«Έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά.// Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο,/ να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος’/ να σου δώσω συντριβή, να μην είσαι μούτρο,/ να μου δώσεις χόβολη, να μην ξεπαγιάσω//. Κι ύστερα να πέσω με κατάνυξη στα πόδια σου,/ για να μάθεις πια να μην κλοτσάς» (Με κατάνυξη).΄
Τα τελευταία χρόνια ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ήταν σα να βρισκόταν ήδη στο Καθαρτήριο. Νωρίς το απόγευμα μάθαμε ότι έφυγε και για τους Ουρανούς. Αφήνοντας πίσω του τη δυνατή του ποίηση κι εμάς με τη παραφιλολογία μας, να μιλάμε ακατασχέτως αντ’ αυτού. Κι όμως εκείνος τα μετρούσε τα λόγια του: «Άντε, αρκετά είπαμε, να κλείσουμε. Τώρα εσείς μη τα γράψετε όλα, για όνομα Θεού, είπαμε σαβούρες και πατσαβούρες, γράψτε τα σοβαρότερα», υπογράμμιζε πάντα στις συνεντεύξεις.
Υπήρξε ζόρικος άνθρωπος. Φαρμακωνόταν και σε φαρμάκωνε. Ειλικρινής μέχρι δηλητηρίου. Υπήρξε, όμως, ο ποιητής που έκανε ύψιστη Τέχνη τον ανυπεράσπιστο καημό του. Με τις πληγές ορθάνοιχτες, τιμώντας τις λέξεις σαν πολύτιμο κόκκο σταριού: για τα πετεινά του ουρανού όλες, κι ούτε μια παράταιρη και περίσσια.
Κι είχε το σθένος να ζήσει όπως ακριβώς έλεγε: ασκητικά, με τα ελάχιστα, ελεύθερος κι ασυμβίβαστος, φτύνοντας κατά πρόσωπο τιμές και βραβεία.
Είχα την τύχη πολλές φορές να τον συναντήσω. Στα ξαδέλφια μου που έχουν τις εκδόσεις Μπιλιέτο κληροδότησε το γραφείο του, κι έδωσε κάποιες από τις σπάνιες κι ακριβές συλλογές του.
Τον πρώτο καιρό που ερχόταν στην Παιανία τον αντιμετώπιζα με δέος. Ήρθε κι η εποχή που με φόβιζε. Μια συνέντευξή για την «Επί του Όρους Ομιλία» στάθηκε η αφορμή επί της ουσίας να τον γνωρίσω και να τον αγαπήσω. Σαν συγγενή μου. Ως δικό μου άνθρωπο. Κι έμαθα και να κλείνω τ’ αυτιά, σε ό,τι κι αν ακολούθησε.
Ηχούσε μέσα μου πάντα εκείνη η απάντησή του για τη μοναξιά και με σημάδευε:
«Πρέπει να ξέρετε ότι η μοναξιά είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Για όλους “κάνει καλό”, για άλλους “κάνει κακό”. Εμένα προσωπικά μου κάνει πάρα πολύ καλό. Αντιθέτως η ζωή των επαφών με τον κόσμο, γίνεται από μέρα σε μέρα όλο και πιο πληθωρική μέχρι που περίπου με κουράζει. Και είμαι πια σε δύσκολη θέση, να τους πω “παρατήστε με”; “Αφήστε με ήσυχο”; Καταπίνω το σάλιο μου και περίπου τους δέχομαι. Πού θα πάει αυτό, δεν ξέρω! Είναι πρόβλημα. Το θέμα λοιπόν δεν είναι η μοναξιά, το θέμα είναι οι δημόσιες σχέσεις. Που αυτές κι αν δεν μας έχουν καταταράξει, κατάλαβες; Αλλά η μοναξιά, μοναξιά, κάτσε καλά!»
