυξης της χώρας και την κατακόρυφη αύξηση των αμυντικών δαπανών της.
Το παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο δεν είναι μόνο ζήτημα ερευνών και εξορύξεων. Πρόκειται για ζήτημα ηγεμονίας στην περιοχή. Το αυταρχικό καθεστώς Ερντογάν υποστηριζόμενο από ισχυρό τμήμα του τουρκικού κατεστημένου επιχειρεί να παγιώσει τη θέση του στην τουρκική πολιτική μετασχηματίζοντας παράλληλα τον ρόλο της Τουρκίας στον μουσουλμανικό κόσμο και πέρα από την περιοχή μας. Ο τουρκικός αναθεωρητισμός, με τον μανδύα του νεο-Οθωμανισμού, αποτελεί δύναμη πυρπόλησης των δομών στην περιοχή και - δυνητικά - διάλυσης της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
2. Σε αυτό το πλαίσιο, οι παλαιότερες και ήδη σημαντικές ελληνοτουρκικές εντάσεις απέκτησαν νέο πρόσημο. Το τουρκικό κατεστημένο, έχοντας με το πογκρόμ του 1955 και τις απελάσεις του 1964-1965 ουσιαστικά επιστρέψει στην αρχική κεμαλική πολιτική αφανισμού του ελληνικού στοιχείου της Τουρκίας, απέκτησε επίσης – εν μέρει μέσω των βρετανικών σχεδιασμών – παρεμβατικό ενδιαφέρον για την Κύπρο αμέσως πριν και κατά την διάρκεια των συνταγματικών διαβουλεύσεων για το μέλλον της Κύπρου μετά το 1955. Τη δεκαετία του 1970 – μετά το πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή – προστέθηκαν αμφισβητήσεις για το Αιγαίο επί θεμάτων που η Άγκυρα προηγουμένως αποδεχόταν. Ενώ η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης άρχισε να βαφτίζεται τουρκική. Οι σχέσεις έκτοτε χαρακτηρίζονται από συνεχή διεύρυνση των διεκδικήσεων, με αποκορύφωμα το απολύτως αναθεωρητικό δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας.
Αλλά και ως προς την Κύπρο, ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας συνάγεται μεταξύ άλλων και από την περιφρόνηση των σημαντικών για τη διεθνή τάξη ψηφισμάτων του ΣΑ του ΟΗΕ του 1974, 1975 και 1983. Η μετα-ψυχροπολεμική Τουρκία σταδιακά εντάσσει τα ελληνοτουρκικά και το κυπριακό σε ένα νέο, μεγαλόπνοο πλάνο συνολικής στρατηγικής αναβάθμισης η οποία επιδιώκεται να πραγματοποιηθεί με ποικίλα μέσα και ανεξαρτήτως συναινέσεων.
Στο σημείο αυτό εντοπίζεται ένα στοιχείο που, όταν αγνοηθεί, οδηγεί σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία είναι επικίνδυνη όταν είναι ισχυρή και όταν διαπιστώνει την ύπαρξη ευκαιριών, όχι όταν «στριμώχνεται». Τα περί «στριμώγματος», «εκνευρισμού» και τα σχετικά έχουν πλημμυρίσει τον δημόσιο λόγο αλλά δεν συνεισφέρουν ουσιαστικά στη διάγνωση του προβλήματος. Εξ αρχής, ο τουρκικός αναθεωρητισμός εξέφρασε τη νέα αυτοπεποίθηση του τουρκικού κατεστημένου στα χρόνια της τουρκικής οικονομικής ανόδου και γεωπολιτικού επαναπροσδιορισμού, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
3. Σήμερα, όπως έχω ήδη εξηγήσει αναλυτικά, η Τουρκία ως αναθεωρητική δύναμη βλέπει στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο ένα παράθυρο ευκαιρίας για την άμεση ενίσχυση και διεύρυνση του ρόλου της. Αντίθετα με το αφελές αφήγημα που περιέργως κυριάρχησε στην ελληνική δημοσιότητα, η Τουρκία δεν περιμένει εναγωνίως να διαπιστώσει εάν η αναθεωρητική Ρωσία θα ηττηθεί ώστε να πάρει τα μαθήματά της. Κάθε άλλο.
Στην πραγματικότητα, η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η καταδίκη της ρωσικής εισβολής συνεπάγεται την απόκρουση και των άλλων αναθεωρητικών εγχειρημάτων είναι ανάξια σοβαρού αντιλόγου. Πρώτον, διότι προϋποθέτει συναίνεση μεταξύ των κρίσιμων διεθνών δρώντων ως προς το τι πράγματι συνιστά, κάθε φορά και σε κάθε περίπτωση, αναθεωρητισμό. Και δεύτερον, διότι στον πλανήτη τα κλισέ περισσεύουν όπως και τα προσχήματα: οι αναθεωρητικοί δρώντες είναι πολλοί, οι διεθνείς αντιδράσεις λίγες και συγκεκριμένες.
