Η τριήμερη κατάληψη του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973 θα ήταν η μαζικότερη από τις σπάνιες λαϊκές εκδηλώσεις κατά του στρατιωτικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου του 1967, αν δεν είχαν προηγηθεί οι πάνδημες κηδείες του Γεωργίου Παπανδρέου και του Γιώργου Σεφέρη, τον Νοέμβριο του 1968 και τον Σεπτέμβριο του 1971, αντίστοιχα.
Το Πολυτεχνείο, όμως, υπήρξε η πιο δυναμική και επίμονη δημόσια αμφισβήτηση του απριλιανού καθεστώτος από πολίτες, κυρίως φοιτητές, που ήταν διατεθειμένοι να ρισκάρουν την προσωπική τους ασφάλεια και το μέλλον των σπουδών τους για ένα διαφορετικό μέλλον. Άλλωστε, η θρυαλλίδα για τις κινητοποιήσεις, που είχαν ξεκινήσει από τη Νομική Αθηνών, τον Φεβρουάριο του 1973, υπήρξε η διακοπή της αναβολής στράτευσης φοιτητών που ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση.
Είναι γνωστό ότι η πρωτοβουλία για την κατάληψη του Νοέμβρη ανήκε σε μαοϊκές και τροτσκιστικές οργανώσεις, πρωτοβουλία η δράση των οποίων συμπαρέσυρε τις νεολαίες των δύο ΚΚΕ, παρά τον έντονο σκεπτικισμό ή την αντίθεση της κομματικής τους ηγεσίας.
Όπως συμβαίνει συνήθως, η καθιέρωση μιας επετείου στο εθνικό εορτολόγιο δεν οφείλεται τόσο στα ιστορικά γεγονότα καθαυτά, όσο στον μεταγενέστερο συμβολισμό τους. Όπως, λοιπόν, η 28η Οκτωβρίου δεν καθιερώθηκε ως επέτειος εθνικού θριάμβου στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ως κορυφαία στιγμή εθνικής ομοψυχίας σε μια περίοδο που η ενότητα αποτελούσε ζητούμενο, η αιματηρή κατάληξη της κατάληψης στο Πολυτεχνείο αναγνωρίστηκε όχι επειδή έφερε την πτώση της δικτατορίας, αλλά ως η κορυφαία εκδήλωση αντιστασιακού πνεύματος.
Έκτοτε, κάθε πλευρά διαχειρίζεται τη μνήμη του γεγονότος κατά το δοκούν.
Για τις κυβερνήσεις και την εκπαιδευτική κοινότητα που έχει αναλάβει τη «επίσημη» διαχείριση της επετείου, το Πολυτεχνείο συμβολίζει τους αγώνες του ελληνικού λαού για «ψωμί, παιδεία, ελευθερία». Από τη σκοπιά αυτή, το Πολυτεχνείο «δικαιώθηκε» με την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 (χωρίς να πολυτονίζεται ότι αυτό ήταν το αποτέλεσμα της κυπριακής τραγωδίας) ή την εκλογή της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ το 1981 («ο αγώνας τώρα δικαιώνεται»).
Από την πλευρά της κοινοβουλευτικής Αριστεράς, το Πολυτεχνείο εξαίρεται ως ένας ακόμα σταθμός στην πάλη του λαού επίσης για «ψωμί, παιδεία, ελευθερία». Η πλευρά αυτή θεωρεί ότι ο αγώνας συνεχίζεται μέχρις ότου το πολιτικό σύστημα μετασχηματιστεί σε σοσιαλιστική κατεύθυνση και σπάσουν τα δεσμά της χώρας με τη «ιμπεριαλιστική» Δύση.
Τέλος, για τους επιγόνους των ομάδων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, που πρώτοι μπήκαν στο Πολυτεχνείο, ο Νοέμβρης του ’73 παραμένει διαχρονικό σύμβολο εξέγερσης με στόχο την ανατροπή της «αστικής δημοκρατίας» και του καπιταλισμού.
Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και άλλες υποκατηγορίες. Τι συμβαίνει, όμως, με τη μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων; Είτε γνωρίζουν τα ιστορικά συμφραζόμενα της επετείου είτε τα αγνοούν, είτε συγκινούνται από τους συμβολισμούς της είτε μένουν αδιάφοροι, οι περισσότεροι Έλληνες έχουν μάθει ότι από το απόγευμα της 17ης Νοέμβρη σταματά η κανονική ζωή στο κέντρο των μεγάλων πόλεων, τα καταστήματα κλείνουν νωρίς και τα οχήματα μετασταθμεύουν, τουλάχιστον, το επόμενο πρωί. Κατά πάσα πιθανότητα, έχουν πάψει να συγκινούνται από τις τηλεοπτικές εικόνες επεισοδίων μεταξύ αστυνομικών και μερικών εκατοντάδων νέων, καθώς αυτά επαναλαμβάνονται με τελετουργική ευλάβεια εδώ και δεκαετίες. Όλοι δε θεωρούν αυτονόητο ότι, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, οι πορείες για την επέτειο θα καταλήγουν πάντοτε έξω από τις διπλωματικές αντιπροσωπείες των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ίσως, και εδώ η χώρα μας να πρωτοτυπεί: Γιατί πού αλλού μια επέτειος πανεθνικής εμβέλειας, με κεντρικό σύνθημα το τρίπτυχο «ψωμί, παιδεία, ελευθερία», «τιμάται» με απονέκρωση της ζωής στο κέντρο πόλεων όπου «βρέχει» βόμβες μολότοφ και δακρυγόνα; Και όπου κλείνουν τα πανεπιστήμια, με πρωτοβουλία των δικών τους οργάνων, για να μην καταστούν πεδίο μάχης;
Το θύμα του τρόπου που ως κοινωνία και πολιτεία δεχόμαστε να «τιμάται» η επέτειος του Πολυτεχνείου είναι κυρίως η παιδεία. Τα άλλα δύο μέρη του τριπτύχου, το ψωμί και η ελευθερία, τα έχει εξασφαλίσει, προς ώρας, η μεγαλύτερη μερίδα του λαού – έστω και αν δεν το παραδέχεται πάντοτε. Η παιδεία, ωστόσο, εξακολουθεί να χωλαίνει, πράγμα που αντιλαμβάνεται κάθε γονιός που παρακολουθεί τη φοίτηση του παιδιού του σε δημόσιο σχολείο. Κλείνοντας και τα πανεπιστήμια ήδη από την παραμονή της επετείου, απλώς διαστρέφουμε το όποιο νόημα της έχει απομείνει.
*Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής στη Νομική του Α.Π.Θ.