Και η αήττητη εκείνη η άποψή του για την νίκη και την ήττα, για το κέρδος και την απώλεια:
«Είναι κι αυτό ένα πολύπλοκο θέμα, αυτός που κερδίζει από την απώλεια, είναι ίσως ο πιο κερδισμένος. Και δεν είναι μόνο για μένα. Λόγου χάρη το 1453 χάσαμε την Κωνσταντινούπολη. Αυτό που κάναμε – που χάσαμε δηλαδή μια αυτοκρατορία και νικηθήκαμε από έναν Τούρκο- τι είναι απώλεια ή κέρδος; Ποιος νίκησε ο Μωάμεθ ή ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος; Βλέπεις αυτή η αντιστροφή των πραγμάτων γίνεται μόνο μέσα από ειλικρινή ποίηση, όχι μέσα από την ιστορία Η ιστορία είναι τόσο κρύα, που λέει «αυτό το γεγονός έγινε, αυτό θα παραδεχθώ». Ναι, αυτό έγινε, αλλά όλα τα επόμενα, παρεπόμενα και συνακόλουθα αυτού του γεγονότος θα παρέλθουν στην άκρη; Γι’ αυτό, λοιπόν, να το ξέρετε, η χασούρα για τον ποιητή είναι το κέρδος του.»
Κωνσταντίνος Δημητριάδης
Ο Χριστιανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, γιος προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πήρε πτυχίο του Τομέα Κλασικών Σπουδών. Κατόπιν, εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης από το 1958 ως το 1965. Έπειτα εργάστηκε ως επιμελητής εκδόσεων. Το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό Διαγώνιος, που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις και τον εκδοτικό οίκο Εκδόσεις Διαγωνίου. Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκε ο λεγόμενος "κύκλος των λογοτεχνών της Διαγωνίου". Το 1974 ίδρυσε τη Μικρή Πινακοθήκη της Διαγωνίου που έχει ως στόχο την προβολή νέων καλλιτεχνών της συμπρωτεύουσας, με στενούς συνεργάτες του Κάρολο Τσίζεκ και Νίκο Νικολαΐδη.
Και κυριολεκτικά εφηύρε τον εαυτό του:
Κωνσταντίνος Δημητριάδης γεννήθηκε.
Περί αυτού, τον θυμάμαι να λέει αυτοσαρκαζόμενος:
« Όπως έχω πει ήμουν μωρό, τότε δεν ήξερα καλά- καλά τον εαυτό μου. 14άρων χρονών, πάμπτωχος και διάβαζα ένα παιδικό περιοδικό το «Ελληνόπουλο». Το περιοδικό είχε μια στήλη συνεργατών, στην οποία για να δημοσιεύσεις έπρεπε να είχες καταθέσει ψευδώνυμο, η επιτροπή του περιοδικού να εγκρίνει το ψευδώνυμο και μετά ν’ αρχίσει να σου δημοσιεύει μόνο με το ψευδώνυμο. Οι φίλοι μου, λοιπόν, είχαν βάλει άλλος «ελληνόπουλο», άλλος «ιππότης των ορέων» λέω κι εγώ, ας βάλω Χριστιανόπουλος, βρε αδελφέ! Και ενεκρίθη βέβαια, ο συντάκτης μου έγραψε «είμαι πεπεισμένος παιδί μου ότι είσαι μεγάλο ταλέντο» και μου δημοσίευσε αρκετά ποιήματα. Από τότε κατά την παροιμία, γλυκάθηκε η γριά στα σύκα κι όλη μέρα τ’ αναζήτα! Μου άρεσε αυτό και περίπου το μονιμοποίησα και ξεφορτώθηκα το παλιό επίθετο. Και το παλιό επίθετο λες κι ήταν έτοιμο να παραπέσει και τώρα όλοι με ξέρουν έτσι και δεν με ξέρουν αλλιώς.
»Θα πεις αυτό είναι φυσικό, αλλά να πας φοιτητής στο Πανεπιστήμιο και ο καθηγητής να λέει «ο Χριστιανόπουλος να σηκωθεί να πει μάθημα» κι αυτή η ιστορία να γίνεται μέσα σε πέντε χρόνια… Οι δάσκαλοι με ήξεραν ως Χριστιανόπουλο, ήταν φαίνεται ανάγκη των καιρών, κόλλησε σαν ψώρα. Και το κράτησα, το σεβάστηκα, και δικαίως ή αδίκως, κάτι λέει. Δεν είναι τυχαίο, δηλαδή, η μεγάλη απήχηση που είχε το ψευδώνυμο ως όνομα. Κι εκείνο που καταλαβαίνω είναι η αίσθηση του ερωτικού που ανέπτυξα διαδοχικά σε όλη μου τη ζωή, δεν ανέτρεψε την αίσθηση του χριστιανικού, ενώ θα περίμενες αυτό το πράγμα να συμβεί.»