Αξίζει να διευκρινίσουμε την αναλυτική διάκριση μεταξύ δυνάμεων που στηρίζουν την υπάρχουσα τάξη (status quo powers), δυνάμεων που επιδιώκουν την μεταρρύθμισή της μέσω διαλόγου (reformist powers) και δυνάμεων αναθεωρητικών οι οποίες εστιάζονται στις σημαντικές αλλαγές που επιδιώκουν, ανεξαρτήτως μεθόδου (revisionist powers). Η διάκριση είναι κυρίως αναλυτική, στο μέτρο που σπάνια μια δύναμη θα αυτοχαρακτηριστεί «αναθεωρητική». Όμως η διάκριση αυτή αποτελεί και μέρος του οπλοστάσιου στο πεδίο του πολιτικού λόγου και της πολιτικής αντιπαράθεσης. Είναι αναθεωρητική η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία; Οι περισσότεροι σήμερα θα συμφωνήσουμε και πολύ σωστά. Ήταν αναθεωρητική η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ; Η απάντηση δεν είναι εξίσου προφανής. Στην περίπτωση του Ιράκ, η Γαλλία και η Γερμανία είχαν τότε διαχωρίσει τη θέση τους από τις ΗΠΑ.
Όσο η πολεμική φάση της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης παραμένει σε εξέλιξη, η Άγκυρα βλέπει ενδιαφέρουσες δυνατότητες. Για την Τουρκία, ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος αποτελεί παράθυρο ευκαιρίας για την παγίωση του συνολικού «πακέτου Τουρκία» στη Δύση. Η Τουρκία κλιμακώνει στο πλαίσιο της ανάδειξης των όρων παραμονής της στη Δύση σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία: άρση κυρώσεων, επανέναρξη εξοπλισμών, απόδοση του όρου «τρομοκρατία» κατά το δοκούν, πίεση μέσω Σουηδίας – Φινλανδίας, αποδοχή ρόλου στη Συρία, καταδίωξη αντικαθεστωτικών, επιβεβαίωση της εμμονής στη «Γαλάζια πατρίδα» και των αντίστοιχων διεκδικήσεων, όλα αυτά αποτελούν όψεις του «πακέτου Τουρκία» το οποίο η Δύση καλείται να αποδεχτεί στο σύνολό του.
Με αυτόν όμως τον τρόπο, η Τουρκία εμμέσως διεθνοποιεί η ίδια τα «ελληνοτουρκικά». Αυτό φάνηκε στην πενταμερή συνάντηση του Βερολίνου στις 14 Ιουνίου 2022, θα φανεί ακόμη περισσότερο στο πλαίσιο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στην Μαδρίτη στις 29-30 Ιουνίου. Προφανώς άλλο εννοούμε στην Ελλάδα όταν αναφερόμαστε στη διεθνοποίηση των συγκεκριμένων, μόνο, διαφορών για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Αυτή όμως η επιλογή της Τουρκίας, συνέπεια της αντίληψής της ότι ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος αποτελεί παράθυρο ευκαιρίας, είναι υπερφίαλη και παρακινδυνευμένη. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Τουρκία θα πιέζει αλλά και θα υφίσταται πιέσεις για όλα τα στοιχεία του πακέτου, περιλαμβανομένων των ελληνοτουρκικών.
4. Παρότι η ύπαρξη διαύλων επικοινωνίας σε διπλωματικό και τεχνοκρατικό επίπεδο είναι προφανώς χρήσιμη, είναι λανθασμένη η εύκολη αποδοχή συναντήσεων κορυφής. Όπως λανθασμένη είναι η πρόθυμη παρακολούθηση κάθε προσχηματικής βελτίωσης στο ύφος και το περιεχόμενο της κάθε τουρκικής δήλωσης. Για εμάς, ανεξαρτήτως της εναλλαγής σχετικά ήπιων και έκδηλα παροξυσμικών φάσεων, η μεγάλη εικόνα παραμένει η ίδια: εξαιρετικά επικίνδυνη. Οι διακυμάνσεις στις τουρκικές δηλώσεις και πρακτικές δεν θα πρέπει να αποτελούν έκπληξη ούτε αιτία παροδικής ευφορίας, όπως συχνά συμβαίνει στην ελληνική δημοσιότητα.
Διότι η Τουρκία – και όχι μόνον ο Ερντογάν – διαμορφώνει συνθήκες πολέμου με την Ελλάδα: εκ νέου επίκληση παλαιότερων αιτιάσεων για υπόθαλψη τρομοκρατίας, πλήρης στήριξη από την αντιπολίτευση των διεκδικήσεων ως προς τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, δημιουργία σύγχυσης στη διεθνή κοινή γνώμη αναφορικά με τις παραβιάσεις και τις υπερπτήσεις, κ.λπ.
