Στα 34,5 δισ. ευρώ ανήλθαν τα ρευστά διαθέσιμα του Ελληνικού Δημοσίου στο τέλος του 2020 όπως προκύπτει από τον Ισολογισμό που δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδος. Πριν το ξέσπασμα του νέου κύματος της πανδημίας τα ρευστά διαθέσιμα του Δημοσίου, όπως είχε ανακοινώσει ο υπουργός Οικονομικών Χρ. Σταικούρας είχαν φθάσει τα 38 δισ. ευρώ.
Πιο συγκεκριμένα οι καταθέσεις της Γενικής Κυβέρνησης στην Τράπεζα της Ελλάδος διαμορφώθηκαν στα 24,1 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο, από 29,1 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο, 28,2 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο, 26,6 δισ. ευρώ τον Αύγουστο και 25,3 δισ. ευρώ τον Ιούλιο, και τροφοδοτήθηκαν κατά κύριο λόγο από τα ομόλογα που εξέδωσε το Ελληνικό Δημόσιο. Έτσι αντισταθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό το δημοσιονομικό κόστος των μέτρων που εφάρμοσε η κυβέρνηση για την ανακούφιση επιχειρήσεων και νοικοκυριών, που έχουν πληγεί από την πανδημία. Επιπροσθέτως το Δημόσιο εμφανίζεται να διαθέτει καταθέσεις 10,4 δισ. ευρώ σε εμπορικές τράπεζες.
Όσον αφορά στη ρευστότητα που άντλησαν οι ελληνικές τράπεζες από το ευρωσύστημα (Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα) σύμφωνα πάντα με τον Ισολογισμό της ΤτΕ έφθασε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς τα 41,2 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό όπως εξήγησε και στη Βουλή ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας αποτελεί στην ουσία επιδότηση της ΕΚΤ προς τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς παρέχεται με αρνητικά επιτόκια, που φθάνουν το -1%. Μάλιστα σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο ίδιος το μεγαλύτερο ποσό από τη ρευστότητα αυτή οι τράπεζες την κατέθεσαν εκ νέου στην ΤτΕ, αλλά περίπου 12 δισ. ευρώ τα χρησιμοποίησαν για να αγοράσουν ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ για τη χορήγηση νέων δανείων διέθεσαν μόλις 5,5 δισ. ευρώ.
Η χορήγηση ρευστότητας από την ΕΚΤ προς τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας ξεκίνησε να γίνεται με «εντατικό ρυθμό» από τον περασμένο Μάρτιο, όταν η ΕΚΤ αποφάσισε για μία ακόμη φορά να δέχεται κατ΄εξαίρεση τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ως εγγύηση στις πράξεις αναχρηματοδότησης των τραπεζών. Μάλιστα πρόσφατα η ΕΚΤ απεφάσισε να παρατείνει τα ευνοϊκά αυτά δάνεια που παρέχει σε όλες τις τράπεζες της ευρωζώνης μέσω του προγράμματος LTRO έως τον Ιούνιο του 2022. Επιπροσθέτως ανέβασε στο 55% (από το 50%) το ποσοστό χρηματοδότησης ανάλογα με το μέγεθος των εγγυήσεων που προσφέρει η κάθε τράπεζα.