Το έργο του:
Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1949 με τη δημοσίευση του ποιήματος "Βιογραφία" στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης "Μορφές". Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Εποχή των ισχνών αγελάδων". Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τοποθετείται ανάμεσα στους σημαντικότερους ποιητές της ομάδας που είναι γνωστή ως "Κύκλος της Διαγωνίου" και κινήθηκε στο πλαίσιο του ομώνυμου περιοδικού που ο ίδιος ίδρυσε (Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Τάσος Κόρφης, Βασίλης Καραβίτης, κ.α.). Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από έντονα ερωτική διάθεση και επιρροές από το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Στις επόμενες ποιητικές εμφανίσεις του εκφράζεται καθαρά το κυρίαρχο θέμα της ποίησής του, η εφήμερη ομοφυλοφιλική σχέση και το ερωτικό πάθος που οδηγεί στην ταπείνωση, στη συντριβή και στη μοναξιά. Βέβαια, ορισμένα ποιήματά του (π.χ. τα ποιήματα της σειράς Ο αλλήθωρος) έχουν και το στοιχείο μιας κοινωνικής οπτικής. Κατά καιρούς κυνηγήθηκε πολύ από το κοινωνικό κατεστημένο της εποχής όπως , για παράδειγμα, όταν κόντεψε να συλληφθεί από τη χούντα λόγω της άρνησης του να παραλάβει σχετικό βραβείο για ένα πεζό του έργο τον «Χιλιαστή».
Το 2011 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του. Αρνήθηκε όμως να το παραλάβει παραπέμποντας στο κείμενό του «Εναντίον» από το 1979 όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης απ' όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο "ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων", που μας άφησαν οι αρχαίοι.»
Τον Ιούνιο του 2011 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τμήμα Φιλολογίας.
Έργα του στη Βιβλιονέτ:
(2012) Εναντίον, Ιανός
(2012) Τα τραγούδια του Ντίνου Χριστιανόπουλου, Ιανός
(2008) Βολέματα καταστροφής: 90 ποιήματα 1949-1999, Μπιλιέτο
(2008) Θεσσαλονίκην, ου μ' εθέσπισεν, Ιανός
(2004) Η κάτω βόλτα, Ιανός
(2004) Μικρά ποιήματα, Ιανός
(2004) Ο Παύλος Μελάς σε ποιήματα Μακεδόνων ποιητών, Κυρομάνος [κείμενα, επιμέλεια]
(2004) Οι ρεμπέτες του ντουνιά, Ιανός
(1991) Η κάτω βόλτα, Διαγώνιος
(1993) Το επ' εμοί, Μπιλιέτο
(1993) Το αιώνιο παράπονο, Διαγώνιος
(1993) Σύντομη ιστορία του Διδυμοτείχου, Ιδιωτική Έκδοση
(1993) Εργογραφία, βιβλιογραφία Ντίνου Χριστιανόπουλου (1950-1990), Infoprint
(1994) Ο Βασίλης Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του 1932-1946, Διαγώνιος
(1996) Λογοτεχνικά περιοδικά Θεσσαλονίκης (1889 - 1945), Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης
(1997) Το κορμί και το σαράκι, Μπιλιέτο
(1997) Πίσω απ' την Αγιά-Σοφιά, Ιανός
(1997) Νεκρή πιάτσα, Μπιλιέτο
(1997) Λογοτεχνικές εκδόσεις Θεσσαλονίκης 1850-1950, Διαγώνιος
(1998) Ποιήματα, Διαγώνιος
(1998) Λογοτεχνικές εκδόσεις μακεδονικών πόλεων πλην Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης Κοζάνης
(1999) Δοκίμια, Μπιλιέτο
(1999) Η λογοτεχνία στη Θεσσαλονίκη (1850 - 1950), Βιβλιοπωλείο Ραγιά
(1999) Τα παλιά βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης, Βιβλιοπωλείο Ραγιά