5. Σε αυτό το πλαίσιο, μια ευθεία σύγκρουση με την Ελλάδα αποτελεί για την Τουρκία δεύτερη επιλογή σε σχέση με την παγίωση των διεκδικήσεων χωρίς σύγκρουση, αλλά προτιμητέα επιλογή σε σχέση με την απώλεια της ευκαιρίας. Κατά συνέπεια, ένας πόλεμος Ελλάδας – Τουρκίας δεν μπορεί να αποκλειστεί για το προβλεπτό μέλλον. Πολύ σωστά η ελληνική πλευρά διαμηνύει πια ότι έχουμε ξεφύγει από την αντίληψη της σημειακής εμπλοκής και της σημειακής διαχείρισής της. Βεβαίως, για το ΝΑΤΟ, ένας ενδο-ΝΑΤΟϊκός πόλεμος μέσα στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο θα σημάνει ένα άμεσο, υπαρξιακό δίλημμα: δυναμική παρέμβαση ή τήρηση ίσων αποστάσεων; Και οι δυο επιλογές (όπως και οι διάφορες παραλλαγές τους) έχουν κόστος για το ΝΑΤΟ. Σε κάθε όμως περίπτωση, η Συμμαχία δεν είναι αυτή τη στιγμή έτοιμη να απαντήσει σε αυτό το δίλημμα. Αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό.
Διαπραγματεύσεις χωρίς προϋποθέσεις υπό τις σημερινές συνθήκες σημαίνουν υποχώρηση χωρίς σύγκρουση. Πρέπει επιτέλους να καταστεί σαφές ότι η διαπραγμάτευση με μια αναθεωρητική δύναμη έχει νόημα μόνο υπό συνθήκες ισορροπίας δυνάμεων. Οι διμερείς σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Γαλλία μπορούν και πρέπει να διαδραματίσουν κρίσιμους ρόλους σε αυτό το σημείο.
Ευτυχώς η σταδιακή ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας τα τελευταία χρόνια και η περαιτέρω αναζήτηση συμμαχιών βελτιώνουν, βήμα, βήμα, τους όρους για την Ελλάδα. Αλλά η βελτίωση πραγματοποιείται σε συνθήκες εκρηκτικές.
6. Όπως έχουμε επισημάνει κατ’ επανάληψη, αυτό που στρατηγικά έχει λόγο να επιθυμεί η Ελλάδα για τις σχέσεις με την Τουρκία είναι μια βιώσιμη ειρήνη που δεν θα υποκρύπτει φινλανδοποίηση. Κάθε αποκλιμάκωση είναι προφανώς καλοδεχούμενη, πόσο μάλλον που υφίσταται από χρόνια ένα καλό εμπορικό υπόβαθρο στις σχέσεις με την γείτονα. Αλλά το εμπορικό υπόβαθρο φάνηκε ανίσχυρο μπροστά στις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Άγκυρας. Δεν είναι ακόμη η ώρα για «λύση» στα ελληνοτουρκικά.
Η επίτευξη ποιοτικής ισορροπίας δυνάμεων απέναντι σε μια αριθμητικά πανίσχυρη γείτονα με αναθεωρητικές τάσεις αποτελεί προϋπόθεση για διάλογο και μόνο σταδιακά – εάν οι εξελισσόμενες συνθήκες ευνοήσουν – για βιώσιμη ειρήνη. Τώρα είναι ώρα για εγρήγορση, για εντατικοποίηση των διπλωματικών προσπαθειών, για περαιτέρω εμβάθυνση των συμμαχιών του αύριο και για ενίσχυση της αποτροπής. Αντίθετα από αυτό που μηρυκάζουν ορισμένοι κάθε τόσο, η αναζήτηση «λύσης» υπό πίεση και σε καθεστώς εκβιασμών μας αποπροσανατολίζει.
Ανεξαρτήτως εσωτερικών πολιτικών και εκλογικών εξελίξεων, η Τουρκία σε γενικές γραμμές θα εξακολουθήσει να επιδιώκει το νέο της στρατηγικό όραμα: μια επεκτατική χερσαία και θαλάσσια δύναμη με μια ευρύτερη, ουδετεροποιημένη περίμετρο. Βραχυπρόθεσμα, είναι σημαντικό και για τα ευρωπαϊκά και για τα ελληνικά συμφέροντα να πρυτανεύσει η λογική αναζήτησης μιας λύσης στο ουκρανικό μέσω διαπραγμάτευσης, ώστε να κλείσει το παράθυρο ευκαιρίας που θεωρεί ότι έχει διαπιστώσει η Άγκυρα.
Σε κάθε όμως περίπτωση, μακροπρόθεσμα, ανεξαρτήτως του ουκρανικού, αναθεωρητισμοί υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν στην ιστορία, στο παρόν και το μέλλον των διεθνών σχέσεων. Ως προς τα δικά μας, είναι παιδαριώδης η αντίληψη ότι εάν συντριβεί η αναθεωρητική Ρωσία, ο τουρκικός αναθεωρητισμός θα υποχωρήσει φοβισμένος. Ο τουρκικός αναθεωρητισμός θα εξακολουθήσει να μας απασχολεί, ανεξαρτήτως διεθνών, περιφερειακών και εσωτερικο-πολιτικών συγκυριών. Το πραγματικό ερώτημα είναι πώς προετοιμαζόμαστε ώστε να τον αποτρέψουμε ή – εάν η αποτροπή αποτύχει – να τον ακυρώσουμε στην πράξη.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει εργαστεί σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Βιβλία και επιστημονικά άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα γερμανικά.