(1999) Το ρεμπέτικο και η Θεσσαλονίκη, Εντευκτήριο
(1999) Τσιτσάνης και Τρίκαλα, Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις
(2000)Τα ελληνικά τυπογραφεία της Θεσσαλονίκης επί Τουρκοκρατίας 1850 - 1912, Βιβλιοπωλείο Ραγιά
(2000) Νεκρή πιάτσα, Μπιλιέτο
(2000) Ελληνικές εκδόσεις μακεδονικών πόλεων πλην Θεσσαλονίκης επί τουρκοκρατίας(1759 - 1913), Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας
(2001) Τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη που γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη επί γερμανικής κατοχής, Μπιλιέτο
(2001) Παραμύθια, Μπιλιέτο
(2001) Μελέτες για τον Σολωμό, Βιβλιοπωλείο Ραγιά
(2001) Η πιο βαθιά πληγή, Μπιλιέτο
(2002) Καλλιτεχνικά Θεσσαλονίκης, Ιανός
(2003) Η ποίηση στη Θεσσαλονίκη κατά τους τελευταίους χρόνους της Τουρκοκρατίας, Βιβλιοπωλείο Ραγιά
(2003)Εγώ, φαντάρος στο χακί..., Μπιλιέτο
(2004) Στιχάκια του στρατού, Μπιλιέτο
(2004) Ποιήματα, Ιανός
(2004) Πεζά ποιήματα, Ιανός
Είπε:
Για την Πίστη του στο Θεό:
«Η πίστη είναι κάτι πάρα πολύ βασικό τουλάχιστον για τον χριστιανισμό. Κάθε ένας που αρχίζει και χώνει αμφιβολίες, τα σκατώνει. Η πίστη δεν θέλει αμφιβολίες, ή πιστεύεις ή δεν πιστεύεις. Τώρα άπαξ και πιστεύεις έχεις τα ανεβοκατεβάσματά σου. Τα οποία είναι πολλά, είναι ολόκληρη ιστορία. Εγώ δεν είμαι κανένας βαθύς χριστιανός, ίσα- ίσα, όπως έχω πει και κάποτε άλλοτε λίγο προκλητικά, είμαι ένας αλήτης στα περίχωρα του χριστιανισμού. Αυτή είναι μια βαρύγδουπη δήλωση η οποία έκανε κάποτε μεγάλη εντύπωση. Είμαι ένας ποιητής με χριστιανικές εμπειρίες και χριστιανικές ευαισθησίες. Γι’ αυτό και παλαντζάρει το θέμα της πίστης αγρίως. Επομένως εκείνο που με σώζει είναι την κάθε μεταπτωτική στιγμή περί το θέμα πίστη αν είμαι σωστός απέναντι στον εαυτό μου και σ’ αυτό που εκφράζω. Και πράγματι τις πιο πολλές φορές, είμαι. Επομένως δεν μπορώ ούτε και τώρα να γενικεύσω ότι είμαι ή δεν είμαι, έχω ή δεν έχω μεταπτώσεις, κάθε στιγμή έχω μεταπτώσεις. Εδώ αγαπάς μια γυναίκα και πριν προλάβεις να το συνειδητοποιήσεις, διαπίστωσες ότι δεν την αγαπάς. Η πίστη είναι ακόμα πιο ρευστό πράγμα.»
Για τον Θάνατο:
«Στον θάνατο πάντα βαδίζουμε μόνοι. Αλλά και το περιθώριο να φιλολογούμε περί ζωής και θανάτου είναι πολύ μεγάλο. Ουσιαστικά να ξέρετε ένα πράγμα, ότι σε μένα ειδικά έγινε μια αλλαγή, παράτησα δηλαδή τις μυθολογίες και τις παραθρησκειολογίες και μίλησα πιο ωμά και πιο γυμνά για την περίπτωσή μου. Το γεγονός ότι αντιπαραβάλω την ατομική περίπτωση σ’ αυτό το συνοθύλλευμα που ο πολύς ο κόσμος το λέει ποίηση, αυτό ίσως ήταν μια πρωτοτυπία και δεν μετάνιωσα ποτέ.»
Ας τον αποχαιρετήσουμε με τις υπέροχες «Τύψεις» του από τα «Τραγούδια της Αμαρτίας» που μελοποίησε μοναδικά ο Μάνος Χατζιδάκις.
"Τύψεις"
Όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν.
Δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανηλέητα,
λόγια πιο πρόστυχα κι απ τις χειρονομίες.
Μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω
μ ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή, ξαγρυπνισμένη και χλωμή.
Από "Τα τραγούδια της αμαρτίας" (1996)